Χρυσούλα Μονιάκη
▸Το προ ψήφιση νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης επιχειρεί νέα αντιδραστική τομή στην υποχρεωτικότητα της συνεπιμέλειας των παιδιών μετά τη λύση του γάμου και επιτίθεται συνολικά σε κατακτήσεις και λαϊκά δικαιώματα που είχαν κατοχυρωθεί τις προηγούμενες δεκαετίες.
Η κυβέρνηση της ΝΔ φέρνει στη βουλή για ψήφιση ένα νομοσχέδιο που επιχειρεί να «μεταρρυθμίσει» το οικογενειακό δίκαιο και κυρίως τις διατάξεις σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών μετά τη λύση του γάμου. Η προσπάθεια αυτή είναι χαρακτηριστική περίπτωση επίθεσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού –και μάλιστα σε διπλή κρίση– στις κατακτήσεις και στα λαϊκά δικαιώματα που είχαν κατοχυρωθεί τις προηγούμενες δεκαετίες.
Η ρύθμιση που θέλει τους δύο γονείς να αποφασίζουν υποχρεωτικά μαζί για την ανατροφή των παιδιών, ακόμη κι αν ηχεί προοδευτική, είναι βαθιά αντιδραστική. Βρίσκει υπέρμαχους κυρίως έναν συντηρητικό κύκλο πατεράδων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι δύο γονείς είναι απαραίτητοι ανεξαρτήτως συμπεριφορών που ενδέχεται να είναι επιβλαβείς τόσο για το παιδί ή και για τον ένα γονέα (πλειοψηφικά εις βάρος των γυναικών), έχοντας ως πρότυπο οικογένειας μια παραδοσιακή μορφή της.
Από την άλλη, υπάρχουν αντιλήψεις –που εκφράζονται κυρίως από χριστιανικές ενώσεις– οι οποίες αντιτίθενται στο νομοσχέδιο με αφετηρία την ίδια λογική για την οικογένεια, υποστηρίζοντας πως η μητέρα είναι de facto υπεύθυνη για την ανατροφή ενός παιδιού.
Και οι δύο τοποθετήσεις αναπαράγουν τις έμφυλες ανισότητες και παραβλέπουν την ταξική διάσταση της μεταρρύθμισης. Με το υπάρχον νομικό πλαίσιο προβλέπεται ήδη η από κοινού ανατροφή των παιδιών και η απρόσκοπτη συνέχιση της σχέσης και με τους δύο γονείς μετά το διαζύγιο, εφόσον αυτό είναι εφικτό και υπάρχει συναίνεση, ως καλύτερη προϋπόθεση για την υγιή ψυχοσυναισθηματική τους ανάπτυξη.
Η νέα αντιδραστική τομή που επιχειρείται αφορά την υποχρεωτικότητα της συνεπιμέλειας, ακόμα και στην περίπτωση που δεν υπάρχει συναίνεση μεταξύ των πρώην συζύγων, υποχρεώνοντας μάλιστα το παιδί να διαμένει στα δύο σπίτια εναλλάξ.
Μετά τις αντιδράσεις του φεμινιστικού κινήματος αλλά και σύσσωμης σχεδόν της αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση μετέτρεψε την απαράδεκτη διάταξη που προέβλεπε ότι για να αποκλειστεί η επικοινωνία με τον κακοποιητικό γονέα πρέπει να υπάρχει αμετάκλητη καταδίκη εναντίον του με νέα διάταξη που προβλέπει ότι η επικοινωνία μπορεί να περιοριστεί για «εξαιρετικά σοβαρούς λόγους» και η ακαταλληλότητα μπορεί να διαπιστωθεί από κοινωνικούς λειτουργούς.
Το κράτος, αντί να συνεπικουρεί, μεταθέτει την ανάπτυξη των παιδιών αποκλειστικά στους γονείς
Βέβαια, παραμένει δύσκολη η απόδειξη για κακή άσκηση της γονεϊκής μέριμνας, αφού χρειάζεται η οριστική καταδίκη του κακοποιητικού γονέα, μια χρονοβόρα και κοστοβόρα ένδικη διαδικασία.
Για τις ετερόφυλες οικογένειες, γίνεται σαφές ότι αυτή η μεταρρύθμιση δεν προωθεί την ισότητα αφού ο γονιός που θα βρίσκεται σε ασθενέστερη κοινωνικοοικονομική θέση θα επωμίζεται δυσανάλογα για αυτή/όν βάρη, ενώ στο νέο νομοσχέδιο δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για την ΛΟΑΤΚΙ γονεϊκότητα.
Ειδικά για τις γυναίκες, η υποχρεωτική συνεπιμέλεια μπορεί να οδηγήσει σε εγκλωβισμό σε προβληματικό γάμο, αφού είναι συχνή η οικονομική εξάρτηση από τον σύζυγο λόγω της κοινωνικής πίεσης προς τη μητέρα να «να μείνει σπίτι με τα παιδιά», όπως και η ανεργία καθώς μια μητέρα με υποχρεώσεις δεν αποτελεί τον ιδανικό ευέλικτο εργαζόμενο για πολλούς εργοδότες.
Αντί να μετατίθενται οι ευθύνες της σωματικής και ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης των παιδιών αποκλειστικά στους γονείς και ιδιαίτερα στη μητέρα, θα έπρεπε το κράτος να συνεπικουρεί. Συγκεκριμένα:
α) Ιδρύοντας δομές υποστήριξης και ενδυνάμωσης των γονιών, μόνιμα και σταθερά επιδόματα, που θα καλύπτουν τις πραγματικές ανάγκες των φτωχών οικογενειών, δημόσιους και δωρεάν παιδικούς σταθμούς και κέντρα δημιουργικής απασχόλησης των μικρών παιδιών.
β) Ενισχύοντας τη δημόσια εκπαίδευση για την ελάφρυνση των γονιών από τα δυσβάσταχτα πρόσθετα οικονομικά βάρη της μόρφωσης.
γ) Δημιουργώντας δημόσιες δομές κοινωνικής πρόνοιας που να υποστηρίζουν ενεργά το παιδί και τους δύο γονείς σε περιπτώσεις συναινετικής συνεπιμέλειας.
Μόνο έτσι απελευθερώνεται η γυναίκα από την αποκλειστική ανατροφή και υποβοηθούνται οι γονείς να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που προκύπτουν. Σε διαζευγμένα ζευγάρια που δεν τίθενται θέματα κακοποιητικών σχέσεων αποφεύγοντας διενέξεις (για τον χρόνο επαφής του παιδιού, τις διατροφές κλπ), αλλά και στην περίπτωση των κακοποιητικών περιπτώσεων, η ύπαρξη κατάλληλων δομών στηρίζει τον ευάλωτο γονέα –στη συντριπτική πλειοψηφία τη μητέρα– και το παιδί και βοηθά στην απελευθέρωσή τους από το κακοποιητικό περιβάλλον.