Παναγιώτης Μαυροειδής
Αν και πολλοί θεωρούν την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991 ως φυσική κατάληξη ενός «λάθους της ιστορίας», ο ρωσικός Οκτώβρης είχε δυνατότητες να νικήσει παρά τις αντιξοότητες. Αντίθετα, παρά τις μεγάλες κατακτήσεις για την εργατική τάξη, επικράτησαν εκμεταλλευτικές τελικά σχέσεις, νέα κυρίαρχα στρώματα με κέντρο το κράτος και την κρατική ιδιοκτησία και την εργατική τάξη χωρίς εξουσία και δημοκρατία.
Αφιέρωμα 30 χρόνια από τη διάλυση της ΕΣΣΔ
Ανακοπή της επανάστασης, όχι ακύρωση της δυνατότητας
Στις 26 Δεκεμβρίου 1991, η κόκκινη σημαία κατέβηκε από το Κρεμλίνο, η Σοβιετική Ένωση έπαψε να υπάρχει. Πώς προέκυψε η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του «υπαρκτού σοσιαλισμού»; Πολλές προσεγγίσεις εστιάζουν σε υπαρκτούς παράγοντες της συγκεκριμένης οικονομικής, πολιτικής, εσωτερικής και διεθνούς συγκυρίας: οικονομική στασιμότητα και κρίση στην ΕΣΣΔ, «γονάτισμα» λόγω των υπέρογκων στρατιωτικών δαπανών στην κούρσα θανάτου με τις ΗΠΑ, ήττα, οικονομική και πολιτική αιμορραγία στο Αφγανιστάν, επιλογές του Γκορμπατσόφ μετά το 1985, πραξικόπημα των «συντηρητικών» τον Αύγουστο του 1991 και άλλους.
Κατά τη γνώμη μας, υπήρξαν βαθύτερες ιστορικές αιτίες, μακροπρόθεσμες τάσεις που αναπτύχθηκαν και έδωσαν απάντηση στο αναπάντητο ως τότε ερώτημα της μετάβασης του ιδιότυπου καθεστώτος της ΕΣΣΔ: Ανατροπή της αναίρεσης της νικηφόρας εργατικής επανάστασης του 1917 με βήματα προς τον κομμουνισμό ή «αντίστροφη μετάβαση» προς την πλήρη παλινόρθωση των καπιταλιστικών σχέσεων.
Οι απολογητές του καπιταλισμού και της αγοράς ισχυρίζονται ότι «η ιστορία απλά διόρθωσε το λάθος της». Η αλήθεια όμως είναι ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση σηματοδότησε την ιστορική εμφάνιση της κομμουνιστικής δυνατότητας. Αυτή η δυνατότητα εκφράστηκε περιορισμένα, δεν ολοκληρώθηκε με το ποιοτικό βήμα της πλήρους ανατροπής των εκμεταλλευτικών σχέσεων και, τελικά, υπερίσχυσε το αντίθετό της. Ωστόσο, αυτή η ανατροπή:
Πρώτο, δεν υπήρξε εξ αρχής, αλλά αντίθετα υπήρξαν σημαντικές καταχτήσεις της εργατικής τάξης σε Ανατολή και Δύση.
Δεύτερο, δεν ήταν «νομοτελειακή» και αναπόφευκτη, λόγω χαμηλής προγενέστερης καπιταλιστικής ανάπτυξης στη Ρωσία ή για άλλους λόγους.
Τρίτο, δεν είναι ιστορική και οριστική, αλλά δημιουργεί νέο πλαίσιο κομμουνιστικής αναζήτησης και κοινωνικής χειραφέτησης στην εποχή μας.
Ποιές είναι οι αιτίες της κατάρρευσης;
Πολιτικά ρεύματα και διανοητές ποικίλων κατευθύνσεων υποστηρίζουν την άποψη ότι οι αιτίες κατάρρευσης της ΕΣΣΔ δεν ήταν κυρίως αποτέλεσμα πολιτικής και οικονομικής συγκυρίας ή προϊόν ασυλλόγιστων κινήσεων της κομματικής ηγεσίας της, αλλά εκδήλωση βαθύτερων τάσεων. Σύμφωνα με τις προσεγγίσεις αυτές, η υποστολή της κόκκινης σημαίας από το Κρεμλίνο, κατέδειξε το ασύμβατο της ανθρώπινης φύσης με τον κομμουνισμό, τη νίκη της ελευθερίας και ειδικά της ατομικής εκδοχής της απέναντι στον «ολοκληρωτισμό» και την υπερ-ιστορική ανωτερότητα της αγοράς, με κριτήριο το κέρδος έναντι του σχεδιασμού με βάση τις κοινωνικές ανάγκες.
Όμως, είναι η ιδιωτική κατοχή ιδιοκτησίας, πλούτου και δύναμης που αποτελεί συγκεκριμένο προϊόν μιας ορισμένου τύπου εξέλιξης εκμεταλλευτικών κοινωνιών, που κάθε άλλο παρά αποτελούν διαχρονικό γνώρισμα της ανθρώπινης κοινωνίας και πολύ περισσότερο του «φυσικού» κόσμου. Γεννάται επίσης εύλογα το ερώτημα, αν οι περί ελευθερίας δοξασίες εφαρμόζονται –για να πούμε μόνο ένα παράδειγμα– σε καθεστώτα τύπου Σαουδικής Αραβίας, όπου οι ατομικές και συλλογικές ελευθερίες αποτελούν αδίκημα και το να είσαι γυναίκα συνιστά ασυγχώρητη αμαρτία, ή στη γενική συνθήκη της καθολικής παρακολούθησης της ατομικής, εργασιακής και κοινωνικής ζωής στο σημερινό ολοκληρωτικό καπιταλισμό.
Στην πραγματικότητα, εκεί που τελικά θέλουν να εστιάσουν αυτές οι θεωρίες είναι στην παρουσίαση της κοινωνικής συγκρότησης με βάση την ανταγωνιστική λειτουργία της αγοράς και με κίνητρο το εταιρικό και ιδιωτικό κέρδος, ως τη μόνη δυνατή «φυσική» τάξη πραγμάτων. Πρόκειται για θεωρίες ταξικά μεροληπτικές, απολογητικές της κυριαρχίας της αστικής τάξης, ενοχοποιητικές απέναντι στην τάση της εργατικής τάξης να χειραφετηθεί, απολύτως ιδιοτελείς και κάθε άλλο παρά επιστημονικές.
Προβάλλεται η άποψη ότι η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, συνιστά χρεωκοπία του κομμουνισμού (ή τουλάχιστον του λενινισμού) αλλά όχι του μαρξισμού. Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, η Ρώσικη Επανάσταση ήταν ένα «ιστορικό ατύχημα» μιας και έγινε σε «μια και καθυστερημένη χώρα» και δεν ανταποκρίνεται στο κριτήριο του Μαρξ ότι ο κομμουνισμός δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο τότε που ο καπιταλισμός θα έχει αναπτυχθεί σημαντικά. ‘Όμως, όπως είναι αρκετά γνωστό, ο Μαρξ συζητούσε στη δεκαετία του 1880 με Ρώσους σοσιαλιστές, οι οποίοι τον ρωτούσαν αν πιστεύει ότι η Ρωσία θα μπορούσε να περάσει από την ημι-φεουδαρχική και απλώς εκκολαπτόμενη καπιταλιστική της κατάσταση απευθείας στον κομμουνισμό, χωρίς να περάσει από το δρόμο μιας πλήρους καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η απάντησή του στο ερώτημα, διατυπωμένη στον πρόλογο της Ρωσικής έκδοσης του Κομμουνιστικού Μανιφέστου το 1882, ήταν πολύ ενδιαφέρουσα: «Εάν η Ρωσική Επανάσταση γίνει το σήμα για μια προλεταριακή επανάσταση στη Δύση, έτσι ώστε και οι δύο να αλληλοσυμπληρώνονται, η σημερινή ρωσική κοινή ιδιοκτησία της γης μπορεί να χρησιμεύσει ως αφετηρία για μια κομμουνιστική ανάπτυξη».
Πολύ περισσότερο, η Ρωσία στην οποία συνέβη ο ανεπανάληπτος Οκτώβρης της εργατικής νικηφόρας επανάστασης, δεν ήταν αυτή του 1880. Είχε προηγηθεί αφενός σημαντική ανάπτυξη του καπιταλισμού και αφετέρου συγκεντρωμένη συγκρότηση του προλεταριάτου. Ο Οκτώβρης μπορούσε να νικήσει και νίκησε. Μπορούσε να υπάρξει και χωρίς να νικήσει όπως έγινε στην Γερμανία και αλλού στη Δύση, παρά την μεγαλύτερη ανάπτυξη του καπιταλισμού. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση ο υποκειμενικός παράγοντας, η επαναστατική τακτική και στρατηγική των κομμουνιστών, έπαιξε ρόλο. Όσο είναι σωστό να ισχυριστούμε ότι η επανάσταση μπορούσε να γίνει και να νικήσει στις δύο πρώτες της φάσεις («στιγμή» της εξέγερσης και τετραετής περίοδος της οριστικής νίκης στο ζήτημα της εξουσίας), άλλο τόσο είναι βάσιμη η θέση ότι μπορούσε, παρά τους υπαρκτούς περιορισμούς της αχανούς, όντως καθυστερημένης συνολικά Ρωσίας, επίσης να βαδίσει νικηφόρα προς την κατεύθυνση των κομμουνιστικών κοινωνικών μετασχηματισμών και την απελευθέρωση της εργατικής τάξης.
Η μετέπειτα ΕΣΣΔ ήταν μια τεράστια ενότητα χωρών, με εξαιρετικό πλουτοπαραγωγικό δυναμικό, το οποίο της έδινε τη δυνατότητα να απαντήσει στο ερώτημα μιας καλής ζωής για τα εκατομμύρια των κατοίκων της. Δεν είναι σωστό να κρίνονται όλα μόνο με βάση την κληρονομιά της παραγωγικής και τεχνολογικής καθυστέρησης, ούτε με τη φρίκη της πρώτης πενταετίας που επέβαλαν ο εμφύλιος πόλεμος και η ιμπεριαλιστική επέμβαση. Επίσης, η τεράστια πρόοδος στην ανάπτυξη διαστημικής αλλά και πολεμικής τεχνολογίας από την ΕΣΣΔ, ξεπερνώντας κατά διαστήματα τις ΗΠΑ, κάθε άλλο παρά φανέρωνε τεχνολογική καθυστέρηση. Αναδείκνυε όμως πρόβλημα κοινωνικής κατεύθυνσης στην ανάπτυξη της έρευνας και της επιστήμης.
Πράγματι, παρά τις μεγάλες καταχτήσεις για την εργατική τάξη στην ΕΣΣΔ (και την επίδραση που αυτές είχαν και για τους εργάτες στη Δύση), οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί που κρίνουν την πορεία προς τον κομμουνισμό δεν πραγματοποιήθηκαν και αυτό κρίθηκε αρνητικά ήδη από την πρώτη δεκαετία. Οι παραγωγικές σχέσεις ταυτίστηκαν με ένα από τα συστατικά τους, την τυπική μορφή της ιδιοκτησίας (νομική κυριότητα). Άλλα συστατικά τους όπως η σχέση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων, ο εμπορευματικός χαρακτήρας της εργατικής δύναμης, η σχέση ανάμεσα στον αναγκαίο και τον πρόσθετο χρόνο εργασίας, ανάμεσα στην εργασία με εξωτερικό καταναγκασμό και την εργασία με εσωτερική υποκίνηση, ανάμεσα στον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο, ο καταμερισμός της εργασίας, οι σχέσεις διεύθυνσης και ιεραρχίας, η οργάνωση της εργασίας, όλα αυτά θεωρήθηκαν «τεχνικά χαρακτηριστικά».
Στη βάση αυτή η κρατική ιδιοκτησία και ο κρατικός σχεδιασμός δεν αναιρούσαν το διαχωρισμό του εργαζόμενου από το προϊόν της εργασίας του, την αποξένωσή του από τα μέσα παραγωγής, την παραγωγή ενός υπερπροϊόντος που άλλοι διαχειρίζονταν, την απομόνωση της εργατικής τάξης από τη διεύθυνση της παραγωγής. Τα στοιχεία αυτά συνηγορούν υπέρ της διατήρησης παλιών εκμεταλλευτικών παραγωγικών σχέσεων και ανάπτυξης νέων. Ο χρόνος της άμεσης εργασίας εξακολουθούσε να αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα και η αύξηση του πλούτου σχετιζόταν από την υπερεργασία. Η πληρωμή των εργαζομένων με μισθό (και, σε μεγάλο βαθμό, με το κομμάτι) αποτελούσε κεντρικό στοιχείο του νέου τύπου εμπορευματικής παραγωγής στην ΕΣΣΔ. Έτσι, από ένα σημείο και μετά η κρατική μορφή ιδιοκτησίας μετατράπηκε σε «ξένη» ιδιοκτησία για τους εργάτες, ενώ ο γραφειοκρατικός κεντρικός σχεδιασμός έκανε το κρατικό πλάνο εξίσου δεσποτικό όσο και η νόρμα του καπιταλιστή. Η κοινωνική διαφοροποίηση και διαστρωμάτωση στο εσωτερικό της σοβιετικής κοινωνίας, περνάει από διάφορα στάδια και σταθμούς, πάντα αυξανόμενη.
Αναδύθηκε και αναπτύχθηκε γοργά ένα στρώμα διευθυντών και ανώτερων κρατικών υπάλληλων με σαφώς διαφορετική κοινωνική θέση και πολύ μεγαλύτερα προνόμια και απολαβές, το οποίο ταυτιζόταν με την κρατική εξουσία και την άσκηση της πολιτικής της. Οι διαφορές στο εισόδημά του σε σχέση με εκείνες της εργαζόμενης πλειοψηφίας προέκυπταν από καλυμμένη οικειοποίηση των προϊόντων της εργασίας άλλων, από τη διαχείριση και μερική απόσπαση του υπερπροϊόντος. Σχηματίστηκε επομένως νέο εκμεταλλευτικό στρώμα, το οποίο στήριζε τη θέση του στη διαιώνιση των εκμεταλλευτικών σχέσεων και στην απώθηση των εργαζομένων από την πολιτική.
Ο μαρασμός της εργατικής δημοκρατίας
Ανώτερα στρώματα: Από το «Άρχειν» στην απελευθέρωση του «Έχειν»
Ποια ήταν, η θέση της εργατικής τάξης στην ευρύτερη πολιτική και κοινωνική ζωή της ΕΣΣΔ, πέραν του πεδίου της εργασιακής διαδικασίας; Τι αντικατέστησε το τσαρικό κράτος και τον αυταρχισμό του; Κανείς δε θα μπορούσε να περιμένει την αυτόματη κατάργηση ή «μαρασμό» του κράτους. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπήρξε μια αργή έστω τάση προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά προς την αντίθετη. Το κομμουνιστικό κόμμα απορροφήθηκε από το κράτος και έγινε βασικό στοιχείο του μηχανισμού επιβολής, άλλα εργατικά κόμματα βγήκαν εκτός νόμου, τα Σοβιέτ όπως και τα συνδικάτα κρατικοποιήθηκαν, βασικές πολιτικές ελευθερίες -όπως ελευθερία της έκφρασης, του Τύπου ή της απεργίας- καταργήθηκαν. Οι πρωτοπόρες μορφές συνδυασμού άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας που ξεπήδησαν από την επανάσταση αναιρέθηκαν σύντομα. Παρ’ όλα αυτά, η κομματική φιλολογία ανακάλυπτε το «παλλαϊκό κράτος» που «απονεκρώνεται… ισχυροποιούμενο».
Στις συνθήκες αυτές, δηλαδή με τα κομματικοκρατικά και κρατικοεπιχειρησιακά ανώτερα στρώματα να στερεώνουν μια ανεξέλεγκτη εξουσία και την εργατική τάση αποκλεισμένη από ουσιώδη ρόλο στην εργασιακή και κοινωνική διαδικασία και πολιτικά απαθή, η τάση για παλινόρθωση και «επιστροφή στις γνωστές παλιές βρωμιές», δυνάμωνε. Όσοι ασκούσαν το «άρχειν», διεκδικούσαν να νομιμοποιηθεί και «ελευθερωθεί» το «έχειν» τους. Υπήρχε η «ανάγκη» της ελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς, η οποία επιζούσε μέσω της αγοράς εργασίας, τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, τη μαύρη αγορά, τις εμπορικές ανταλλαγές των κρατικών επιχειρήσεων, τις συναλλαγές στη διεθνή καπιταλιστική αγορά. Επίσης, σε πολιτικό επίπεδο, κανείς οργανωμένος φορέας της εργατικής τάξης τελικά δεν ήταν ενάντια σε αυτή την τάση και αυτό φάνηκε στην εικόνα μιας κατάρρευσης χωρίς αξιόλογες αντιδράσεις.
Η μετεπαναστατική κοινωνία της ΕΣΣΔ ήταν ένα ιδιότυπο καθεστώς εκμετάλλευσης και «μετάβασης». Εν τέλει η πλάστιγγα έγειρε προς την καπιταλιστική παλινόρθωση, παρά προς το σοσιαλισμό/κομμουνισμό.
Κομμουνιστική «μετάβαση» με καπιταλισμό (Κίνα και ΕΣΣΔ)
Η πλειοψηφία των θεωρήσεων που αποδίδουν σοσιαλιστικό πρόσημο στο καθεστώς που επικράτησε στην ΕΣΣΔ δικαιολογεί πολλά στοιχεία του στο όνομα κάποιας «μεταβατικής περιόδου». Ο σοβιετικός μαρξισμός έκανε μια σχεδόν απόλυτη διάκριση του σοσιαλισμού, αντιμετωπίζοντάς τον ως αυτοτελές κοινωνικό οικονομικό σύστημα. Μάλιστα, ως απότοκο μιας αέναης και τελικά μόνιμης μεταβατικής περιόδου, αυτός ο σοσιαλισμός έχει τα δικά του στάδια (εξ ου και ο νεολογισμός του «αναπτυγμένου σοσιαλισμού»).
Πυρήνας αυτής της θεώρησης είναι η διαστρέβλωση του Μαρξ και η υιοθέτηση τελικά του δόγματος ότι «η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η τεχνολογική πρόοδος, ακόμη και αν αυτό γίνει με καπιταλιστικές μεθόδους και σε συνθήκες εργατικής εξουσίας, είναι η κρίσιμη προϋπόθεση για τον κομμουνισμό». Στο πλαίσιο αυτό η προσωρινή προσφυγή στη Νέα Οικονομική Πολιτική στην πρώτη δεκαετία, με όλη την έκτακτη ανάγκη που ωθούσε σε αυτό και τις θεωρητικές γενικεύσεις που έβλαψαν, έγινε τελικά ο βασικός οδηγός.
Αν φανταστούμε τον Γκορμπατσόφ να επιλέγει το δρόμο του Τενγκ Σιαοπίγκ, να απαντά με καταστολή, έτσι ώστε το ΚΚΣΕ να κρατήσει το τιμόνι και να μην εξαφανιστεί η ΕΣΣΔ, ποια θα ήταν άραγε η εξέλιξη; Είναι άγνωστο, όσο απίθανο είναι και το σενάριο. Έχει σημασία όμως να δούμε ότι τόσο η σημερινή Κινεζική ηγεσία, όσο και οι παλιοί και όψιμοι θαυμαστές του «υπαρκτού σοσιαλισμού με Κινέζικα χρώματα», ισχυρίζονται ακριβώς αυτό: Η Κίνα, αναπτύσσει μαζί καπιταλισμό και σοσιαλισμό, ως προϋπόθεση για κομμουνισμό! Τίποτα περισσότερο εχθρικό και δυσφημιστικό για την ανάγκη επανατοποθέτησης μιας σύγχρονης κομμουνιστικής στρατηγικής σε μια εποχή υπεραναπτυγμένου και αποκρουστικού ολοκληρωτικού καπιταλισμού.