Καθηγητής πολιτικών επιστημών στο ΑΠΘ
Τα πράγματα θα πάνε χειρότερα, στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο, μέχρι να τους σταματήσουμε, ενώ η εποχή του κοινωνικού συμβιβασμού έχει περάσει. Αυτό εκτιμά ο Σπύρος Μαρκέτος, σημειώνοντας πως όσον αφορά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι αναγκαίο να βαθύνει την πολιτική της συμφωνία και να μιλήσει πιο θεωρητικά — και εκτιμώντας πως η «πολεμική» συγκυρία βοηθά σε αυτό.
Συνέντευξη στον Γιώργο Παυλόπουλο
▶ Το 2020 εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως η χρονιά που άλλαξε πολύ, αν όχι ριζικά τον κόσμο. Πώς, όμως, και προς ποια κατεύθυνση;
Ριζικά δεν άλλαξε τίποτε. Κάποιες τάσεις όμως επιταχύνθηκαν και πολύ περισσότερος κόσμος βλέπει τώρα πού οδεύει το σύστημα. Αυτό μπορεί να είναι και καλό, αν η αντικαπιταλιστική αριστερά δώσει επαναστατική προοπτική. Για την ώρα, τα ισχυρά κέντρα εξουσίας κάνουν την πανδημία ευκαιρία για να προωθήσουν την ατζέντα τους. Αλλά λύση στα προβλήματα του συστήματος δεν έχουν. Οι επιπτώσεις της πανδημίας – ή μάλλον ακριβέστερα συνδημίας – επιτάχυναν προϋπάρχουσες και αλληλένδετες τάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, ενώ η γενική κίνηση δεν άλλαξε κατεύθυνση.
Το κεφάλαιο, έχοντας προ πολλού εγκαταλείψει την πολιτική ταξικού συμβιβασμού, τώρα τρώει τις σάρκες του, τσακίζοντας τη μεσαία τάξη. Πλούτος κι εξουσία μεταφέρονται από κάτω προς τα πάνω, σαν σωληνάριο οδοντόπαστας, που πιέζεις τη βάση του και αδειάζει. Αυτή η πολιτική απαλλοτριωτικής συσσώρευσης, που εφαρμόζεται συχνά στη Δύση, είναι εξ’ ορισμού ακροδεξιά. Στο πλαίσιό της βλέπουμε χρηματιστικοποίηση και υπερχρέωση, κοινωνική πόλωση κι ενίσχυση των ολιγαρχών στο εσωτερικό της τάξης των καπιταλιστών, πολιτική αυταρχοποίηση έως και δεσποτισμό, ανατροπή δημοκρατικών κατακτήσεων, συρρίκνωση κοινωνικών δικαιωμάτων, αποψίλωση του λεγόμενου κράτους πρόνοιας. Επίσης εξασθένηση της λεγόμενης Δύσης κι επαναφορά του παγκόσμιου κέντρου βάρους, μετά από παρένθεση δύο αιώνων, στη νοτιοανατολική Ασία, καθώς ολοένα οξύνονται οι γεωπολιτικές εντάσεις στο πλαίσιο της περιφερειοποίησης που αντικατέστησε τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση.
Οι επιπτώσεις στην καθημερινότητα των ανθρώπων είναι καταστροφικές, μέσα από φαινόμενα όπως η μαζική ανεργία και η ενδοοικογενειακή βία. Τα ψυχικά νοσήματα πολλαπλασιάζονται κι εξαπλώνονται, μ’ επικουρία κράτους και κεφαλαίου, διαιρετικά για τον λαό ιδεολογήματα και κατεξοχήν ο ρατσισμός, ο εθνικισμός και ο μισογυνισμός. Όλα αυτά υπήρχαν και προηγουμένως. Αλλά τώρα με αφορμή την συνδημία η συστημική μισανθρωπία ριζώνει σε τμήματα του πληθυσμού και η απαξίωση της ζωής των αδύναμων επιταχύνεται. Ανοιχτά προπαγανδίζεται πλέον η ιδέα πως, εκτός από τις ζωές των καπιταλιστών που είναι βεβαίως πολύτιμες, είναι άχρηστες και περιττές οι ζωές όσων δεν παράγουν υπεραξία, ενώ αναλώσιμες θεωρούνται ακόμη και οι ζωές όσων παράγουν. Θα την δείτε συχνά συσκευασμένη σε χιπστεράδικο ή δήθεν οικολογικό περιτύλιγμα.
▶ Μέσα στην καταιγίδα των αρνητικών, έως και τραγικών γεγονότων, ξεχωρίζεις κάτι θετικό που μπορεί να μείνει ως παρακαταθήκη για το μέλλον;
Με όλα αυτά το σύστημα αποσταθεροποιείται πολιτικά. Χάνονται πολλές φενάκες. Λόγου χάρη ο κόσμος πλέον βλέπει ότι ισονομία δεν υπάρχει. Θυμώνει βλέποντας ότι τα εμβόλια τα αρπάζουν οι ισχυροί, ενώ οι απλοί άνθρωποι χάνονται έξω από τις ΜΕΘ. Οι βόλτες στο Ντουμπάι δεν προκαλούσαν σάλο πέρυσι. Η προϊούσα απονομιμοποίηση του συστήματος όμως θ’ αποδειχτεί θετική αν, και μόνον αν, η Αριστερά επεξεργαστεί μια προσαρμοσμένη στις ανάγκες των καιρών συνολική πρόταση και οικοδομήσει το αντίπαλο δέος, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Αλλιώς, απλώς εξαπλώνονται κυνικές αντιλήψεις και νοοτροπίες σκλάβων. Για την ώρα, δυστυχώς, δημόσια κριτική στην κυρίαρχη ακροδεξιά, σ’ όλη την Ευρώπη, ασκεί κυρίως αυτή που θα ονομάζαμε «Δεξιά των νοικοκυραίων». Η αριστερή κριτική είναι πολύ βαθύτερη, αλλά δυστυχώς δεν ακούγεται ευρύτερα. Εξαιρετικά θετική εξέλιξη είναι ότι η νεολαία πολιτικοποιείται γοργά. Δεν αποτυπώνεται ακόμη αυτό στο δημόσιο λόγο, αλλά είναι σαφές στα νέα μέσα επικοινωνίας. Πρέπει λοιπόν επειγόντως η επαναστατική Αριστερά να μιλήσει στη νεολαία μέσα από τα δικά της μέσα, στη δική της γλώσσα και για τις δικές της μέριμνες. Ώστε να κάνει την πολιτικοποίηση, ριζοσπαστικοποίηση. Αλλιώς και πάλι θα βγει ωφελημένη η Δεξιά.
▶ Ελπίζεις κι εσύ ότι με τη νέα χρονιά τίποτε δεν μπορεί να πάει χειρότερα;
Φυσικά και τα πράγματα θα πάνε χειρότερα, στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο, την ερχόμενη χρονιά και όλες τις επόμενες, μέχρι να τους σταματήσουμε. Η εποχή του κοινωνικού συμβιβασμού έχει περάσει.
Επί πεντακόσια χρόνια το καπιταλιστικό σύστημα αναπαράγεται μέσα από μια αδήριτη διαδικασία συσσώρευσης και συγκέντρωσης του κεφαλαίου, ενώ οι ίδιοι μηχανισμοί που δίνουν στην καπιταλιστική ολιγαρχία ολοένα περισσότερο πλούτο και δύναμη, στο προλεταριάτο σκορπούν φτώχεια και ανημπόρια, δυστυχία και αμάθεια. Χονδρικά, από το 1950 ως το 2000, για ποικίλους λόγους εξωτερικούς και εσωτερικούς, η Ελλάδα βελτίωσε τη θέση της στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας κι ένα μικρό μέρος των ωφελημάτων πέρασε και στο λαό. Από την εισβολή του ευρώ όμως και ιδίως μετά το 2008, όταν η παγκόσμια οικονομική κρίση πέρασε στην κινητική της φάση, η χώρα έχει καθηλωθεί στον πάτο της ευρωζώνης και ο πληθυσμός προλεταριοποιείται γοργά. Σήμερα έχουμε οικονομική συρρίκνωση αφενός εξαιτίας ενός εξωγενούς παράγοντα, δηλαδή της συνδημίας και αφετέρου εξαιτίας της ενδογενούς κρίσης του καπιταλισμού, η οποία πράγματι χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Αυτά επάγονται πολιτική αποσταθεροποίηση. Η στροφή προς τον αυταρχισμό αναπόφευκτα εντείνεται όσο στενεύει η κοινωνική βάση του καθεστώτος. Έχουν άλλη λύση; Όχι! Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε ολόγυρά μας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ορθά χαρακτηρίζεται συντηρητική ακροδεξιά
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, λοιπόν, ορθά χαρακτηρίζεται συντηρητική ακροδεξιά. Όχι εξαιτίας των επιλογών της στην οικονομία, αφού σε αυτές φιλελεύθεροι και συντηρητικοί ακροδεξιοί ταυτίζονται, αμφότεροι χρησιμοποιούν την αγορά όσο και την κρατική παρέμβαση για να υπηρετήσουν το μεγάλο κεφάλαιο. Ούτε εξαιτίας του αυταρχισμού της, καθώς και αυτός επίσης χαρακτηρίζει εξίσου συντηρητικούς και φιλελεύθερους. Ούτε καν εξαιτίας του ρατσισμού και του αντιπροσφυγισμού της, με τους οποίους επίσης συντάσσονται οι φιλελεύθεροι. Αλλά επειδή συνδέει το πρόγραμμα απαλλοτριωτικής συσσώρευσης υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου, που αυταρχικά προωθεί, με συντηρητικές πολιτισμικές επιλογές που προάγουν οι υπουργοί της – χονδρικά με το «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια».
Αυτό λοιπόν που οξύμωρα χαρακτηρίζεται ακραίο Κέντρο είναι κατά τη γνώμη μου η αληθινή Ακροδεξιά. Αν εστιάσουμε στις πράξεις αντί της ρητορείας, βλέπουμε ότι την ακροδεξιά ολιγαρχική ατζέντα προωθούν συντηρητικοί όσο και φιλελεύθεροι τύπου Μητσοτάκη, Μακρόν, Μέρκελ ή Τζόνσον. Η Ακροδεξιά έχει μερίδες φιλελεύθερες και συντηρητικές, σε κάποιες χώρες και φασιστικές. Όλες δουλεύουν για το μεγάλο κεφάλαιο. Αντίθετα, εκείνοι που τα μέσα ενημέρωσης ονομάζουν ακροδεξιούς, από τον Τραμπ ως τον Σαλβίνι και τον Όρμπαν, δεν είναι παρά η παλιά καλή Δεξιά που συσπειρώνει δίπλα σε μερίδες του μεγάλου κεφαλαίου κυρίως νοικοκυραίους. Αυτή η Δεξιά στη χώρα μας προσώρας στερείται πολιτικής έκφρασης, αλλά ίσως αύριο να την εκφράσουν η λεγόμενη «λαϊκή Δεξιά» και δίπλα της μηχανισμοί, όπως ΚΙΝΑΛ ή ΣΥΡΙΖΑ, που παριστάνουν για λόγους επικοινωνιακούς πως είναι δήθεν αριστεροί ή σοσιαλδημοκράτες. Δεν είναι, όμως, καθώς στηρίζουν το κεφάλαιο ή ακόμη και την ολιγαρχία. Ολιγαρχική Αριστερά ή σοσιαλδημοκρατία είναι ανέκδοτο. Αναζητώντας πολιτικό χώρο μπορεί να γίνουν φιλελεύθερη δεξιά και ίσως να το δούμε αυτό μέσα στο 2021, αν δηλαδή επιδιώξουν να εκφράσουν τους νοικοκυραίους απέναντι στη συντηρητική ακροδεξιά κυβέρνηση που τους καταστρέφει, αλλά Αριστερά δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν, ούτε σοσιαλδημοκρατία.
▶ Ποια θεωρείς ότι θα είναι τα «καυτά» μέτωπα του 2021 – αν και το 2020 έστειλε τις προβλέψεις στα σκουπίδια…
Ριψοκίνδυνο αλλά και πάλι αναγκαίο να κάνουμε προβλέψεις φέτος. Ή αβεβαιότητα είναι το μόνο βέβαιο. Αβεβαιότητα και αμηχανία δική μας όσο και δική τους. Η κυβέρνηση διατηρεί επικοινωνιακή κυριαρχία, αλλά οι λαϊκές διαθέσεις και μέριμνες δεν αποτυπώνονται σε όσα δείχνουν τα μέσα ενημέρωσης. Πολύς κόσμος έχει γονατίσει, άλλος ριζοσπαστικοποιείται, όχι μονάχα προς τ’ αριστερά. Ιστορικά οι λαοί παίρνουν πρωτοβουλία όταν τα χειρότερα έχουν περάσει, όταν η ελπίδα επιστρέφει, όχι την ώρα του πιο μαύρου σκοταδιού. Αλλά η στιγμή που η καρδιά των πολλών ξαλαφρώνει ακόμη δεν ήρθε. Θα έρθει, αλλά δεν ξέρουμε πώς θα είναι ο κόσμος όταν θα έρθει. Η επαναστατική Αριστερά πρέπει να μείνει όρθια ως τότε και κυρίως να έχει ένα πρόγραμμα μάχης για την επόμενη μέρα. Χωρίς αυτό έχουμε αξιοπιστία μόνο στον κόσμο που μας γνωρίζει. Πρέπει λοιπόν άμεσα και με σοβαρότητα να ξεκινήσουμε την επεξεργασία του, όσο πιεστικές και αν είναι οι υπόλοιπες προτεραιότητες. Αλλιώς τη δυσαρέσκεια θα καρπωθεί αναμασώντας αερολογίες η φιλελεύθερη Δεξιά. Ποια θα είναι λοιπόν τα καυτά μέτωπα; Παίρνουμε βαθιά ανάσα.
-Κλιμάκωση του ανταγωνισμού με την Τουρκία, εξαιτίας της γεωπολιτικής αποσταθεροποίησης που προκαλεί η προϊούσα εξασθένηση των ΗΠΑ. Άγνωστο πώς θα χρηματοδοτήσει η κυβέρνηση τους εξοπλισμούς που ονειρεύεται και τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς που αστόχαστα εγκολπώνεται. Πολιτική υψηλού ρίσκου.
-Στην οικονομία η κυβέρνηση κυνικά κλείνει τους μικρομεσαίους που την ψήφισαν ώστε να πάρουν το μερίδιο αγοράς τους οι μεγάλοι, και κυρίως αυτοί ν’ απορροφήσουν την αναμενόμενη παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ. Τα μεσοστρώματα προλεταριοποιούνται και τα εργατικά νοικοκυριά καταστρέφονται, ενώ η ασφαλιστική δικλείδα της μετανάστευσης έχει κλείσει. Πολιτική με εξίσου αβέβαιη κατάληξη.
-Δημόσια παιδεία, πρόνοια και σύστημα υγείας οδηγούνται σε κατάρρευση μέσω της υποχρηματοδότησης, με το κεφάλαιο να διαλέγει φιλέτα προς αρπαγή, ενώ συνάμα σκυλεύει τα κουφάρια των ασφαλιστικών ταμείων. Επίσης ριψοκίνδυνη πολιτική επιλογή.
-Οι επιθέσεις στις λαϊκές ελευθερίες και τις δημοκρατικές κατακτήσεις θα κλιμακωθούν επίσης, ήδη έχουμε σαφή δείγματα γραφής με την απαγόρευση των διαδηλώσεων, την πανεπιστημιακή αστυνομία και την αλλοπρόσαλλη πολιτική εγκλεισμού.
Συνολικά επιδιώκεται ριζική και μόνιμη ανατροπή του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου. Γιατί όμως η συντηρητική Ακροδεξιά αποτολμά σήμερα αυτά που πάντοτε ήθελε, αλλά ως χτες φοβόταν να επιχειρήσει; Μήπως επειδή την συνδράμουν αντί να την αντιπολιτεύονται η δήθεν σοσιαλδημοκρατία και η ψευδώνυμη Αριστερά, που επίσης δουλεύουν για το ολιγαρχικό κεφάλαιο;
▶ Έχει τρόπους και δρόμους ο καπιταλισμός να ξεπεράσει και αυτή του την κρίση;
Δεν πρόκειται για νέα κρίση. Το καπιταλιστικό κοσμοσύστημα, για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Ιμάνουελ Βαλερστάιν, φτιάχτηκε πριν από πεντακόσια χρόνια περίπου, εξαπλώθηκε ώσπου κάλυψε όλη την οικουμένη κι έπαψε να επεκτείνεται και πριν από καμιά πενηνταριά χρόνια μπήκε στην περίοδο της τερματικής του κρίσης. Αυτήν ανάγγειλαν η παγκόσμια επανάσταση που συμβατικά χρονολογούμε στο 1968 και η νομισματική αποσταθεροποίηση το 1971. Η κρίση έχει πολλές φάσεις, σε κάποιες από τις οποίες ο ιστορικός χρόνος πυκνώνει. Ωστόσο είναι μία, είναι γενική και είναι τερματική, με την έννοια ότι οδηγεί σε άλλο σύστημα. Για λόγους επιστημονικής ακρίβειας χρησιμοποιούμε άλλους όρους για τα μικρότερα προβλήματα, κρατώντας τον όρο «κρίση» γι’ αυτό το σύνθετο και μεγάλο φαινόμενο.
Η έκβαση της κρίσης παραμένει ανοιχτή και απρόβλεπτη, θα εξαρτηθεί από τη δράση των λαών. Αν αυτοί νικήσουν, το νέο σύστημα θα είναι δημοκρατικό, με την έννοια ότι θα προάγει τα συμφέροντα του δήμου, του λαού των ακτημόνων, σήμερα του προλεταριάτου, με βάση τις λαϊκές αξίες της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης. Αν πάλι νικήσει η καπιταλιστική ολιγαρχία θα εδραιώσει παγκόσμια την κοινωνικά πολωμένη και ψηφιοποιημένη δυστοπία που ήδη διακρίνεται καθαρά, αλλάζοντας γι’ άλλη μια φορά τους όρους του καπιταλιστικού παιχνιδιού προς το συμφέρον της, όπως έχει ήδη κάνει πολλές φορές. Η καπιταλιστική ολιγαρχία λοιπόν επιδιώκει να… κατσικωθεί στην κορυφή του συστήματος ακόμη και αν αυτό πάψει να είναι καπιταλιστικό. Ήδη, πριν από τη συνδημία, είχαμε παγκόσμια αδιάκοπη και ιστορικά πρωτοφανή παροχή ρευστότητας στο κεφάλαιο προκειμένου να στηριχθούν μέτοχοι και δανειστές.
Η παλαιότερα ιερή διάκριση μεταξύ καπιταλιστών και πολιτικών διαχειριστών του συστήματος επίσης διαβρώνεται. Το κράτος αναλαμβάνει στην οικονομία και σε πολλούς άλλους τομείς όχι απλώς ρυθμιστικό αλλά καθοδηγητικό ρόλο, ενώ από την άλλη μεριά ολιγάρχες αποκτούν ιδιωτικούς στρατούς. Εξαιτίας αυτών των φαινομένων, όπως και άλλων, άνοιξε η συζήτηση για τη λεγόμενη νεοφεουδαρχία. Όρος χρηστικός, ο οποίος ωστόσο δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι λύση θα μπορούσε δήθεν να έδινε ένας «πραγματικός καπιταλισμός». Ωστόσο, πραγματικός καπιταλισμός είναι ο υπαρκτός καπιταλισμός, όχι οι δογματικές φαντασιώσεις κάποιων οικονομολόγων. Πολλοί αναρχικοί και ψευτομαρξιστές, παίρνοντας τοις μετρητοίς την αστική ρητορεία, φαντάζονται ότι ο καπιταλισμός είναι δήθεν απρόσωπο σύστημα, ότι η αγορά είναι ελεύθερη, ότι έχουμε δημοκρατία, ότι το κράτος είναι «πουλαντζικό» πεδίο ταξικού ανταγωνισμού και τα παρόμοια. Ένα καλό που έκανε η πανδημία είναι ότι έδειξε πως όλα αυτά τα ιδεολογήματα δεν έχουν θέση στη ρεαλιστική ανάλυση.
Είναι αναγκαίο να μιλήσουμε σήμερα στη νεολαία με τη γλώσσα της και για τα ζητήματα που την απασχολούν και την ενδιαφέρουν
Έγινε, άραγε, ο κομμουνισμός πιο επίκαιρος και αναγκαίος ή «ποιος ασχολείται τώρα με αυτά, που δεν ξέρουμε εάν θα ζούμε αύριο»;
Η ιδέα του κομμουνισμού δεν είναι απλώς επίκαιρη και αναγκαία, αλλά κι εξαπλώνεται γοργά παγκόσμια, ιδίως στη νεολαία. Δεν το δείχνουν αυτό τα μίντια, αλλά οι «δεξαμενές σκέψης» το συζητούν εκτενώς. Οι κομμουνιστικές οργανώσεις οφείλουν λοιπόν να μιλήσουν στη νεολαία άμεσα, στα δικά της μέσα και στη δική της γλώσσα, για τις δικές της μέριμνες. Βλέπει η νεολαία κάτι, που μεγαλύτεροι δεν βλέπουν; Είναι απλώς ότι δεν έχει τσακιστεί ψυχικά από τη μισθωτή σκλαβιά, όπως οι προηγούμενες γενιές; Είναι μήπως ότι αρνείται να πιστέψει την κυρίαρχη προπαγάνδα επειδή αντιλαμβάνεται την προλεταριοποίηση της και ότι δεν έχει μέλλον μέσα σ’ αυτό το σύστημα; Είναι ότι βλέπει τον πλανήτη να πεθαίνει παραδομένος στον υπαρκτό καπιταλισμό;
Πάντως, η ελπίδα του κομμουνισμού περιβάλλεται από το ζόφο της εξατομίκευσης, της ψυχικής συντριβής και της διανοητικής σύγχυσης των προλετάριων, δοκιμασμένων όπλων του καπιταλιστικού πλέγματος εξουσίας, που έχει άλλωστε μεγάλη εμπειρία στη χρήση τους. Ο σοσιαλισμός είναι ουτοπία, επαναλαμβάνουν διάφορα φερέφωνα, καμένα μυαλά και τσακισμένες ψυχές. Κοίτα την πάρτη σου κι αν επιμένεις να αγωνιστείς, τότε πάλεψε για κάποια χειροπιαστή μεταρρύθμιση. Οι έξυπνοι, που τα λένε αυτά χαραμίζοντας τη ζωή τους, γονατίζουν μπροστά σε κάθε ισχυρό και κυνηγούν πλασματικό χρήμα μέσα σε μία εικονική οικονομία για να πληρώσουν φανταστικά χρέη, ώστε να τους επιτρέψει ο καπιταλισμός να συνεχίσουν να ζούνε στον πλανήτη μας, αν όχι πάντοτε και στη χώρα όπου γεννήθηκαν. Ζωή καθηλωμένη στον χώρο εργασίας ή μπροστά σε κάποια οθόνη και κατά κανόνα τιγκαρισμένη στα ψυχοφάρμακα. Και ζητούν και από εμάς να κάνουμε το ίδιο. Η ρεαλιστική απάντηση εδώ είναι, «Όχι, ευχαριστώ»! Η νεολαία έτσι απαντά, ολοένα συχνότερα. Το κρίσιμο ερώτημα για μας είναι πώς δίνουμε πολιτική προοπτική στην ολοένα συχνότερη διάθεση πολιτισμικής αντίστασης;
▶ Ποιες είναι οι βασικές προκλήσεις για την αντικαπιταλιστική-επαναστατική Αριστερά στην Ελλάδα, σ’ αυτήν τη συγκυρία;
Ενώ οι κοινωνικές εντάσεις κλιμακώνονται στην Ελλάδα και σ’ όλη την Ευρώπη, και παρά τις νέες συνθήκες της συνδημίας, η βασική πρόκληση για την Αριστερά το 2021 είναι η ίδια που ήταν το 2020, το 2019 και πάει λέγοντας. Η κατακρήμνιση στη δυστοπία θα συνεχίζεται μέχρι η επαναστατική Αριστερά να γίνει αντίπαλο δέος στους διαχειριστές του καπιταλισμού, φιλελεύθερους και συντηρητικούς. Έργο μας είναι να επεξεργαστούμε, να συμφωνήσουμε και να διαδώσουμε ένα περιεκτικό πολιτικό σχέδιο με πειστικά μεταβατικά αιτήματα που θα μας επιτρέψει να ριζώσουμε στις μάζες. Πρέπει να μιλήσουμε στο λαό στη δική του γλώσσα, για πράγματα που τον απασχολούν εδώ και τώρα. Πρέπει πρώτα-πρώτα να ριζώσουμε σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και περιοχές, άρα να δούμε ρεαλιστικά τις δυνάμεις μας αντί να τις σπαταλάμε ατελέσφορα. Όσο δεν τα κάνουμε όλα αυτά δεν αποτελούμε κίνδυνο για τον καπιταλισμό, αλλά μάλλον αυτοπεριοριζόμαστε στο ρόλο καλών παιδιών κι έντιμων αγωνιστριών, που προσπαθούν με συμβολικές δράσεις, ασπιρίνες, να γιατρέψουν κάποια κοινωνικά δεινά, δηλαδή κάτι σαν ΜΚΟ και μάλιστα απλήρωτη.
ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Προτού μιλήσουμε στο λαό πρέπει να μιλήσουμε μεταξύ μας
Τα μεταβατικά αιτήματα που προβάλλει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ από την ίδρυση της είναι ολόσωστα και δικαιώθηκαν στα δύσκολα χρόνια που μεσολάβησαν. Ωστόσο, χρειάζονται ανάπτυξη κι επικαιροποίηση. Δεν αποτελούν το περιεκτικό πολιτικό σχέδιο που θα δείξει στο λαό – ο οποίος αύριο θ’ αναζητά πάλι σωτήρα – ότι δεν έχει τίποτα να ελπίζει από τη φιλελεύθερη ακροδεξιά, από πολιτικούς μηχανισμούς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ.
Προτού λοιπόν μιλήσουμε στο λαό πρέπει να μιλήσουμε μεταξύ μας. Επείγει, αλλά δεν το κάνουμε αρκετά. Η Καθολική Εκκλησία, αρχετυπικός πολιτικός θεσμός και μηχανισμός της Ευρώπης, όποτε πεθαίνει ο Πάπας μαζεύει τους τους καρδινάλιους, τους κλειδώνει σ’ ένα δωμάτιο και δεν τους αφήνει να βγουν προτού συμφωνήσουν ποιος θα είναι ο νέος Πάπας, ο οποίος θα εφαρμόσει τη μια ή την άλλη πολιτική. Εμείς γιατί δεν κάνουμε το ίδιο; Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ διαθέτει πρόσωπα με αναγνωρισιμότητα και αποδεδειγμένες ηγετικές αρετές, γιατρούς πρώτης γραμμής ή πρωτεργάτες στην καταδίκη της χιτλερικής συμμορίας. Αν δεν τα αξιοποιήσουμε για να αποκτήσουμε πρώτα-πρώτα κοινοβουλευτική παρουσία, που θα μας κάνει υπολογίσιμο πολιτικό παράγοντα και θα διευκολύνει τους καθημερινούς αγώνες του λαού, απλώς διευκολύνουμε το σύστημα ν’ αναπαράγεται ανεμπόδιστα.
Η καχεξία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τα τελευταία χρόνια σε μεγάλο βαθμό αποτυπώνει τη γενικότερη κρίση της Αριστεράς και παράγοντες που δεν ελέγχουμε. Αυτά όμως που μπορούμε να κάνουμε, ας τα κάνουμε. Οπωσδήποτε ας βαθύνουμε την πολιτική μας συμφωνία ώστε, για παράδειγμα, να μη δίνουμε εντύπωση ελαφρότητας κατεβαίνοντας σκόρπια στις διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς ή της ΔΕΘ. Για να λυθούν όμως τέτοια πρακτικά ή συμβολικά προβλήματα πρέπει προηγουμένως να συζητήσουμε ζητήματα πιο θεωρητικά. Μπορεί κάτι τέτοιο να γίνει σε καιρούς πανδημίας και αβεβαιότητας; Η ιστορική εμπειρία δείχνει πως ναι, πράγματι μπορεί, όπως συνέβη τη δεκαετία του 1940. Η εμπειρία της συνδημίας έχει ομοιότητες με την εμπειρία του πολέμου. Ο πόλεμος δημιουργεί πρακτικά προβλήματα, αλλά και συχνά βοηθά τη σκέψη να συγκεντρωθεί στα ουσιώδη. Στον πόλεμο δεν σώζεται πάντοτε εκείνος που ψάχνει να βρει τρύπα για να τρυπώσει. Αλλά έχει στρατηγικό πλεονέκτημα εκείνος που ξέρει τι θέλει, διαθέτει σχέδιο και στόχους, κινητοποιεί το λαό ακούγοντάς τον και δείχνοντας αλληλεγγύη. Και κυρίως γνωρίζει ποιος είναι εχθρός και ποιος φίλος.