Γιώργος Μουρμούρης
∆έκα μήνες κοροϊδία
«Οι ανατιμήσεις είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο πολύ μεγάλο, διότι μετά την πανδημία έχουμε τεράστια αύξηση στα ναύλα. […] Ως Ελλάδα δεν μπορούμε να εξαιρεθούμε των ανατιμήσεων που γίνονται στον πλανήτη. Δεν είναι θέμα κυβερνητικής απόφασης. Είναι πιθανό ενδεχόμενο να υπάρχουν πληθωριστικές πιέσεις σε όλη την ευρωζώνη». Δέκα ολόκληροι μήνες έχουν συμπληρωθεί από όταν ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνις Γεωργιάδης κήρυττε στις 7 Ιουνίου 2021 τη στάση «Πόντιου Πιλάτου» που θα ακολουθούσε έκτοτε και έως σήμερα η κυβέρνηση στο ζήτημα της ακρίβειας. Τότε, στον απόηχο του ατελείωτου δεύτερου lockdown και με την αφελή αισιοδοξία ότι ο εμβολιασμός θα σήμαινε το τέλος της πανδημίας, το κύμα ακρίβειας που είχε ήδη εμφανιστεί περνούσε «στα ψιλά» της επικαιρότητας.
Τρεις μήνες αργότερα, στη ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ερωτηθείς αν υπάρχει ευρύτερος σχεδιασμός για την ακρίβεια, έκανε ξανά λόγο για «ένα παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο είναι ως επί το πλείστον εισαγόμενο και είναι ένα πρόβλημα το οποίο το αντιμετωπίζουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες». Παρουσίαζε μάλιστα ως… success story τον πληθωρισμό 1,9% που καταγραφόταν στην Ελλάδα, έναντι 3% στην Ευρωζώνη εκείνη την περίοδο, ενώ επέμεινε ότι πρόκειται για παροδικό φαινόμενο.
Στο ίδιο μοτίβο, με έναν συνδυασμό αναμονής, κυνισμού και επιδομάτων-«ασπιρινών» πέρασαν οι επόμενοι μήνες. Στο μεταξύ, ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, δίνοντας νέα ώθηση στις ανατιμήσεις αλλά και παρέχοντας στην κυβέρνηση ένα προπαγανδιστικό επιχείρημα για να καλύψει την αδράνειά της: Στο εξής, θα απέδιδε συλλήβδην τις αυξήσεις στον πόλεμο. Σήμερα, έναν και πλέον μήνα μετά την ανακοίνωση των «μέτρων στήριξης» από τον Κυριάκο Μητσοτάκη στις 16 Μαρτίου, η περίφημη «κάρτα καυσίμων» –με την επιδότηση των 13 ευρώ των μήνα– παραμένει ανενεργή, ενώ οι εγχώριοι «ολιγάρχες» της ενέργειας συνεχίζουν να θησαυρίζουν από τις αυξήσεις στο ρεύμα.
Το πρώτο Πάσχα μετά από δύο χρόνια πανδημίας για τους κατοίκους της Ελλάδας θα μείνει στην ιστορία ως το Πάσχα της ακρίβειας. Οι επιπτώσεις σχεδόν δώδεκα μηνών συνεχόμενων ανατιμήσεων σε βασικά διατροφικά αγαθά, στην ενέργεια, σε καταναλωτικά προϊόντα και υπηρεσίες, με τους μισθούς παράλληλα καθηλωμένους και τον τσουχτερό ΦΠΑ να «φουσκώνει» τα κρατικά ταμεία, αποκαλύπτονται σε όλη τους την έκταση αυτές τις μέρες, που συνδυάζουν μετακίνηση και διατροφή.
Όσον αφορά τα τρόφιμα, οι ανατιμήσεις δεν περιορίζονται στον περίφημο «οβελία», στον οποίον συνηθίζουν να εστιάζουν τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ, προσδίδοντας μία εσάνς γραφικότητας στο εξαιρετικά σοβαρό για τα λαϊκά νοικοκυριά ζήτημα της ακρίβειας. Αντιθέτως, «αγκαλιάζουν» σχεδόν όλα τα είδη διατροφής, από το κρέας μέχρι τα λαχανικά. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), οι ανατιμήσεις στο φετινό πασχαλινό τραπέζι κινούνται στο επίπεδο του πληθωρισμού, αγγίζουν δηλαδή το +9%. Όπως αναφέρει η έκθεση του ΙΕΛΚΑ, «πρωταθλητής» των ανατιμήσεων αναδεικνύεται το… μαρούλι, λόγω των «πολύ δυσμενών καιρικών συνθηκών», ενώ σε υψηλά επίπεδα βρίσκεται και η τιμή στο αλεύρι. Ακολουθούν το βούτυρο, η μουστάρδα και το φύλλο κρούστας. Μικρή μείωση καταγράφουν το γιαούρτι, οι μπύρες και τα αναψυκτικά.
Συγκεκριμένα, ένα τεμάχιο μαρούλι κοστίζει 0.94 ευρώ από 0.53 πέρσι, αύξηση δηλαδή 77%. Πιο ακριβό κατά 60% είναι το αλεύρι για όλες τις χρήσεις, με το ένα κιλό να πωλείται προς 1.15 ευρώ έναντι 0.72 ευρώ πέρσι. Στο 28% ανέρχεται η αύξηση στην τιμή της μουστάρδας, 20% ακριβότερο είναι μισό κιλό βούτυρο, 17% παραπάνω κοστίζει ένα κιλό φέτα βαρέλι, ενώ 15% περισσότερο κοστίζει ένα κιλό ντομάτες.
Δυστυχώς, το επόμενο διάστημα η κατάσταση όσον αφορά το κόστος των τροφίμων αναμένεται να επιδεινωθεί, καθώς το διαβόητο «αόρατο χέρι» της αγοράς κάνει πάλι το «θαύμα» του: Εκμεταλλευόμενο την έλλειψη που αναμένεται να υπάρξει σε πολλές κατηγορίες προϊόντων λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, το κεφάλαιο εκτινάσσει τις τιμές όχι μόνο λόγω της σε «πραγματικό χρόνο» μείωσης της προσφοράς, αλλά και λόγω της εκτίμησης για μείωσή της το επόμενο διάστημα. Από κοντά η κυβέρνηση, βλέπει τα κρατικά έσοδα να αυξάνονται λόγω του αμετάβλητου ΦΠΑ στα τρόφιμα, ενώ οι όποιες συζητήσεις για μείωση του επαχθούς φόρου μετατίθενται από μήνα σε μήνα.
Ακόμα πιο «μαύρη» είναι η εικόνα στις μετακινήσεις. Με τη μέση τιμή της απλής αμόλυβδης βενζίνης 95 οκτανίων να παραμένει σταθερά πάνω από τα 2 ευρώ/λίτρο (2.064€ στις 19/04, σύμφωνα με το e-katanalotis.gov) και τη διαβόητη κάρτα επιδότησης καυσίμων να… αγνοείται, η μετακίνηση με το ΙΧ αποτελεί «πολυτέλεια», ειδικά όταν πρόκειται για μεγάλες αποστάσεις. Και δεν είναι μόνο η τιμή της βενζίνης: Από την 1η Ιανουαρίου τα ήδη πανάκριβα διόδια αυξήθηκαν κι άλλο.
Μπορεί σε απόλυτο αριθμό τα ποσά να μοιάζουν μικρά (αύξηση 70 λεπτά του ευρώ στη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 80 λεπτά στη διαδρομή Αθήνα-Ιωάννινα, 35 λεπτά στη διαδρομή Αθήνα-Τρίκαλα), όμως οι νέες αυξήσεις προστέθηκαν στα ήδη εξωφρενικά τέλη διοδίων. Έτσι, το κόστος μόνο για τα διόδια των αυτοκινητοδρόμων για ένα τετράτροχο ΙΧ που εκκινεί από Αθήνα ανέρχεται για Θεσσαλονίκη στα 31.45 ευρώ, για Καλαμάτα στα 13.95 ευρώ, για Πάτρα στα 11,80 ευρώ, για Ιωάννινα στα 38.25 ευρώ και για Ηγουμενίτσα στα 40,35 ευρώ!
Όσοι προσπαθήσουν να μετακινηθούν προς τα νησιά, θα βρεθούν αντιμέτωποι με αυξήσεις άνω του 10%. Όπως μετέδιδε στις 22 Μαρτίου το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, το ατομικό εισιτήριο οικονομικής θέσης έχει αυξηθεί στο δρομολόγιο Πειραιάς-Πάρος από τα 38,50 ευρώ στα 42,50 ευρώ, στο Πειραιάς-Μύκονος από τα 40 στα 44 ευρώ, στο Πειραιάς-Σύρος από τα 35 ευρώ στα 38,50 ευρώ, στο δρομολόγιο Πειραιάς-
Πάτμος από τα 43 ευρώ στα 47,50 ευρώ. Μάλιστα, η προωθούμενη «πράσινη μετάβαση» στον τομέα της ακτοπλοΐας, εξαιρετικά αναγκαία από κοινωνική και περιβαλλοντική σκοπιά αλλά ανέφικτη ή εξοντωτικά ακριβή στο πλαίσιο του καπιταλισμού, αναμένεται σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ να οδηγήσει σε αυξήσεις εισιτηρίων κατά περίπου 30% ως το 2026!
Δεκάδες χιλιάδες εργατικές οικογένειες θα παραμείνουν για τρίτη χρονιά στα αστικά κέντρα
Υπό το αβάσταχτο βάρος της ακρίβειας, δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και εργατικές οικογένειες δηλώνουν ότι θα παραμείνουν και φέτος, για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, στα μεγάλα αστικά κέντρα. Σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, μόλις ένας στους τέσσερις θα μετακινηθεί προς κάποιον εγχώριο προορισμό φέτος, έναντι 58% παλαιότερα, λόγω της οικονομικής πίεσης και του κόστους των μεταφορών. Εάν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις του ΙΕΛΚΑ, θα πρόκειται για μια de facto απαγόρευση στους φτωχούς να φύγουν από τις μεγαλουπόλεις, να μετακινηθούν στους τόπους καταγωγής ή απλώς σε τουριστικούς προορισμούς, να ταξιδέψουν, να διασκεδάσουν, να συναντήσουν γνωστούς και φίλους.
Κατά κάποιο τρόπο, ενδεχόμενη νέα αναγκαστική καθήλωση στα αστικά κέντρα για οικονομικούς λόγους θα αποτελεί συνέχεια του καταναγκαστικού εγκλεισμού την ίδια περίοδο τα τελευταία δύο χρόνια των lockdown, της απαγόρευσης μετακινήσεων εκτός νομού, των τσουχτερών προστίμων, των αυτόκλητων «σερίφηδων» των τηλεοπτικών σταθμών που καραδοκούσαν στους σταθμούς των διοδίων και ήλεγχαν όσους επιχειρούσαν να φύγουν από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη -που είχαν μετατραπεί σε τεράστιες φυλακές- αν διαθέτουν τα κατάλληλα έγγραφα.
Στον αντίποδα, όπως την περίοδο των lockdown η «καλή κοινωνία» της Αθήνας ταξίδευε στο Ντουμπάι ή ονειρευόταν το Μπάντεν-Μπάντεν όταν οι φτωχοί της πόλης βρίσκονταν αντιμέτωποι με απαγορεύσεις και πρόστιμα στους λιγοστούς ελεύθερους χώρους της πόλης, όπως όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός πήγαινε εκδρομή στην άδεια από κόσμο Πάρνηθα, έτσι και έναν χρόνο μετά η διαχείριση των νέων κρίσεων που προέκυψαν στο ενδιάμεσο επιχειρείται να γίνει με μέσο μια ιδιότυπη «απαγόρευση μετακίνησης» των φτωχών για λόγους διάφορους της εργασίας.
Αυτή τη φορά όχι de jure, αλλά de facto: Από το «αόρατο χέρι της αγοράς»
Η φτώχεια δεν είναι νομοτέλεια: να «δώσουμε τρόπο» στην οργή
Η αίσθηση αδυναμίας που διαμορφώνει σε εργαζόμενους και λαϊκά στρώματα η παραζάλη των αλλεπάλληλων κρίσεων του συστήματος, από την οικονομία στην υγεία και από την υγεία στον πόλεμοκαι πάλι πίσω στην οικονομία, έχει αρχίσει να εμφανίζει τις πρώτες «ρηγματώσεις». Φάνηκε από τη μεγάλη συμμετοχή στην απεργία της 6ης Απρίλη, από την αποδοχή που γνωρίζουν παρεμβάσεις ενάντια στην ακρίβεια και τη φτώχεια, από το διάχυτο κλίμα δυσαρέσκειας που είναι ευδιάκριτο, αν μη τι άλλο, στις λαϊκές γειτονιές των μεγάλων πόλεων. Ο κυβερνητικός κυνισμός τροφοδοτεί διαρκώς την οργή που σιγοκαίει.
Όπως σημείωνε σε ανακοίνωσή του το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, με αφορμή τα κουτσουρεμένα μέτρα στήριξης που ανακοινώθηκαν στις16 Μαρτίου, «η κυβέρνηση ρυθμίζει την οικονομία με μόνιμη αναδιανομή του πλούτου υπέρ των οικονομικά ισχυρών. Αντί να επιβάλει έλεγχο στις τιμές και πλαφόν στις αυξήσεις, θεσμοθετεί και κατοχυρώνει το εφεύρημα των επιδομάτων. Εξαγγέλλει μικρά επιδόματα για την ακραία φτώχεια και μεγάλες επιδοτήσεις για τις επιχειρήσεις. Με το δημόσιο χρήμα και τα δανεικά του ταμείου ανάκαμψης, που θα διπλοπληρωθεί από τον λαό ως δημόσιο χρέος, στην πραγματικότητα με τα μέτρα χρηματοδοτούνται οι επιχειρήσεις ενέργειας, οι πολυεθνικές των καυσίμων και όλο το κύκλωμα της οικονομικήςολιγαρχίας». Πολλά όμως ακόμη και από αυτά τα μέτρα, που «αποτελούν μέτρα στήριξης όχι του λαού αλλά του συστήματος, διαιώνισης της ακρίβειας, υποστήριξης των ολιγαρχών», όπως σημείωνε το ΝΑΡ, ακόμα παραμένουν «στο συρτάρι». Σε πλήρη αντίθεση με την κυβερνητική σπουδή να ικανοποιηθεί κάθε επιχειρηματική απαίτηση, όταν πρόκειται για επενδύσεις, και την ευκολία με την οποία εκταμιεύονται πακτωλοί χρημάτων για να στηριχτούν επιχειρηματικοί κολοσσοί και να στηθούν πολιτικές συμμαχίες με τμήμα των μεσαίων στρωμάτων.
Για να δοθεί «τρόπος στην οργή», όπως προέτρεπε ένα παλιό σύνθημα της περιόδου του 2010-2012, για να βρει δρόμο έκφρασης και να γίνει επικίνδυνη η διάχυτη αγανάκτηση, απαιτείται ένα πλαίσιο πάλης που να διεκδικεί να περάσουν σε δημόσια ιδιοκτησία όλες οι επιχειρήσεις παραγωγής ενέργειας και να τεθούν σε λειτουργία με εργατικό-
κοινωνικό έλεγχο για τις λαϊκές ανάγκες. Να επιβληθεί πλαφόν στις τιμές και να χτυπηθούν τα κυκλώματα των μεσαζόντων, ώστε ρεύμα, ενέργεια, καύσιμα και τρόφιμα να είναι προσβάσιμα από όλους και όλες. Να αυξηθούν οι μισθοί και οι συντάξεις, να επανέλθουν 13η και 14η σύνταξη και τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, όπου καταργήθηκαν. Και ακόμα, να δοθούν γενναία επιδόματα σε όλους τους ανέργους, ώστε να μην είναι κανείς κάτω από το όριο φτώχειας.