Γεράσιμος Λιβιτσάνος
▸ Με κορσέ στα μέτρα της αντιλαϊκής οικονομικής πολιτικής της ΕΕ
Τον πολιτικό στόχο της προσέγγισης της «μεσαίας τάξης», στο πλαίσιο του διπολικού καυγά με τη Νέα Δημοκρατία, επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ με το «πακέτο» προτάσεων που ανακοίνωσε μέσα στην εβδομάδα ο Αλέξης Τσίπρας. Από τη σχετική εκδήλωση έλειπε ο πρώην υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, ενώ ήταν παρούσα η νέα τομεάρχης Έφη Αχτσιόγλου. Με τον τρόπο αυτό πιθανώς επιχειρείται κάποιου είδους συμβολίκή αποκήρυξη των πολιτικών επιλογών του οικονομικού επιτελείου έως το 2019, που έχει κατηγορηθεί για την απώλεια των ψήφων των μεσαίων στρωμάτων. Σε καμία περίπτωση, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποκήρυξε τη λογική των μονόδρομων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην πρότασή του, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται τις φορολογικές πολιτικές που έχουν επιβληθεί τα τελευταία μνημονιακά χρόνια, όπως και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, θεωρώντας δεδομένο ότι οι μικρομεσαίοι πρέπει να καταβάλουν στο ακέραιο τα χρέη τους προς το κράτος, κάνοντας λόγο για 120 δόσεις εξόφλησης. Άλλωστε, ξεκαθάρισε πολλάκις ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καλλιεργεί κουλτούρα μη πληρωμών. Όσον αφορά το ιδιωτικό χρέος, η αξιωματική αντιπολίτευση προτείνει «κουρέματα» έως και 60%, δίχως όμως να αμφισβητεί τον βασικό ρυθμιστικό ρόλο των τραπεζών και των σχέσεων που έχουν διαμορφώσει με τα εισπρακτικά funds. Παράλληλα, μιλά για κατάργηση του πτωχευτικού νόμου και για επαναφορά της προστασίας της πρώτης κατοικίας, παρότι ως κυβέρνηση είχε δεσμευθεί για την κατάργηση της προστασίας αυτής στα όργανα της ΕΕ.
Η ουσία, όμως, στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το ένα ή το άλλο μέτρο, αλλά η αυτοδέσμευσή του –δια στόματος του Αλέξη Τσίπρα– ότι οι προτάσεις και η πρακτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν πρόκειται να παρεκκλίνουν από τα όσα ορίζουν οι πρακτικές και οι κανόνες της ΕΕ. Δεδομένο που φρόντισε να τονίσει και με το παραπάνω ο πρόεδρος του κόμματος.
Ο Αλέξης Τσίπρας επισήμανε ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές προβλέψεις για ενισχύσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον προγραμματισμό του Ταμείου Ανάπτυξης, διαβλέποντας και κυβερνητικές ευθύνες αλλά και δομικά χαρακτηριστικά του εν λόγω ταμείου. Όπως είπε, η ρευστότητα και η ενίσχυσή του μπορεί να γίνει, μόνον εάν το κράτος ασκήσει διοίκηση σε μία από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Αιτιολόγησε, μάλιστα, την εκτίμησή του, σημειώνοντας ότι το κράτος θα μπορούσε να ασκήσει ανάλογα δικαιώματα. Ανέφερε πως «είναι εξαιρετικά κρίσιμο να δούμε με ποιον τρόπο το ελληνικό Δημόσιο με θεσμικό τρόπο θα αποκαταστήσει τη δυνατότητα που μπορεί να έχει στον καπιταλισμό –στον καπιταλισμό όχι στον σοσιαλισμό– αυτός ο οποίος κατέχει μετοχές, αυτός που έχει βάλει λεφτά, δηλαδή, σε έναν μηχανισμό. Το Δημόσιο, εν προκειμένω, έχει βάλει πάνω από 40 δισ. στις ανακεφαλαιοποιήσεις». Παρ’ όλα αυτά, ο Αλέξης Τσίπρας επισήμανε ότι αυτό πρέπει να γίνει «με νομοθετικές παρεμβάσεις σύννομες με το ευρωπαϊκό πλαίσιο», έτσι ώστε, «ακολουθώντας τις καλές ευρωπαϊκές πρακτικές, να αναπροσανατολίσουμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα στον ρόλο που πρέπει να έχει στην πραγματική οικονομία». Στην πραγματικότητα, η θέση αυτή παραπέμπει στον εκπρόσωπο του ελέγχου που ασκεί η ΕΕ στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα που δεν είναι άλλος από τον επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος,Γιάννη Στουρνάρα.