Γιάννης Ανδρουλιδάκης
Οταν στις 21 Απριλίου 2002 το πρόσωπο του φασίστα Ζαν-Μαρί Λεπέν σχηματίστηκε ως αυτό του ενός από τους δύο υποψηφίους που προκρίθηκαν στον β΄ γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της γαλλικής κοινωνίας διαπεράστηκε από σοκ και ανατριχίλα. Το γαλλικό κεφάλαιο, τα ΜΜΕ, η ηττημένη γαλλική κεντροαριστερά το εργαλειοποίησαν για να «μαλώσουν» τον γαλλικό λαό: Αυτός θα έπρεπε πλέον να πάψει να γκρινιάζει και να διαμαρτύρεται συνέχεια ή να φτάνει να ψηφίζει ακόμα και τροτσκιστές (11% σε εκείνες τις εκλογές), γιατί αυτή η δυσθυμία του απέναντι στο σύστημα κατέληγε να ενισχύει τον φασισμό.
Ο εκβιασμός δεν υπήρξε αποτυχημένος. Ο δεξιός Σιράκ εξελέγη τότε με το τεράστιο 82%. Πέντε χρόνια αργότερα, η ανάγκη διάσωσης του συστήματος από τον φασισμό έφερε στην επιφάνεια τον ακροδεξιό Σαρκοζί, προκειμένου να προστατεύσει τη χώρα από την… ακροδεξιά. Μέχρι που το 2017 η ίδια αυτή «ανάγκη» έφερε στην εξουσία έναν ουρανοκατέβατο άνθρωπο των τραπεζών, ο οποίος είχε κατασκευαστεί πολιτικά από το πουθενά μέσα σε δύο χρόνια.
Ωστόσο, οι συνέπειες αυτού του εκβιασμού είχαν και μια άλλη αναμενόμενη παράμετρο. Όσο οι πολιτικές που τροφοδότησαν τον φασισμό συνεχίζονταν και οξύνονταν, αυτοπροτεινόμενες ως η μόνη λύση απέναντί του, τόσο ο φασισμός δυνάμωνε. Και τόσο μειώνονταν οι Γάλλοι, κυρίως εργαζόμενοι/ες και νέοι/ες, που ήταν διατεθειμένοι/ες να στηρίξουν το σύστημα απέναντι σε οτιδήποτε. Το 18% του Λεπέν το 2002 μετατράπηκε σε 34% για την κόρη του το 2017 και θα προσεγγίσει το 45% αυτή την Κυριακή.
Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών ενταφιάζει οριστικά το δίλημμα «με το σύστημα ή με τον φασισμό». Πρώτον, γιατί ένα αρκετά μεγάλο μέρος του κεφαλαίου αρχίζει ανοιχτά να φλερτάρει με τον φασισμό. Ο φασίστας διανοούμενος Ερίκ Ζεμούρ χρωστά το 7% που συγκέντρωσε όχι στη λούμπεν και αγροτική ψήφο που στηρίζει τη Λεπέν, αλλά στις πιο αστικές και καλές περιοχές των μεγάλων πόλεων. Ένα μέρος της αστικής τάξης βαρέθηκε να παίζει το αντιφασιστικό παιχνίδι και ζητά ρητά ένα κράτος ακόμα πιο αυταρχικό από αυτό του Μακρόν. Από την άλλη, η Αριστερά οφείλει την άνοδό της στην ταπείνωση των Σοσιαλιστών και του ΚΚ από τον Μελανσόν, ο οποίος χωρίς να παρουσιάσει κανένα πολύ ριζοσπαστικό πρόγραμμα, απέφυγε ευφυώς να επικαλεστεί οποιαδήποτε συγγένεια με τον κυρίαρχο ρεπουμπλικανισμό. Το στρεβλό δίπολο, που μονοπώλησε την πολιτική συζήτηση επί 20 χρόνια σπάει πλέον εκ των πραγμάτων σε πολλά διαφορετικά κομμάτια.
Θα ήταν ψέμα να πούμε ότι η εργατική τάξη μπαίνει σε αυτή τη νέα κατάσταση από θέση ισχύος. Τα γαλλικά συνδικάτα, ωστόσο, παραμένουν τα πιο ριζοσπαστικά στην Ευρώπη.