του Πέτρου Κοσμά
Είναι γνωστό ότι προ δεκαημέρου ο Πάνος Καμμένος, κατά την πρώτη του επίσκεψη στην Κύπρο ως υπουργός Άμυνας, προέβη σε εθνικιστικές και πολεμοχαρείς δηλώσεις. Οι επιθετικές αυτές δηλώσεις έρχονται για να προστεθούν στο ήδη δυναμιτισμένο κλίμα που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή και συσχετίζονται με τις αντιδραστικές συμμαχίες οι οποίες χτίζονται και τους αναπτυσσόμενους ανταγωνισμούς.
Οι υπερπατριωτικές κορόνες όμως έχουν και τη σημειολογία τους. Καταρχήν σε τόσο ακραίες και επιθετικές δηλώσεις δεν τόλμησε να προβεί κανένας από τους υπουργούς Άμυνας των προηγούμενων κυβερνήσεων. Τουλάχιστον από όσο είμαστε σε θέση να θυμόμαστε. Έμελλε να έρθει το πλήρωμα του χρόνου και να δούμε στο πόστο αυτό, σε μια συγκυβέρνηση στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ έχει το πάνω χέρι, έναν εθνικιστή να βρυχάται. Αν αυτός είναι ποντίκι ή λιοντάρι, θα φανεί σύντομα.
Τα «απελευθερωτικά» πυροτεχνήματα Καμμένου περί ανακατάληψης έχουν και μια επιπλέον βαρύτητα για τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς και των ιδεών της. Ένας χρόνος ακριβώς συμπληρώνεται αυτές τις μέρες, όταν οι εκπρόσωποι των δύο κοινοτήτων της Κύπρου, ο Ν. Αναστασιάδης και ο Ντ. Έρογλου, κλήθηκαν να συνομιλήσουν και να συμφωνήσουν σε ένα κοινό ανακοινωθέν που θα έβαζε κάποια θεμέλια για τη λύση του Κυπριακού. Να υπενθυμίσουμε πως τότε ένα κομμάτι της κομμουνιστικής Αριστεράς αντιτάχθηκε στο ασφυκτικό ΝΑΤΟϊκό κοινό πλαίσιο στις συνομιλίες των δύο εκπροσώπων, στη βάση ότι η οποιαδήποτε λύση που ενδεχομένως προκύψει θα υποθηκεύσει περαιτέρω την ειρήνη μεταξύ των λαών στην ευρύτερη περιοχή. Είναι οι συσχετισμοί τέτοιοι που δεν αφήνουν περιθώριο στις δύο κοινότητες να θέσουν αυτές τους όρους και να είναι υπέρ των λαών.
Αντ’ αυτού, οι δυνάμεις αυτές κατηγορήθηκαν από ρεύματα της κοσμοπολίτικης Αριστεράς μέχρι και για εθνικισμό. Πολλά κομμάτια αυτού του ρεύματος, όχι όλα, συμμετέχουν στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος συγκυβερνά με τους ΑΝΕΛ. Την εποχή εκείνη μάλιστα είχαν κατακλύσει τα κοινωνικά δίκτυα και άλλους χώρους δημόσιου διαλόγου, για να δείξουν τη στήριξη τους στις συνομιλίες για την εξεύρεση μιας οποιασδήποτε λύσης στο Κυπριακό -αγνοώντας μέσα στη διεθνιστική τους παραζάλη ότι «διακυβεύονταν πολλά περισσότερα», όπως σημειώνει ο Τέρι Ίγκλετον στην κριτική του προς το μεταμοντερνισμό- αλλά και για να επιδείξουν την αντίθεση τους σε ρεύματα της κομμουνιστικής Αριστεράς τα οποία έβλεπαν με σκεπτικισμό (αν όχι με αρνητισμό) το όλο θέαμα που είχε ανακατασκευαστεί γύρω από τις συνομιλίες.
Να υπενθυμίσουμε, επίσης, ότι η ανάλυση πολλών «απορριπτικών» στηρίζεται στις τάξεις και την αέναη τους πάλη, που υπερβαίνει το τυπικό δίπολο εθνικισμού – μεταμοντερνισμού. Σήμερα πολλά από αυτά τα ρεύματα της κοσμοπολίτικης Αριστεράς, εγκλωβισμένα στη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, σφυρίζουν αδιάφορα. Λες και δεν έγιναν ποτέ οι ακραίες και αντιδραστικές δηλώσεις του σημερινού υπουργού Άμυνας. Γεγονός το οποίο δείχνει έμπρακτα τη σύγκλιση μεταξύ του μεταμοντέρνου σχετικισμού και του παρωχημένου εθνικιστικού παροξυσμού σε βαθμό που να επικοινωνούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία.