Ηλέκτρα Γεωργίου
Ενημέρωση: Άνετη επικράτηση και αυτοδυναμία των Σοσιαλιστών του Κόστα με δεξιόστροφη όμως συνολική στροφή. Μεγάλες οι ευθύνες Μπλόκου και ΚΚ για την άνοδο της ακροδεξιάς
Οι πρόωρες εκλογές της Κυριακής εξελίχτηκαν σε µία πολιτική µονοµαχία ανάµεσα στους κυβερνώντες Σοσιαλιστές του Αντόνιο Κόστα και στο βασικό κόµµα της Δεξιάς, το Σοσιαλδηµοκρατικό, που αναζητούν τους κοµπάρσους τους στα µικρότερα κόµµατα, έχοντας καταφέρει να επιβάλλουν πλήρως την ατζέντα τους κατά την προεκλογική περίοδο. Οι σοσιαλιστές κατάφεραν να κερδίσουν την τρίτη συνεχόμενη νίκη σε εθνικές εκλογές εξασφαλίζοντας μια αναπάντεχη πλειοψηφία 117 εδρών σε ένα κοινοβούλιο 230 μελών. (Το κείμενο γράφτηκε πριν γίνουν γνωστά τα τελικά αποτελέσματα)
Η εκστρατεία για τις πρόωρες εκλογές έφτασε στο τέλος της με τις περισσότερες δημοσκοπήσεις να δίνουν πρωτιά στο Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) έναντι του βασικού κόμματος της Δεξιάς, του Σοσιαλδημοκρατικού (PSD). (σ.σ όχι τόσο άνετη ωστόσο όπως αυτή που τελικά διαμορφώθηκε). H αλήθεια είναι ότι συνολικά η Δεξιά, η οποία εκπροσωπείται από τέσσερα κόμματα (το PSD, τη Φιλελελεύθερη Πρωτοβουλία, το φθίνον Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και το ανερχόμενο ακροδεξιό Σέγκα),έχει ισχυροποιηθεί σε σχέση με το 2019. Ειδικά το PSD, έχοντας σημειώσει και ορισμένες απρόσμενες επιτυχίες στις δημοτικές εκλογές (με βασικότερη την εκλογή δημάρχου στη Λισαβόνα), ανασυγκρότησε τις δυνάμεις του αλλά δεν φαίνεται ότι μπορεί εύκολα να σχηματίσει κυβέρνηση.
Το Μπλόκο της Αριστεράς διαγκωνίζεται με το Σέγκα για την τρίτη θέση. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, το Μπλόκο είναι πιθανό να χάσει 2-3 ποσοστιαίες μονάδες και 7 έδρες σε σχέση με το 2019 (19 έδρες, με 9,52%). Πτωτική τάση μίας μονάδας προβλέπεται και για την εκλογική συμμαχία του ΚΚ, το οποίο είχε όμως σημειώσει αισθητή πτώση και το 2019 (12 έδρες, με 6,33%), χάνοντας 5 έδρες.
Η καμπάνια επικεντρώθηκε σε ολιγάριθμα θέματα, γύρω από τα οποία αρθρώθηκαν τα προγράμματα των κομμάτων και οι πάνω από 30 τηλεοπτικές αναμετρήσεις μεταξύ των αρχηγών. Αυτά, κατά βάση, ήταν: Η «κυβερνησιμότητα», οι μισθοί, η μείωση της φορολογίας, το σύστημα υγείας και οι κοινωνικές δαπάνες. Από την προεκλογική συζήτηση απουσίασαν αναφορές στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ και τις διεθνείς συγκρούσεις, όπως και άμεσες αναφορές σε πιο ιδεολογικά ή ταυτοτικά ζητήματα για τη χώρα.
Το κυβερνόν Σοσιαλιστικό Κόμμα επιμένει στη σημασία της απόλυτης πλειοψηφίας για τη διασφάλιση κυβερνητικής σταθερότητας και κοινωνικής ειρήνης για να αξιοποιήσει το «ευρωπαϊκό μπαζούκας», με τον πρωθυπουργό, Αντόνιο Κόστα, να ισχυρίζεται ότι, σε περίπτωση σχετικής πλειοψηφίας θα κυβερνήσει «διάταγμα το διάταγμα», συμμαχώντας με τους κάθε φορά «πρόθυμους». Ο βασικός του αντίπαλος δείχνει αμηχανία στο ερώτημα της επόμενης μέρας αλλά αρνείται προς στιγμή τη συμμαχία με την ακροδεξιά, την οποία βέβαια ήδη υλοποίησε στην περίπτωση της περιφερειακής κυβέρνησης των Αζορών (μέχρι να άρει την υποστήριξή του το Σέγκα).
Κεντρικό ζήτημα για την ατζέντα των κομμάτων της Δεξιάς είναι η μείωση των φόρων. Στο όνομα της αύξησης των επενδύσεων και της διοικητικής απλούστευσης, κλείνουν το μάτι στους διάφορους ενδιαφερόμενους, υποσχόμενοι να προχωρήσει η ήδη δρομολογημένη μετατροπή της Πορτογαλίας σε «offshore», δηλαδή έναν παράδεισο φορολογικής ασυλίας για το διεθνές κεφάλαιο — όπως και χώρα της χρυσής βίζας, των ψηφιακών νομάδων και των κατασκευαστικών. Χωρίς προσχήματα δε, ζητάνε μείωση των κοινωνικών επιδομάτων για «να μην επιδοτείται η οκνηρία», ιδιωτικοποιήσεις όλων των επιχειρήσεων όπου υπάρχει ακόμα δημόσιος έλεγχος, συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα υγείας και ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης.
Το θέμα της αύξησης των μισθών κυριάρχησε στην καμπάνια του Μπλόκου και του ΚΚ, όπως και στη συζήτηση της ψήφισης του προϋπολογισμού του 2022 —
μετά την οποία προκηρύχθηκαν οι εκλογές. Από τις αρχές του έτους, ο κατώτατος μισθός είναι 701 ευρώ μεικτά, σε μια χώρα που «τα δύο τρίτα ενός σπιτιού κοστίζουν 650 ευρώ». Το PS υπόσχεται σε περίπτωση νέας θητείας άνοδο του βασικού μισθού στα 900 ευρώ, ως το 2026. Το PSD δεν δεσμεύεται για καμία αύξηση, επαναλαμβάνοντας μονότονα το παραμύθι της σύνδεσης των μισθών με την παραγωγικότητα και τις επενδύσεις.
Η Αριστερά προσπαθεί να πείσει ότι η κοινοβουλευτική της ενίσχυση μπορεί να εγγυηθεί σταδιακή αύξηση των μισθών και άλλα μέτρα εργατικής προστασίας. Το ΚΚ καταψήφισε τον προϋπολογισμό του ’22, επιμένοντας σε αύξηση του βασικού στα 850 ευρώ, ενώ ζητάει και κατάργηση των μνημονιακών εργασιακών νόμων. Το Μπλόκο επιδιώκει τη δέσμευση των κομμάτων για τους μισθούς και ρυθμίσεις ενάντια στην επισφάλεια. Στο πλαίσιο της μετατόπισης του πολιτικού κλίματος προς τα δεξιά και της απουσίας κινηματικών αγώνων, οι Σοσιαλιστές προβάλλουν αριθμούς που, όπως λένε, επιβεβαιώνουν το αφήγημα της ομαλής εξόδου από την κρίση κατά την πενταετή κυβερνητική θητεία του Κόστα: Προβάλλει την αύξηση του βασικού μισθού κατά 200 ευρώ από το 2015, αποκρύπτοντας την τεράστια αύξηση του κόστους ζωής την ίδια περίοδο, με βασικότερη αυτή του κόστους κατοικίας, που οδήγησε σε εκατοντάδες εξώσεις, κατεδαφίσεις ολόκληρων οικισμών και εκτοπισμό χιλιάδων φτωχών. Μιλάει για την ενίσχυση του συστήματος υγείας με 29.000 επαγγελματίες από το 2015, αποκρύπτοντας ότι αθροίζει και τις ολιγόμηνες συμβάσεις και συγκαλύπτοντας τη διαρκή υποβάθμιση του ΕΣΥ, που οδήγησε σε δεκάδες παραιτήσεις υγειονομικών μες στην πανδημία — ενώ πριμοδοτεί ανοιχτά την ιδιωτική υγεία. Μιλάει για τη διατήρηση της εργατικής προστασίας, ενώ αρνήθηκε να αναθεωρήσει την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και ενίσχυσε όλες τις διαρθρωτικές αλλαγές στην εργασία. Το PS έχει, έτσι, επιτυχημένα περιχαρακώσει όλη τη συζήτηση στις εφικτές δημοσιονομικά λύσεις, στην υπόσχεση ενός ελάχιστου επιπέδου κοινωνικής προστασίας, στη σταδιακή βελτίωση των εισοδημάτων, την «εξυγίανση» των εναπομεινασών δημόσιων επιχειρήσεων, στις συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα.
Από την άλλη, ο «πολιτικός ρεαλισμός» και η κοινοβουλευτική συνεργασία του Μπλόκου και του ΚΚ στο πλαίσιο της «μεταμνημονιακής διαχείρισης», μαζί με την πολιτική κηδεμονία των συνδικαλιστικών αγώνων από το ΚΚ, έχουν φέρει τώρα τα δυο κόμματα της Αριστεράς στη θέση του απολογούμενου για την ανατροπή της πολιτικής σταθερότητας. Ακόμα χειρότερα, τα δυο κόμματα ενσωματώνουν στον προεκλογικό τους λόγο μεγάλο μέρος της αφήγησης των Σοσιαλιστών για τις μεταρρυθμίσεις και την ανάπτυξη, αντιδικώντας μεταξύ τους για την «πατέντα» νόμων και διατάξεων και επιμένοντας ότι έχει νόημα να συνεχίσουν στον ίδιο δρόμο.