Παύλος Μουρουζίδης
Με το ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα της θρησκείας καταπιάνεται το βιβλίο του Γιώργου Ρούση Χριστιανισμός Μαρξισμός Βίοι παράλληλοι, που εκδόθηκε το 2021 από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε μια κοινή επαναστατική αφετηρία του χριστιανικού και κομμουνιστικού οράματος και στην εκτροπή τους σε γραφειοκρατικούς και εξουσιαστικούς μηχανισμούς.
ΤΣΙΤΑΤΟ:
Εφόσον υπάρχουν εξωτερικές ομοιότητες κι αναλογίες των οραμάτων στις μορφές συγκρότησης, μαρξισμός και χριστιανισμός έχουν άραγε ίδια προέλευση, ίδια «φύση»;
Το ζήτημα της θρησκείας είναι το πρώτο ζήτημα με το οποίο αναμετριέται κάθε νέος όταν αρχίζει να ανιχνεύει τα πως και τα γιατί του κόσμου που τον περιβάλλει. Μαζί με ζητήματα «τάξης και ηθικής» που εισβάλλουν στον προεφηβικό ακόμα κόσμο ενός παιδιού, πρόκειται για ζητήματα με τα οποία, καλείται να αναμετρηθεί ο καθένας, παιδιόθεν.
Από την εγχώρια μαρξιστική παραγωγή, μετά τη μονογραφία του Ευτύχη Μπιτσάκη Από την πυρά στον άμβωνα (εκδόσεις Τόπος), ο Γιώργος Ρούσης επανέρχεται αυτή τη φορά με ένα νέο τίτλο Χριστιανισμός, Μαρξισμός, Βίοι παράλληλοι, από τις εκδόσεις Γκοβόστη.
Η ρομαντική προέλευση της αιρετικής κριτικής μάλλον αιφνιδιάζει. Από την εισαγωγή ακόμη (σελ.14), ο συγγραφέας μας ενημερώνει για τους στόχους της μονογραφίας: την ανάδειξη της κοινής επαναστατικής αφετηρίας του χριστιανικού και κομμουνιστικού οράματος, την εκτροπή τους από το αρχικό τους ιδεώδες και την ανάδειξη ως κοινής αιτίας εκτροπής, τη γραφειοκρατικοποίηση χριστιανικών και κομμουνιστικών οργανώσεων «σε γραφειοκρατικούς και εξουσιαστικούς μηχανισμούς».
Ο συγγραφέας παραθέτει εκτενή αποσπάσματα από τη Βίβλο και την Καινή Διαθήκη, από θρησκειολογικές μελέτες και ευρήματα (Κάουτσκι, Κορδάτος και σύγχρονων ελλήνων), στα οποία γίνεται φανερή η ταξική απόχρωση των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων, των μεσσιανικών κινημάτων, των αιρετικών κοινοτήτων του μεσαίωνα, επομένως και η συνάφεια «οράματος» και στόχων, μαρξισμού και «επαναστατικού» χριστιανισμού. Προς επίρρωση της εν λόγω συνάφειας, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως βασικά επιχειρήματα τη διττή φύση της θρησκείας (όπιο του λαού μεν, αλλά και κριτική της κοινωνίας δε) και κυρίως την αναγνώριση από μέρους του Μαρξ πως προτιμάει τον διαλεκτικό ιδεαλισμό από τον χονδροειδή υλισμό (σελ. 295).
Με βάση αυτή την πρόκριση, τη διττή φύση της θρησκείας αλλά και την παραγνώριση του ρόλου της συνείδησης και του υποκειμένου στη διαμόρφωση της ιστορίας από τον δογματικό υλισμό, φαίνεται υπόρρητα να προκρίνεται στο βιβλίο, ο ιδεαλιστικός μαρξισμός του Ερνστ Μπλοχ (Bloch) και ο μεσσιανισμός του Βάλτερ Μπένγιαμιν (Benjamin) ως η απάντηση στην ανεπάρκεια του χυδαίου ντετερμινιστικού υλισμού.
O αιρετικός μαρξισμός του E. Bloch εκλαμβάνει τον χριστιανισμό και τον μαρξισμό ως αρχετυπικά οράματα από τα οποία οι παρεπόμενες προσεγγίσεις/ερμηνείες αντιμετωπίζονται ως αναθεωρητικές (παυλικιανοί, διαλεκτικός υλισμός, ΕΣΣΔ), μια προσέγγιση εξόχως ιδεαλιστική. Αφήνεται λοιπόν η εντύπωση από τον συγγραφέα πως εν τέλει, όλα κρίνονται στις σωστές ιδέες (κι όχι ότι εκκινούν από τις υλικές-ιστορικές ανάγκες), στην «κατασκευή» τους και στα ηθικά τους αιτήματα, αφού οι ευγενικές ιδέες είναι πειστικές ενώ βίαια αποτελέσματα έχουν οι ανήθικες και αναθεωρητικές ιδέες.
Εφόσον υπάρχουν εξωτερικές ομοιότητες κι αναλογίες των οραμάτων στις μορφές συγκρότησης, μαρξισμός και χριστιανισμός έχουν άραγε ίδια προέλευση, ίδια «φύση»;
Εφόσον υπάρχουν εξωτερικές ομοιότητες κι αναλογίες των οραμάτων στις μορφές συγκρότησης, μαρξισμός και χριστιανισμός έχουν άραγε ίδια προέλευση, ίδια «φύση»; Η συμβολή του μαρξιστικού «οράματος» τελικά φαίνεται να περιορίζεται στην ανάδειξη επί μέρους ιδεών και τελικά η από κοινού με τον «επαναστατικό χριστιανισμό» συνδιαμόρφωση του «μεσσιανικού μαρξισμού» των E. Bloch και W. Benjamin; Έτσι, όλος ο ορθολογικός πυρήνας του επιστημονικού σοσιαλισμού και του διαλεκτικού υλισμού φαίνεται να περισσεύει, ενώ η συμβολή του Λένιν, με την οποία κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει, περιορίζεται (στον επίλογο) στην «ανεκτική» σύμπηξη μετώπου διαφορετικών προέλευσης ρευμάτων (χριστιανών-μαρξιστών κλπ). Όπως αναφέρει (σελ. 259) και ο συγγραφέας, το ιδιώνυμο του Βενιζέλου δεν είχε πρόβλημα με τον ιδεώδη «θεωρητικό-οραματικό κομμουνισμό» των ευγενών ιδεών, αλλά με τον πρακτικό μπολσεβικισμό της Γ’ Διεθνούς.
Το πρακτικό και φλέγον ζήτημα που τίθεται, όπως και στην περίπτωση του βιβλίου του Ευτύχη Μπιτσάκη και στο σημαντικότατο άρθρο αναφοράς του Λένιν Σοσιαλισμός και Θρησκεία, το οποίο παρατίθεται αυτούσιο στο βιβλίο, είναι αυτό του μετώπου, ζήτημα το οποίο επαναφέρει ο συγγραφέας στον επίλογό του.
Η «συνάντηση» όμως της φιλοσοφίας και του προλεταριάτου θεωρούμε, όπως τη θέτει ο Μαρξ στην Εισαγωγή της φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου του Χέγκελ, δεν σημαίνει απλώς συνάντηση στου δρόμου τα μισά με αμοιβαίες υποχωρήσεις, αλλά παράλληλα την πολιτική-ιδεολογική-οργανωτική αυτοτέλεια και κριτική των απόψεων των συμμάχων ως τις απότατες συνέπειές τους (Λένιν, σελ. 301), με παράλληλη διεκδίκηση της ηγεμονίας και τον αυτονόητο σεβασμό στη διαλεκτική αυτοτέλεια-οργανική ενότητα των μερών και του μετώπου.
Το να συναντάει η θρησκευτική κριτική της κοινωνίας τον μαρξισμό και να μετασχηματίζεται σε θεολογία της απελευθέρωσης, συνιστά γείωση, αντιστροφή της αναποδογυρισμένης πραγματικότητας στα πόδια της· ανολοκλήρωτη, μισή και στην προοπτική της ακόμα θεολογική κριτική, αλλά όπως και να ‘χει συνιστά ανάπτυξη και διεύρυνση μιας μέχρι πρότινος αντεστραμμένης κριτικής η οποία πλέον, ως ανάβαση από την αφηρημένη θρησκευτική κριτική στη συγκεκριμένη κριτική της θεολογίας της απελευθέρωσης, είναι μια ευπρόσδεκτη αν και ανολοκλήρωτη κατάκτηση από μεριάς της.
Όμως, με κάθε σεβασμό, το να αναδεικνύει κανείς τον κομμουνισμό ως διαχρονικό-υπεριστορικό επαναστατικό όραμα, ως ηθικό αίτημα (ο κομμουνισμός ως αυτοτελής ιδέα – Μπαντιού), το οποίο συναντάται πότε στον χριστιανισμό, αργότερα στον μαρξισμό κλπ. και να προκρίνει τον ιδεαλιστικό μεσσιανικό μαρξισμό του E. Bloch (ως πεδίο συνάντησης επαναστατικού χριστιανισμού-μαρξισμού; ως μικρότερο κακό από τον χυδαίο υλισμό;), είναι οπωσδήποτε πισωγύρισμα στον αριστερό χεγγελιανισμό και παραίτηση από την ανάπτυξη (παρά τις τεράστιες δυσκολίες, τις υπαρκτές αντιφάσεις και προβλήματα) του μαρξισμού στην εποχή μας.
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου γίνεται μια πολύ σύντομη αναφορά στις «ασιατικού τύπου» φεουδαρχικές, αγροτικές κοινωνίες με τις όποιες ασιατικές ιδιαιτερότητες, οι οποίες (εξ ανάγκης, λύνοντας πρακτικά προβλήματα) παρήγαγαν γραφειοκρατικά στρώματα προκειμένου να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες της παραγωγής και της κοινωνίας. Διαδικασία η οποία κατά το συγγραφέα, γέννησε τη γραφειοκρατία του ιερατείου/Εκκλησία και τη γραφειοκρατία του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Τα βιβλία του Γιώργου Ρούση πάντα διατηρούν το μελετητικό ενδιαφέρον, φιλοσοφικό και πρακτικό, καθώς έχουν την τόλμη να αναμετρούνται με φλέγοντα ζητήματα του εργατικού κινήματος και να προκαλούν συζητήσεις. Το ζήτημα της κριτικής της θρησκείας, επανέρχεται ποικιλοτρόπως με διάφορες αφορμές (ταυτότητες, «666» παλιότερα, αντιεμβολιαστικό σήμερα κλπ), φέρνοντας στο μυαλό μας την υπέροχη ρήση του Τσε, η οποία επιγράφεται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου: «Την ημέρα που οι Χριστιανοί θα πάρουν στα σοβαρά την πίστη τους, η επανάσταση θα είναι ασταμάτητη».