του Βασίλη Τζώτζη
Είναι κοινή παραδοχή όσων προσπαθούν να ερμηνεύσουν την τοποθέτηση του ΚΚΕ για τα πράγματα η παράδοξη εμμονή του σε συνδικαλιστικού τύπου οικονομικά αιτήματα από τη μία και η στάση αναχώρησης στο υπερπέραν της λαϊκής εξουσίας από την άλλη. Η στάση αυτή έχει προκαλέσει διάφορες και αποκλίνουσες ερμηνείες, έχει φτάσει, μάλιστα, να ονομαστεί έως και «αριστερίστικη»! Στο κείμενο που ακολουθεί θα γίνει μια προσπάθεια να αναζητηθούν οι βαθύτερες αιτίες και οι ιδεολογικές επιλογές της ηγεσίας του ΚΚΕ, ώστε να εξαχθούν αξιοποιήσιμα συμπεράσματα για τους αγώνες που έχουμε μπροστά μας. Αγώνες στους οποίους η ζωή θα μας φέρει εκ των πραγμάτων πλάι πλάι με τα μέλη και τους φίλους του ΚΚΕ. Η στάση/γραμμή του ΚΚΕ εκφράζει τα αντικειμενικά συμφέροντα φτωχών λαϊκών στρωμάτων, τμημάτων του λαού που υποφέρουν από τη σημερινή πραγματικότητα, αλλά η αντικειμενική κοινωνική τους θέση τα οδηγεί σε αποφυγή της ανοιχτής και παρατεταμένης σύγκρουσης με την αστική στρατηγική και κρατική πολιτική. Είναι λαϊκά στρώματα (εργαζόμενοι και μικροϊδιοκτήτες) που ακόμη «τα καταφέρνουν» ή πιστεύουν πως θα τα καταφέρουν, λόγω της μικρής τους ιδιοκτησίας ή της σταθερής (σχετικά) υπαλληλικής τους σχέσης. Έτσι οδηγούνται στην ανοιχτή διαμαρτυρία απέναντι στην εφαρμοζόμενη πολιτική, αλλά δεν διαλέγουν την πολιτικοποίηση και το βάθεμα της σύγκρουσης. Προτιμούν έναν αγώνα χαμηλής έντασης (ως μοχλό πίεσης), μια σταθερή συσπείρωση (κοινοβουλευτικού βασικά τύπου ψήφος – κουπόνι – Ριζοσπάστης) γύρω από το ΚΚΕ, προσεγγίζοντας την επανάσταση/ρήξη σαν μια όμορφη μουσική ενός μακρινού μέλλοντος, το οποίο δεν περνάει μέσα από συγκεκριμένα/επιτακτικά καθήκοντα σήμερα.
Η ηγεσία του ΚΚΕ ενοποιεί αυτές τις επιλογές με την απόσπαση της οικονομικής πάλης από τα μεταβατικά αιτήματα. Αποφεύγει (χαρακτηριστικά) κάθε μετωπική πολιτική συμπόρευσης όσων δυνάμεων κινούνται σε αντιΕΕ κατεύθυνση, μια επιλογή που υπό όρους θα μπορούσε να οξύνει την ταξική πάλη. Αυτές οι πρακτικές απέχουν παρασάγγας από τα βασικά και αντικειμενικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, όπως αυτή είναι το 2015. Με τις εσωτερικές της διαφοροποιήσεις, τη μαζική ανεργία, τη γενική ανώτερη μόρφωση, τις νέες εργασιακές σχέσεις/επισφάλεια ως προς την παραγωγή αλλά και την ιδεολογική αναπαραγωγή.
Μοναχά έτσι μπορεί να ερμηνευτεί η προσέγγιση της επανάστασης από το ΚΚΕ με τις σχηματοποιήσεις της ομόσπονδης δράσης της λαϊκής συμμαχίας και της αναχωρητικότητας στη μελλοντική λαϊκή εξουσία. Η επανάσταση μετατρέπεται σε μια (μεταφυσική) εξωγενή λειτουργία/ιδιότητα της κοινωνίας, η οποία προκύπτει έξω από την ιστορική δράση του υποκειμένου, έξω από την ανάπτυξη/κορύφωση όλων των αντιθέσεών της. Η φαινομενική «συσσώρευση όρων» εξυπηρετεί και μια άλλη σκοπιμότητα. Μετατρέπει τη διαδικασία μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό (πρώιμο κομμουνισμό) σε μια ανώδυνη επαναστατική στιγμή, σε ένα στιγμιότυπο που το προσωπικό κόστος και οι κοινωνικές θυσίες φαντάζουν μηδαμινές και απόμακρες, τόσο που μπορεί κανείς να στηρίζει σήμερα το ΚΚΕ ως επιλογή σταθερότητας. Για να το πούμε σχηματικά αντιλαμβάνεται την επανάσταση αντιπαραθετικά στη μεταβατική διαδικασία.
Η παραπάνω κριτική απορρέει από την αντικειμενική δράση του ΚΚΕ. Δεν υποβαθμίζει τις προθέσεις των μελών και στελεχών του, τα οποία καταβάλουν καθημερινό κόστος και θυσίες «λιώνοντας πραγματικά σόλες» για το κόμμα. Αλλά δεν μπορεί η σημερινή ηγεσία να κρύπτεται πίσω από τις ηρωικές παραδόσεις του ιστορικού ΚΚ της χώρας, ούτε πίσω από τις θυσίες των μελών του. Όποιος έχει την ελάχιστη εμπειρία από τη δομή και τον τρόπο λειτουργίας του κόμματος νέου τύπου γνωρίζει πως καρδιά και εγκέφαλος της δράσης του είναι το ενιαίο καθοδηγητικό του κέντρο.
Θα χρειαστεί ιδιαίτερη (επίπονη και επίμονη) μελέτη ώστε να καταλήξουμε σε οριστικά συμπεράσματα στο γιατί και για ποιους ιστορικούς λόγους το ΚΚΕ πήρε τη σημερινή του φυσιογνωμία. Το κρίσιμο ζήτημα είναι αν η δράση της Επαναστατικής Αριστεράς καλύπτει αυτό το κενό ή αν η ελληνική κοινωνία βαδίζει στα τυφλά.
Μόνο ως παρατηρήσεις για προβληματισμό αναφέρω την κοινοβουλευτική παρουσία σε μια μακρά ομαλή περίοδο (Μεταπολίτευση), τον ενοχικό και χοντροκομμένο τρόπο με τον οποίο υιοθετεί συμπεράσματα από άλλα ιστορικά ρεύματα του κομμουνιστικού κινήματος (π.χ. τροτσκισμός) και κυρίως τα ιδεολογικά συμπεράσματα/αποκρυσταλλώσεις που εξάγει από τις ανατροπές του 1989-1991 και από τον τρόπο με το οποίο «εγγράφει» την ήττα.
Πολλές φορές παρατηρούμε και αναφερόμαστε στο ρήγμα που άνοιξε μετά την καπιταλιστική κρίση και τους μεγάλους αγώνες που ζήσαμε. Η ιστορική ευκαιρία δεν αφορά μόνο το ζήτημα της αντεπίθεσης του κινήματος ή αυτό του μετώπου, αφορά και το ζήτημα του κομμουνιστικού φορέα της εποχής μας. Σε ιστορικά ανάλογο βαθμό θα αποκρυσταλλωθεί η πρόοδος σε κάθε διαφορετικό πεδίο του τριπτύχου κίνημα – μέτωπο – κόμμα, με το ζήτημα της ταχύτητας, του ρυθμού, να αποκτά αποφασιστικό χαρακτήρα καθώς δεν υπάρχει χώρος για επανάπαυση και εφησυχασμό.