Κώστας Δικαίος
Η διεξαγωγή εκλογών τον ερχόμενο Δεκέμβριο είναι κυριολεκτικά στον αέρα, καθώς οι διαφορές ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα παραμένουν, ενώ οι ξένες δυνάμεις δεν έχουν αποχωρήσει από τη χώρα
Παρά την κατάπαυση πυρός τον περασμένο Οκτώβριο, τον διορισμό μεταβατικού πρωθυπουργού και κυβέρνησης από ένα ενδολιβυκό σώμα υπό την αιγίδα του ΟΗΕ (στην ουσία πρόκειται για εκπροσώπους σχεδόν όλων των αρχουσών τάξεων, φυλών, θρησκευτικών και πολιτικών φατριών και πολέμαρχων που κατέχουν την εξουσία, που επελέγησαν ερήμην των 7 εκατομμυρίων κατοίκων της Λιβύης) και τη συμφωνία για εκλογές τον ερχόμενο Δεκέμβρη, καμιά διαφορά δεν έχει επιλυθεί ανάμεσα στις βασικές αντίπαλες δυνάμεις.
Από τη μια μεριά, η Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA) στην Τρίπολη, που στηριζόταν από την Τουρκία και το Κατάρ (στα πλαίσια των Αδελφών Μουσουλμάνων και της επιδίωξης ενός νέου γεωπολιτικού ρόλου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο), αλλά και την Ιταλία (έχει επενδύσεις στην ενέργεια σε αυτήν την πρώην ιταλική αποικία), τη Γερμανία (ως εκπροσώπου της διερεμένης, κατά τα άλλα, ΕΕ) και εν μέρει από τις ΗΠΑ (σε μια προσπάθεια να μετριάσουν την επιρροή της Ρωσίας). Από την άλλη, ο Λιβυκός Εθνικός στρατός (LNA) στη Βεγγάζη που στηριζόταν από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο (που βρίσκονται σε αντιπαράθεση με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους επειδή αποτελούν απειλή για τα καθεστώτα τους, ενώ διεκδικούν και ένα ρόλο αντιπαραθετικό προς την Τουρκία), αλλά και τη Γαλλία (σε μια προσπάθεια να διατηρήσει την επιρροή της στη Λιβύη αλλά και στις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, όπως ο Νίγηρας και το Τσαντ, που είναι παλιές γαλλικές αποικίες) και τη Ρωσία (που επανάκαμψε στη Λιβύη μετά την αδυναμία των ΗΠΑ και των δυτικών ιμπεριαλιστών να ελέγξουν τη χώρα παρά τη συμμετοχή τους στην ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι).
Όλοι οι παραπάνω συμφώνησαν να στηρίξουν την κυβέρνηση του Ντμπεϊμπά, παλιό στέλεχος της κυβέρνησης Κανταφι, που στηρίζει την GNA και είναι εκπρόσωπος των ελίτ στη Μισράτα που έχουν Οθωμανική καταγωγή. Τη μεταβατική κυβέρνηση αναγνώρισαν και οι ιμπεριαλιστές και το κοινοβούλιο που έχει εκλεγεί το 2014 και είναι προσκείμενο στη Βεγγάζη. Στην ουσία, όμως, η όποια συμφωνία δεν αποτελεί προϊόν συννενόησης ανάμεσα στα αντιτιθέμενα λιβυκά συμφέροντα, αλλά επιβλήθηκε από τις ξένες δυνάμεις που επεμβαίνουν στη χώρα, προκειμένου να αρχίσει να ρέει και πάλι το πετρέλαιο, να διευκολυνθεί η λεηλασία και να αποφευχθεί το κόστος μιας μεταξύ τους σύγκρουσης, έστω και προσωρινά.
Όπως φάνηκε και στη δεύτερη Διάσκεψη του Βερολίνου, που έγινε τον Ιούνιο, τα τουρκικά στρατεύματα και οι Σύριοι μισθοφόροι που στηρίζουν την Τρίπολη παραμένουν στη θέση τους, όπως και οι μισθοφόροι από τη Ρωσία, το Σουδάν και το Τσαντ που στηρίζουν τη Βεγγάζη. Με το δάκτυλο στη σκανδάλη εξακολουθούν να είναι συγκεντρωμένοι στην περιοχή της Σύρτης (σε αυτό το σημαντικό λιμάνι, που ελέγχεται από τον LNA, καταλήγουν οι αγωγοί πετρελαίου), ενώ και οι συμφωνίες για το πώς θα διεξαχθούν οι εκλογές δεν έχουν προχωρήσει καθόλου, με αποτέλεσμα οι τελευταίες να είναι στον αέρα.
Παράλληλα, τα μέλη της κυβέρνησης που στηρίζουν την Τρίπολη εξακολουθούν να κλείνουν συμφωνίες με την Τουρκία, με βασική επιδίωξη της τελευταίας να αποτελέσει η Λιβύη στρατιωτική αλλά και εφοδιαστική βάση της στην Αφρική. Στα πλαίσια αυτά, ο ίδιος ο μεταβατικός πρωθυπουργός θεωρεί ότι το τουρκολιβυκό σύμφωνο για την ΑΟΖ (το οποίο απηχεί τις γεωπολιτικές διεκδικήσεις της Τουρκίας για τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και την εκμετάλλευση των πόρων της) βρίσκεται σε πλήρη ισχύ σε αντίθεση με τα μέλη της κυβέρνησης που στηρίζουν τη Βεγγάζη, τα οποία το απορρίπτουν.
Αυξάνεται η εμπλοκή της Ελλάδας στο πεδίο γεωπολιτικών συγκρούσεων της Λιβύης
Να, λοιπόν, γιατί ο ελληνικός καπιταλισμός προσπαθεί να εμπλακεί στη Λιβύη με κάθε τρόπο. Οι δυνατότητές του είναι περιορισμένες και λόγω της κρίσης του και λόγω των τυχοδιωκτικών απαιτήσεών του στη ΝΑ Μεσόγειο, ειδικά σε σχέση με την ΑΟΖ του Καστελόριζου, όπως φάνηκε και από το γεγονός ότι δεν κλήθηκε στη Διάσκεψη του Βερολίνου. Αλλά, όπως δείχνουν οι επισκέψεις του πρωθυπουργού, του υπουργού και του υφυπουργού Εξωτερικών, κρίνεται απαραίτητο να αυξηθούν οι σχέσεις με τη Βεγγάζη, που αρνείται το τουρκολιβυκό σύμφωνο και δέχεται το αντίστοιχο ελληνο-αιγυπτιακό, ώστε να υπάρξει αντίβαρο στην επιρροή της Τουρκίας.
Αυτό, όμως, εμπλέκει άμεσα τη χώρα σε μια ακόμα περιφερειακή σύγκρουση ακριβώς στα νότια σύνορά της, αυξάνοντας τους κινδύνους πολεμικής ανάφλεξης για τους λαούς της περιοχής.