Γιώτα Ιωαννίδου
(φωτό Μιχάλης Καραγιάννης)
Οι εκπαιδευτικοί δεν επέλεξαν να αντιμετωπίσουν τον γονιό σαν πελάτη, την τοπική κοινωνία σαν επενδυτή και τη συζήτηση μαζί της σαν διαφήμιση ζωντανών προϊόντων. Να αντικαταστήσουν την επιστημονική μόρφωση, την παιδαγωγική συζήτηση, με το ατελείωτο μάζεμα βεβαιώσεων σεμιναρίων, χάριν του ανταγωνισμού.
«Τον δάσκαλο, τον δάσκαλο αυτό τον σαρδανάπαλο / να σταματήσει πια να δασκαλεύει / με λόγια σαν και τούτα της φωτιάς / πως όποιος για το δίκιο δεν παλεύει / θα ζει και θα πεθαίνει σα ραγιάς», Κώστας Βίρβος.
Αξιολόγηση στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, αξιολόγηση στα νοσοκομεία και στην υγεία, αξιολόγηση στο νερό, στην ενέργεια, σε οτιδήποτε θεωρούνταν καθολικό δικαίωμα και σχετικά, δημόσια παρεχόμενο από το κράτος, ώστε να φέρει ένα άμεσο, απτό για τις τσέπες των λίγων αποτέλεσμα: όλα να υποταχθούν πλήρως στη λογική του κέρδους, να γίνουν εμπορεύματα και να αγοράζονται από τον καθένα τόσο και όσο, και αν, το επιτρέπει η οικονομική τους κατάσταση. «Λογικό δεν είναι;», θα πει κάποιος λαμπρός κυβερνητικός ιθύνων νους. Δίπλα στον ιδιωτικό τομέα που τα πάντα έχουν αξιολογηθεί προς όφελος του κέρδους του εργοδότη, να υπάρχει κι ένας δημόσιος τομέας που να του μοιάζει και να τον υπηρετεί;
Η κυβέρνηση δεν υπολόγισε όμως ότι υπάρχει και η τεράστια πλειοψηφία των μάχιμων εκπαιδευτικών της τάξης που διαφωνεί. Ή για την ακρίβεια ευελπιστούσε ότι μέσω της αξιολόγησης θα ξεμπερδέψει με αυτούς. Με το εκπαιδευτικό κίνημα που χρόνια τώρα μπλοκάρει τα σχέδια τους.
Οι εκπαιδευτικοί είπαν «όχι». Όχι από αδράνεια ή από άγνοια κινδύνου. Αλλά με πλήρη επίγνωση ότι κινδυνεύει η ίδια η ύπαρξη του δημόσιου σχολείου.
Έκαναν αυτήν την επιλογή με θυμό. Γιατί βλέπουν την κοινωνία και τα παιδιά να στενάζουν, τα σχολεία να διαλύονται ειδικά εν μέσω πανδημίας και το κράτος να «νίπτει τας χείρας του» δείχνοντας ως ενόχους τους εκπαιδευτικούς που δεν βρίσκουν χορηγούς, τους μαθητές και τους φτωχούς γονείς που «δεν ενδιαφέρονται» τάχα. Το υπουργείο Παιδείας Οκτώβρη μήνα, συγχωνεύει τμήματα στα είκοσι οκτώ παιδιά, προκειμένου να περισσέψουν εκπαιδευτικοί για την κάλυψη των χιλιάδων κενών. Τι ειρωνεία! Την ίδια στιγμή δίνει εκατομμύρια ευρώ σε Τράπεζα Θεμάτων, διαγωνισμούς τύπου P.I.S.A. σε Δημοτικό και Γυμνάσιο και ειδικούς, για να μετρήσουν τις μαθητικές επιδόσεις και να αξιολογηθούν τα σχολεία!
Οι εκπαιδευτικοί έκαναν επιλογή αντίστασης στην απαξίωσή τους, τιμώντας το ρόλο του δασκάλου. Που μάχεται για μόρφωση – κοινωνικό δικαίωμα και αξιοπρεπή δουλειά, που θέλει να κρατήσει τις ιστορικές παρακαταθήκες των αγώνων του λαού μας, για μια καθολική, δημόσια εκπαίδευση στο μπόι των παιδικών ονείρων και των εφηβικών προσδοκιών για ένα καλύτερο μέλλον. Αξία για τους μαχόμενους εκπαιδευτικούς έχει η γνώση κι όχι οι κατακερματισμένες δεξιότητες, η μαθησιακή διαδικασία και το περιεχόμενό της κι όχι η συμπλήρωση φορμών. Αρνούνται να παριστάνουν τους συμβολαιογράφους επιδόσεων και τους εκτελεστές προσδοκιών.
Οι εκπαιδευτικοί δεν επέλεξαν να αντιμετωπίσουν τον γονιό σαν πελάτη, την τοπική κοινωνία σαν επενδυτή και τη συζήτηση μαζί της σαν διαφήμιση ζωντανών προϊόντων. Να αντικαταστήσουν την επιστημονική μόρφωση, την παιδαγωγική συζήτηση, με το ατελείωτο μάζεμα βεβαιώσεων σεμιναρίων, χάριν του ανταγωνισμού. Οι εκπαιδευτικοί ξέρουν ότι η δημιουργικότητα δεν επιβάλλεται αλλά αναπτύσσεται, ότι ασφυκτιά στον κορσέ των «καλών πρακτικών» και της «αριστείας». Βλέπουν ότι ο εξεταστικός μαραθώνιος από το δημοτικό μέχρι τις πανελλήνιες, όχι μόνο σκοτώνει την κριτική σκέψη στα παιδιά αλλά λοβοτομεί και τη δική τους.
Οι εκπαιδευτικοί έκαναν επιλογή αντίστασης γιατί θέλουν να υπερασπιστούν το δημόσιο-κοινωνικό όφελος κι όχι τη βολή του δημόσιου υπαλλήλου, που πολύ κατηγορούν στα λόγια αλλά διακαώς επιδιώκουν και επιβάλλουν στην πράξη.
Οι εκπαιδευτικοί αρνήθηκαν την υποταγή στους αντιδραστικούς νόμους της κυβέρνησης που αλυσοδένουν την ελευθερία και καταργούν την αντίσταση. Ξέρουν καλά από την ιστορία του κινήματός τους, πως πολλοί νόμοι τύπου Χατζηδάκη που φιλοδόξησαν να καταργήσουν την ταξική πάλη δια ροπάλου και δικαστηρίων, ακυρώθηκαν οι ίδιοι από την ανάπτυξη μαζικών, αποφασιστικών αγώνων.
Οι εκπαιδευτικοί έδειξαν ξανά ότι υπάρχει τρόπος να ακούγονται οι λέξεις με ακέραιο το νόημά τους. Να ενώνονται οι προσδοκίες, οι κοινές μας αγωνίες για τη μόρφωση με τους εργαζόμενους και τα παιδιά τους και να μην περνά το «διαίρει και βασίλευε». Στον αγώνα μπήκαν με ψυχή και μυαλό. Όχι γιατί είναι εύκολο αλλά γιατί είναι αναγκαίο. Γιατί «ο δάσκαλος που θα υποχρεωθεί να καταπνίξει τη σκέψη του, θα γίνει διπλά σκλάβος ή θα καταντήσει ένας ψυχικά ανάπηρος άνθρωπος, ανίκανος να μορφώσει άλλους», όπως έλεγε ο Δάσκαλος Δημήτρης Γληνός.
Καθώς στην καπιταλιστική κοινωνία της κρίσης σκοτεινιάζει, από τους κυρίαρχους εξυμνείται η σκλαβιά ως αρετή. Οι εκπαιδευτικοί άνοιξαν μια ελπιδοφόρα χαραμάδα φωτός, διδάσκοντας πως οι ελεύθεροι άνθρωποι μπορούν το σκοτάδι να διαλύουν…