Δανάη Μαραγκουδάκη
Ένας από τους πιο σημαντικούς τρόπους αντιμετώπισης μεταδοτικών ασθενειών είναι η ιχνηλάτηση. Σ’ αυτή την πανδημία πολλές πλούσιες χώρες απέτυχαν ή δεν ενδιαφέρθηκαν να χρησιμοποιήσουν μερικές από τις πιο βασικές και σημαντικές μεθόδους ιχνηλάτησης και η Ελλάδα είναι μία από αυτές. Η όλη κατάσταση εμφανίζεται ως μονόδρομος. Πώς αλλιώς όμως θα μπορούσε να έχει γίνει;
Σύμφωνα με το περιοδικό Nature, πολλές χώρες της Δύσης δυσκολεύτηκαν πολύ με αυτή τη βασική διαδικασία που θα μπορούσε να είχε προστατεύσει περισσότερο τη δημόσια υγεία. Στην Αγγλία, οι αρχές απέτυχαν να επικοινωνήσουν με ένα στα οκτώ άτομα που βγήκαν θετικά στην COVID-19. Επίσης, το 18% αυτών που εντόπισαν δεν παρείχε λεπτομέρειες για τις κοντινές επαφές του. Σε ορισμένες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών, περισσότερα από τα μισά άτομα που βγήκαν θετικά, όταν ρωτήθηκαν σχετικά, δεν έδωσαν λεπτομέρειες αναφορικά με τις επαφές τους. Τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν προέρχονται από το πρώτο κύμα της πανδημίας αλλά από τον Νοέμβριο, δηλαδή πολύ αργότερα από το πρώτο lockdown κι ενώ υπήρχε αρκετός χρόνος για την ανάπτυξη ενός καλύτερου μηχανισμού ιχνηλάτησης. Ο αριθμός επαφών που προσδιορίστηκαν για κάθε περίπτωση COVID-19 ποικίλλει πολύ από χώρα σε χώρα, από 17 κατά μέσο όρο στην Ταϊβάν, έως δύο στο Ηνωμένο Βασίλειο, 1,4 στη Γαλλία και λιγότερες από μία σε περιοχές των ΗΠΑ.
Οι λόγοι για αυτή την αποτυχία είναι αρκετοί και δομικοί. Σίγουρα έπαιξε ρόλο η απουσία συστημάτων σύγχρονης τεχνολογίας, ενώ τα υποχρηματοδοτούμενα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης ήταν ανεπαρκή για να ανταποκριθούν σε μια τόσο μεγάλη πρόκληση. Πολλές χώρες άργησαν ή δεν προσέλαβαν αρκετό κόσμο για να πραγματοποιήσει τη διαδικασία της ιχνηλάτησης ή να διασφαλίσει ότι όσοι βρέθηκαν θετικοί θα μπουν σε καραντίνα.
Όπως αναφέρει το Nature, υπήρξαν αντίθετα χώρες που ξεχώρισαν ως παραδείγματα επιτυχημένης ιχνηλάτησης, όπως η Νότια Κορέα, το Βιετνάμ, η Ιαπωνία και η Ταϊβάν. Κάποιες απ’ αυτές βέβαια απομόνωσαν τα θετικά κρούσματα και εντόπισαν τις επαφές τους χρησιμοποιώντας προσωπικά δεδομένα μέσα από εφαρμογές εντοπισμού σε κινητά τηλέφωνα, καταπατώντας τις δημοκρατικές ελευθερίες των πολιτών. Τέτοιο παράδειγμα ήταν η Νότια Κορέα, το Ισραήλ, το Εκουαδόρ, η Ρωσία κ.ά. Σίγουρα δεν είναι αυτή η απάντηση για την αντιμετώπιση μαζικών κρουσμάτων, ωστόσο κάποια από τα βήματα που χρησιμοποιήθηκαν θα μπορούσαν να αποτελέσουν στοιχεία μιας εναλλακτικής. Ξεκινώντας από τα βασικά, είναι η πολυεπίπεδη ιχνηλάτηση επαφών ενός κρούσματος, η παροχή καταλύματος σε ομάδες που συμβουλεύεται να μπουν σε καραντίνα και η παροχή σχετικής οικονομικής βοήθειας. Συχνά η απροθυμία συμμόρφωσης απέναντι σε μέτρα προστασίας είχε να κάνει με τον φόβο εργαζομένων να χάσουν τη δουλειά τους. Η προοπτική του να είσαι χωρίς εισόδημα για δύο εβδομάδες -ή να χάσεις εντελώς μια δουλειά- είναι μεγάλο αντικίνητρο, ωστόσο η ύπαρξη ενός ικανού επιδόματος θα μπορούσε σαφώς να λειτουργήσει θετικά.
Στην περίπτωση του Βιετνάμ το στοιχείο που έκανε τη διαφορά ήταν η ευρεία χρήση ανθρώπινου δυναμικού που πραγματοποίησε συνεντεύξεις από κοντά. «Οι μπότες στο έδαφος», όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν. Οι 12.000 εκπαιδευμένοι ιχνηλάτες εντόπισαν μερικές φορές και επαφές τρίτου βαθμού, εάν το κρούσμα επιβεβαιωνόταν με καθυστέρηση. Για κάθε κρούσμα γινόταν τεστ σε έως και 200 επαφές του, ανέφερε στο περιοδικό ο Pham Quang Thai, επιδημιολόγος στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Επιδημιολογίας στο Ανόι.
Σε δεύτερο χρόνο, οι ιχνηλάτες έστελναν τις κοντινές επαφές κρουσμάτων σε ειδικές εγκαταστάσεις για καραντίνα. Τη συγκεκριμένη μέθοδο συνέστησε και ο ΠΟΥ τον Αύγουστο ειδικά σε περιπτώσεις που ένα κρούσμα δεν είχε τη δυνατότητα να απομονωθεί από άλλους ανθρώπους στο ίδιο σπίτι. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, το κριτήριο για μια επιτυχημένη επιχείρηση ιχνηλάτησης επαφών κρουσμάτων COVID-19 είναι ο εντοπισμός και η καραντίνα στο 80% των στενών επαφών εντός τριών ημερών από την επιβεβαίωση ενός κρούσματος. Ελάχιστες χώρες πέτυχαν τον στόχο αυτό.
Στην Αυστραλία για παράδειγμα, το δεύτερο κύμα της πανδημίας οδήγησε τη Μελβούρνη σε ένα μαραθώνιο lockdown 112 ημερών. Μέχρι να χαλαρώσουν τα μέτρα στα τέλη Οκτωβρίου, οι Αρχές που έκαναν την ιχνηλάτηση είχαν υιοθετήσει την ιαπωνική πρακτική ανίχνευσης και τη βιετναμέζικη πρακτική της απομόνωσης επαφών.