Γιώργος Παυλόπουλος
Το αποτέλεσμα των εκλογών της περασμένης Κυριακής και οι διεργασίες που έχουν ήδη ξεκινήσει για
τον σχηματισμό της νέας τρικομματικής –εκτός μεγάλου απροόπτου– κυβέρνησης εξυπηρετούν την αστική τάξη.
Στα χαμηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί ποτέ βρέθηκαν τα ποσοστά του παραδοσιακού δικομματισμού στη Γερμανία μετά τις εκλογές της περασμένης Κυριακής. Αθροιστικά, Σοσιαλδημοκράτες και Χριστιανική Ένωση υποχώρησαν για πρώτη φορά κάτω από το 50% (για την ακρίβεια, συγκέντρωσαν 49,8%), γεγονός που απέδειξε ότι έχει φτάσει στα όριά του το μοντέλο του «μεγάλου συνασπισμού», το οποίο εφαρμόστηκε στη διακυβέρνηση της χώρας τα 12 από τα τελευταία 16 χρόνια — όλα με καγκελάριο την Άνγκελα Μέρκελ.
Έτσι, για πρώτη φορά επίσης, θεωρώντας δεδομένο –πλην μεγάλης έκπληξης– ότι η συνεργασία SPD και CDU-CSU δεν θα ανανεωθεί, η Γερμανία οδηγείται προς μια τρικομματική κυβέρνηση. Με τη σύμπραξη, βεβαίως, των Πρασίνων και των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), που ενισχύθηκαν και συγκέντρωσαν αντιστοίχως 14,8% (από 8,9% πριν τέσσερα χρόνια, αν και περίμεναν πολύ περισσότερα) και 11,5% (από 10,7%).
Πιθανότερο σενάριο αυτή τη στιγμή θεωρείται η συνεργασία των Σοσιαλδημοκρατών με τους Πράσινους και το FDP, με καγκελάριο τον μέχρι σήμερα υπουργό Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, στο πλαίσιο ενός συνασπισμού που έχει ονομαστεί «φωτεινός σηματοδότης», από τα χρώματα των τριών κομμάτων. Αντιθέτως, η εκδοχή της «Τζαμάικα», που μπορεί να προκύψει από τη συμφωνία των δύο μικρότερων κομμάτων με την Ένωση Χριστιανοδημοκρατών και Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών, δεν φαίνεται να συγκεντρώνει πολλές ελπίδες. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι ο ηγέτης της CDU, Άρμιν Λάσετ –ο οποίος δύσκολα θα μακροημερεύσει– επιμένει ότι μπορεί να είναι ο διάδοχος της Μέρκελ.
Όσο για το σενάριο μιας «κοκκινοπράσινης» κυβέρνησης, με τη συμμετοχή και της Αριστεράς, «ναυάγησε» εξαιτίας της απογοητευτικής επίδοσης της τελευταίας, η οποία κυριολεκτικά «πνίγηκε» στον άκρατο κυβερνητισμό της. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πανεθνικό της ποσοστό βρέθηκε κάτω από το όριο του 5% που απαιτείται για είσοδο στη βουλή, καθώς έλαβε 4,9%, που είναι περίπου το μισό σε σύγκριση με το 2017. Τελικά, βεβαίως, κατάφερε να εκπροσωπηθεί ως κόμμα μόνο επειδή –με βάση το σύστημα της διπλής ψήφου– κατάφερε να εκλέξει απευθείας τρεις βουλευτές σε ισάριθμες περιφέρειες.
Είναι σαφές, έτσι, ότι το μόνο κόμμα που δεν λαμβάνει μέρος στο κυβερνητικό παζάρι είναι η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Κι αυτό είναι κάτι που δεν συμβαίνει τόσο επειδή η AfD είναι πιο επικίνδυνη από τα όμορα κόμματα σε άλλες χώρες της Ευρώπης που έχουν γίνει δεκτά σε κυβερνητικά σχήματα. Η βασική αιτία είναι το βεβαρυμμένο παρελθόν της Γερμανίας, καθώς και ο τρόμος και οι αντιδράσεις που θα προκαλέσει μια τέτοια εξέλιξη στους εταίρους της — όπως και σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας.
Η Αριστερά υπέστη εκλογική συντριβή, καθώς κυριολεκτικά «πνίγηκε» στον κυβερνητισμό της
Η τελική επιλογή, σε κάθε περίπτωση, πρακτικά θα επιβληθεί από την αστική τάξη και τις προτεραιότητες του γερμανικού κεφαλαίου, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Εξάλλου, όλα τα υπόλοιπα κόμματα είναι «υπό έλεγχο» και έχουν δοκιμαστεί εξαντλητικά, συμμετέχοντας στη διακυβέρνηση των 16 κρατιδίων, σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς — ενώ οι υπηρεσίες πληροφοριών και το «βαθύ κράτος» διαθέτουν… ράμματα για τις γούνες όλων, στην περίπτωση που θελήσουν να τους πιέσουν ή να τους εκβιάσουν.
Το σίγουρο είναι πως η σχεδόν σίγουρη συμμετοχή τόσο των Πρασίνων όσο και του FDP –οι πρώτοι έχουν διατελέσει κυβερνητικοί εταίροι του Σρέντερ, την περίοδο 1998-2005, ενώ οι δεύτεροι της Μέρκελ την τετραετία 2009-13– είναι κάτι που εξυπηρετεί τις κυρίαρχες τάσεις στην οικονομία. Το κόμμα της Μπέρμποκ είναι προφανές ότι έρχεται να υπηρετήσει τη στροφή στην εποχή της «πράσινης κερδοφορίας», ενώ οι νεοφιλελεύθεροι του Λίντνερ είναι αυτοί που θα αποτελέσουν τον βασικό εγγυητή της τήρησης των δημοσιονομικών δογμάτων και της συνέχισης της κατανομής του πλούτου υπέρ των «πάνω», καθώς και το φρένο απέναντι σε εκείνα τα μέτρα ή τις παροχές που θα θεωρηθούν υπερβολικά.
Υπό μία έννοια, μάλιστα, μικρή σημασία έχει ποιος από τους δύο «μεγάλους» θα είναι ο εταίρος τους. Φαίνεται, ωστόσο, ότι στη συγκεκριμένη συγκυρία προκρίνονται το SPD και ο Σολτς, που εκτιμάται ότι μπορούν ευκολότερα να «ξεγελάσουν» τα τμήματα της κοινωνίας που δοκιμάζονται πιο σκληρά και έχουν αρχίσει να αναζητούν εναλλακτικές διεξόδους.
Πως είδαν τα αποτελέσματα στην υπόλοιπη ΕΕ
Μάλλον αμηχανία προκάλεσαν τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών στην υπόλοιπη ΕΕ. Ορισμένοι επιχείρησαν κάτι να ψελλίσουν περί της αλλαγής πολιτικής σελίδας με τη νίκη του SPD — αλλά δεν επέμειναν και πολύ, δεδομένης της επί μακρόν συγκυβέρνησης με τους Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ, με τον Σολτς στη θέση του υπουργού Οικονομικών την τελευταία 4ετία καθώς και το κάθε άλλο παρά θριαμβευτικό 25,7% στις κάλπες.
Άλλοι επέλεξαν να κάνουν λόγο για μια φιλοευρωπαϊκή στροφή που προμηνύεται στο Βερολίνο —
κι αυτοί, όμως, φρόντισαν να κρατήσουν χαμηλά τον πήχη, τόσο επειδή δεν θα μπορούσαν εύκολα να χαρακτηρίσουν τη Μέρκελ ως «αντιευρωπαία» όσο και εξαιτίας των θέσεων του Σολτς σε ορισμένα από τα πιο κρίσιμα ανοιχτά μέτωπα σε επίπεδο ΕΕ. Ειδικά καθώς είναι πολύ πιθανό τη θέση που κατέχει στην απερχόμενη κυβέρνηση, να την αναλάβει στη νέα ο επικεφαλής του «σκληρού» FDP, Κρίστιαν Λίντνερ.
Πόσο μεγάλη αλλαγή, λοιπόν, μπορεί να προμηνύεται για την Ευρώπη το νέο πολιτικό σκηνικό που αναδείχθηκε στη Γερμανία; Ουσιαστικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκεί όπου διαφαίνεται πως θα υπάρξουν –ή έστω θα επιχειρηθούν– οι πιο σημαντικές ανακατατάξεις θα είναι στις εσωτερικές ισορροπίες του καπιταλιστικού οικοδομήματος της ΕΕ. Εκεί, δηλαδή, όπου η Γαλλία του Μακρόν θεωρεί ότι, μετά και το Brexit, είναι η χρυσή της ευκαιρία να αναλάβει τα ηνία, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους από την οικονομία στη γεωπολιτική. Και παράλληλα, οικοδομώντας τις δικές της ιδιαίτερες συμμαχίες (όπως, για παράδειγμα, με την Ιταλία του Ντράγκι) που θα της επιτρέψουν να μην εξαρτάται αποκλειστικά από τον αποκαλούμενο «γαλλογερμανικό άξονα».
Το εγχείρημα δεν θα είναι, βεβαίως, εύκολο για την αστική της τάξη ούτε για τον πρόεδρό της, ο οποίος θα περάσει τη δική του δοκιμασία στις εκλογές που θα γίνουν την άνοιξη του 2022.