Γεγονός είναι η συμφωνία των τριών κομμάτων για τη συγκρότηση του νέου κυβερνητικού συνασπισμού της Γερμανίας, η οποία παρουσιάστηκε την περασμένη Τετάρτη. Καγκελάριος, όπως ήταν σχεδόν βέβαιο εξαρχής, θα είναι ο σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς, ένα επί χρόνια δοκιμασμένο και έμπιστο «παιδί» του αστικού πολιτικού συστήματος της χώρας.
Υπουργός Οικονομικών (θέση που μέχρι σήμερα κατείχε ο Σολτς, στην απερχόμενη κυβέρνηση Μέρκελ) θα γίνει ο φιλελεύθερος Κρίστιαν Λίντνερ. Από εκεί, όπως άλλωστε ξεκαθάρισε, θα αναλάβει να διασφαλίσει την επιστροφή τόσο της Γερμανίας όσο και της υπόλοιπης Ευρώπης στη γραμμή της δημοσιονομικής πειθαρχίας — η οποία, αν και προσαρμοσμένη στα νέα δεδομένα που δημιούργησε η πανδημία, θα εξακολουθήσει να είναι εξαιρετικά σκληρή και αντιλαϊκή.
Αναβαθμισμένη παρουσία, όπως επίσης αναμενόταν, έχουν οι Πράσινοι, οι οποίοι αναδείχθηκαν τρίτο κόμμα στις πρόσφατες εκλογές. Για του λόγου το αληθές, στα δύο κορυφαία στελέχη τους ανατέθηκε, εκτός από την αντικαγκελαρία, τόσο η διαχείριση του τεράστιου –και ζωτικής σημασίας για τον γερμανικό καπιταλισμό– πακέτου της «πράσινης μετάβασης» όσο και η ευθύνη για την εξωτερική πολιτική της χώρας.
Συνολικά, το στίγμα που εκπέμπει η νέα κυβέρνηση παραπέμπει σε μια ακόμη πιο ισχυρή Γερμανία, σε όλα τα επίπεδα και με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Μια Γερμανία κυρίαρχη στην Ευρώπη, που θα διευρύνει την οικονομική της ηγεμονία και θα αναβαθμίσει την πολιτική της παρουσία — ενισχύοντας και το στρατιωτικό της σκέλος, στο οποίο φαίνεται πως θα δοθεί μεγάλο βάρος. Μια Γερμανία που, ταυτόχρονα, θα επιχειρήσει να διασφαλίσει την εσωτερική κοινωνική ειρήνη, κάτι στο οποίο στοχεύει και η αύξηση (άπαξ και όχι σε δόσεις) του ελάχιστου ωρομισθίου στα 12 ευρώ, αλλά και οι «λελογισμένες» παροχές για τις οικογένειες και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα.