Γιώργος Τσαντίκος
Η εξουσία, εδώ και δύο χρόνια, κάνει μια καταπληκτική επικοινωνιακή χορηγία σε κάθε σενάριο. Η σημειολογική σύγκριση, με δεδομένα χωρίς καμία δραστική ουσία, προσφέρεται ως ντεπόν για την κοινωνική ημικρανία των τελευταίων ετών.
Τα εποχιακά πράγματα στην Ελλάδα είναι λογιών λογιών: είναι οι ελιές, για παράδειγμα, το φθινόπωρο, είναι οι προσφυγές στο CAS λίγο πριν τελειώσει η σούπερ λίγκα, είναι η «Εποχή των Καφέδων» του Ξανθούλη, είναι η Black Friday, είναι οι εκλογές και, τα τελευταία δύο χρόνια, είναι και η πανδημία.
Η τεράστιας γραφικότητας και σοφίας –όπως πολλά πράγματα στην ελληνική κοινωνία– ρήση «θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης» τη δεκαετία του ’80 πραγματώνεται 40 χρόνια μετά, με μια ιδιαίτερη παράμετρο. Γκαρσόνια, γκρουμ, σεφ και γενικώς «σεζονάδες» που θα πρέπει σε πέντε μήνες να βγάλουν τα χρήματα επιβίωσης όλης της χρονιάς υπό άθλιες συνθήκες, υπηρετώντας αυτούς που έχουν ακόμα χρήμα. Όπως στον Β’ Παγκόσμιο τα εργοστάσια μετατράπηκαν σε σημεία παραγωγής πολεμικού υλικού, στην Ελλάδα της δεκαετίας του ‘20 μετατρέπουμε τα πάντα σε τουρισμό, για να αποκτήσει περιεχόμενο και να πραγματωθεί κοινωνικά και οικονομικά η διαστημικών διαστάσεων οικονομική σαχλαμάρα, «η βαριά βιομηχανία μας».
Γι’ αυτό, τα καλύτερα επιστημονικά μυαλά της χώρας, οι άνθρωποι που κάθε φορά έλεγαν ό,τι τους έδινε με χαρτάκι η κυβέρνηση στα αποδυτήρια, νομιμοποιούν την εποχικότητα της πανδημίας. Είμαστε στην αναμονή να εμφανιστεί μια από αυτές τις μέρες ο Χατζηδάκης, φορώντας φόρμα που θα έχει πάνω τους σπόνσορες, σαν οδηγός F1, και θα κηρύξει την Πρωτομαγιά «γιορτή λήξης covid και έναρξης τουριστικής περιόδου», με λάβρους λόγους για την «οπισθοδρομική εργατική σημασία της ημέρας» και τους «τοξικούς εργαζόμενους που δεν θέλουν να χαρούνε».
Ας σκεφτούμε λίγο πώς φτάσαμε ως εδώ. Και με την πανδημία και με τη δραματική αλλαγή των μέσων παραγωγής, από τη βιομηχανική μονάδα σε κουτάλα του σεφ. Πριν από δύο χρόνια, όταν «νικούσαμε την πανδημία» για πρώτη φορά, ήταν μια μύχια ελπίδα να είναι πραγματικότητα αυτά που ακούγαμε, υπό το βάρος της κλεισούρας και του αστυνομικού ξύλου που στην Ελλάδα κόντεψε να συνταγογραφηθεί ως «αντι-covid θεραπεία». Μετά, τα σημάδια δείχνανε όλο και φανερότερα ότι πάμε για αγρανάπαυση τον χειμώνα και σέρβις-μπουφέ το καλοκαίρι, με τον Βασίλη τον Κικίλια να γίνεται ο πρώτος διαθεματικός υπουργός, με διαδοχή παρόμοια με τον τρόπο που ανεβοκατεβαίνουν κατηγορία στην Αγγλία η Φούλαμ με τη Νόριτς.
Η εξουσία λέει ψέματα. Διαχρονικά, καθ’ έξιν, αλλά τα τελευταία χρόνια λέει και εκνευριστικά ψέματα
Η εξουσία λέει ψέματα. Διαχρονικά, καθ’ έξιν, αλλά τα τελευταία χρόνια λέει και εκνευριστικά ψέματα. Είναι και αυτή μια εποχιακή δουλειά, κάθε φορά που τα πράγματα ζορίζουν, να διαστρεβλώνεται αυτό που ζεις μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, για να περάσει η γραμμή ότι «κάποιος άλλος φταίει» ή «φταις εσύ», ότι κάπου αλλού τα πράγματα είναι χειρότερα, ακριβότερα, καίγονται περισσότερο το καλοκαίρι, αγοράζουν ακριβότερα το ρεύμα. Οι χιλιάδες νεκροί της πανδημίας στην Ελλάδα δεν είναι χιλιάδες σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ και αν είναι χιλιάδες (που είναι), είναι λιγότεροι από αυτούς που έχει ανακοινώσει και ανακοινώνει κάθε μέρα ο ΕΟΔΥ, οπότε «είμαστε καλύτερα» από αλλού. Δηλαδή, ένας δημόσιος οργανισμός που έχει αποτύχει σχεδόν ολοκληρωτικά να παρέχει πρόσβαση στα στοιχεία αυτής της δίχρονης ιστορίας, λέει ότι «κάνει λάθος», χωρίς καν να εξηγεί γιατί δεν «κάνει το σωστό». Αυτό που σίγουρα κάνει, είναι μια καταπληκτική επικοινωνιακή χορηγία σε κάθε σενάριο των τελευταίων δύο ετών. Η σημειολογική σύγκριση, με δεδομένα χωρίς καμία δραστική ουσία, προσφέρεται ως ντεπόν για την κοινωνική ημικρανία των τελευταίων ετών.
Έτσι και σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, το μέτρο σύγκρισης είναι ο απέναντι. Από τον «καταλληλότερο» περάσαμε τροχάδην σε αυτόν που «πρέπει να φύγει». Ο ΓΑΠ δεν κατάλαβε πότε τον έφυγαν, ο Σαμαράς έφυγε για να έρθει ο Τσίπρας, ο Τσίπρας έφυγε για να έρθει ο Μητσοτάκης και να συνεχιστεί η αλυσίδα αναπαραγωγής του προβλήματος.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι εποχιακό, ούτε λύνεται με συγκρίσεις ενός παρελθόντος που μοιάζει καλύτερο, όπως μοιάζουν νοσταλγικές οι τηλεοπτικές σειρές με τα σέπια φίλτρα. Το πρόβλημα είναι εδώ για να μείνει. Και αν δεν το λύσει ο «λαϊκός παράγοντας», θα διαπερνάει τις εποχές και θα διογκώνεται.