Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Γιάννης Ελαφρός
Σε συνθήκες πρωτοφανέρωτης επίθεσης στα εργατικά λαϊκά στρώματα, με δεκάδες νεκρούς κάθε μέρα από κορονοϊό και με την ανεργία και τη φτώχεια να εξαπλώνεται προκαλεί εντύπωση η καθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ και η απουσία του από κάθε κινηματική διεκδίκηση. Πρόκειται για αποτέλεσμα της ουσιαστικής συναίνεσής του στην κυρίαρχη πολιτική και της προετοιμασίας του για αστική κυβερνητική διαχείριση.
Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ μένει στάσιμος παρά την κυβερνητική φθορά;
«Αναρωτιούνται πολλοί γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εισπράττει τη φθορά της Νέας Δημοκρατίας και παραμένει στάσιμος στα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις ή στην καλύτερη γι’ αυτόν περίπτωση ανεβαίνει λίγο», έγραφε ο Τάσος Παππάς στην Εφημερίδα των Συντακτών (3/12/20), υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο «Τι έχουν τα έρμα και δεν αβγαταίνουν;» «Παρά το γεγονός ότι το κλίμα στην κοινωνία αλλάζει αργά αλλά σταθερά, παρά το γεγονός ότι οι επιδόσεις της κυβέρνησης σε όλα τα πεδία δεν είναι καλές … η αξιωματική αντιπολίτευση δεν φαίνεται να κερδίζει έδαφος», σημειώνεται. Ο Τ. Παππάς αναζητά τις αιτίες στις κυβερνητικές «πληγές» του ΣΥΡΙΖΑ, στον «αναγκαστικό συμβιβασμό του με την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου» και στο έλλειμμα ουσιαστικής συζήτηση στο εσωτερικό του. Όπως κάνουν πολλοί υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ, ο Τ. Παππάς τα ρίχνει και στα κυρίαρχα ΜΜΕ, που στηρίζουν την κυβέρνηση. Αλλά βεβαίως καμία αντιπολίτευση δεν κέρδισε με εύνοια του αντιπάλου…
Το κείμενο αυτό είναι ένα από τα πολλά που γράφονται και βάζουν το ίδιο εύλογο ερώτημα. «Για υπό-εκπροσώπηση του ΣΥΡΙΖΑ σε κάθε μορφή λαϊκής οργάνωσης» και «διαχειριστικό χαρακτήρα της αντιπολίτευσης που ασκεί, με τις πολλές ‘’προτάσεις’’ και τους ελάχιστους αγώνες» γράφει ο Παναγιώτης Τζανετής στο tvxs.gr, σημειώνοντας πως «στους ριζοσπαστικοποιημένους υγειονομικούς ο ΣΥΡΙΖΑ, βλέπει την πλάτη όχι μόνο του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά ακόμη και του ΚΙΝΑΛ». «Το μόνο δίλημμα που οι γραφειοκρατίες μπορούν να θέσουν είναι: περισσότερη ή λιγότερη βαρβαρότητα; Οπότε, ευλόγως, θα προτιμηθεί το γνήσιο κι όχι το imitation!», καταλήγει.
Στο ίδιο πολιτικό πλαίσιο κινείται ο αστικός δικομματισμός ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ
Γιατί η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται καθηλωμένη, παρά την κυβερνητική φθορά; Βασική αιτία αποτελεί το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παρά την προοδευτική και αριστερή ρητορική έχει αμετάκλητα συγκλίνει με τη ΝΔ στην αστική νεοφιλελεύθερη διαχείριση στα βασικά ζητήματα, με διαφοροποιήσεις σε δευτερεύοντα θέματα. Ο ευρύτερος προοδευτικός κόσμος που επηρεάζεται απ’τον ΣΥΡΙΖΑ και θα μπορούσε να προσελκυστεί απ’ τον αριστερό λόγο του, αντιλαμβάνεται από την πείρα και τη γνώση του, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ότι η πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ στην ουσία της κινείται στην ίδια κατεύθυνση μ’ αυτήν της ΝΔ.
Βασικό τεκμήριο αποτελεί το πρόσφατο «σχέδιο αντι-Πισσαρίδη» (σαΠ), που συμπυκνώνει την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την υπέρβαση της πολύπλευρης τρέχουσας κρίσης. Άξονας της πρότασης είναι η αξιοποίηση των έκτακτων κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης (32 δις), στα οποία προστίθενται και τα 40 δις των πάγιων εισροών απ’τα ΕΣΠΑ (Πολιτική Συνοχής) και την ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική). Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να εμφανίζει τη διαχείριση αυτών των κονδυλίων ως ουδέτερη, τεχνοκρατική, αταξική,προσφερόμενη, επομένως, και για φιλολαϊκή χρήση από μια προοδευτική κυβέρνηση, όπως, υποτίθεται, αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Σ’ αυτό το πνεύμα επιχειρεί να θέσει την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση αυτού του πακέτου απ’ τη ΝΔ και στη «φιλολαϊκή διαχείριση» του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, την ηγεμονία των μεγάλων πολυεθνικών, που θα λάβουν τη μερίδα του λέοντος, παραδέχεται και το αντισχέδιο στην εκτίμησή του ότι η ΕΕ θ’αποπληρώσει αυτούς τους δανεικούς πόρους με τη φορολόγηση των υπερκερδών των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει τέσσερις πυλώνες της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης από τη ΝΔ των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, οι οποίοι όμως καθορίζουν και τη δική του πολιτική. Συγκεκριμένα: Την ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα με ιδιωτικοποιήσεις, την περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, τη συρρίκνωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τη μείωση της φορολογίας για τις ανώτερες τάξεις. Στην πραγματικότητα, και το Σχέδιο «Αντι-Πισσαρίδη», αποκλείει τις ιδιωτικοποιήσεις μόνο σε υποδομές και ενέργεια. Ωστόσο, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ούτε σε αυτούς τους τομείς απέκλεισε την ιδιωτικοποίηση, ξεπουλώντας λιμάνια, τρένα και ενέργεια με τη δημιουργία εταιρειών εμπορίας του ρεύματος που παράγει η ΔΕΗ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται υπέρ των εργαζομένων και των μικρομεσαίων, αλλά η πολιτική της ΕΕ και της ενίσχυσης του κεφαλαίου που υποστηρίζει οδηγεί σε κτύπημα των λαϊκών στρωμάτων
Στην περίοδο της κρίσης γενικά οι πολύμορφες ελαστικές εργασιακές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένης και της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, τείνουν να κυριαρχήσουν. Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες επί ΣΥΡΙΖΑ δέχτηκαν αποφασιστικό πλήγμα λόγω ενίσχυσης των μεγάλων επιχειρήσεων και της βαριάς φορολόγησής τους. Φορολογικά κίνητρα στις μεγάλες επιχειρήσεις, ξένες και ελληνικές, παρέσχε και ο ΣΥΡΙΖΑ σε συνδυασμό με την χρόνια ανοχή της μεγάλης φοροδιαφυγής τους. Εκτός των παραπάνω, η απουσία από το Σχέδιο οποιασδήποτε λογικής σύγκρουσης με την ΕΕ (που δανείζεται τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης) και τα κυρίαρχα μονοπώλια, που έχουν υπερενισχυθεί στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, ούτε τον αφελέστερο πολίτη της χώρας δύναται να πείσει ότι είναι δυνατή μία φιλολαϊκή διαχείριση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Αλλά εκτός της οικονομίας και απέναντι στον έτερο και αλληλένδετο με αυτήν πυλώνα του συστήματος, το κράτος, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πολιτική ριζοσπαστικού κόμματος της αλλαγής, αλλά αστικού κόμματος της διαχείρισης. Στη διακυβέρνησή του ο ΣΥΡΙΖΑ σεβάστηκε τους αστικούς θεσμούς, αφού η μνημονιακή πολιτική του εναρμονιζόταν με τον αστικό χαρακτήρα του κράτους. Ακόμη και η σύγκρουσή του με την αστική δικαιοσύνη δεν αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση των λαϊκών συμφερόντων, αλλά των στενών κομματικών συμφερόντων του με την καταδίκη ηγετικών στελεχών των άλλων αστικών κομμάτων (ΝΔ, ΚΙΝΑΛ).
Στην τρέχουσα συγκυρία η πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ δεν περιέχει την παραμικρή έννοια σύγκρουσης με το αστικό κράτος. Απεναντίας, διέπεται από μία τεχνοκρατική αταξική αντίληψη ενισχυμένου κράτους (άποψη που με παραλλαγές αποδέχονται όλα τα αστικά κόμματα), που θα συμβάλει στην οικονομική εκτίναξη, με πρωταγωνιστή το κεφάλαιο, όπως συμβαίνει ιδιαίτερα στην κρίση. Η «ουδετερότητα» του κράτους, εξάλλου, θα συμβάλει, ώστε απ’ την κερδοφορία του κεφαλαίου να ωφελείται και η ζωή των εργατών και των λαϊκών στρωμάτων, κλασική αντίληψη στην «κοινωνική πολιτική» του νεοφιλελευθερισμού. Στην πραγματικότητα, και επί ΣΥΡΙΖΑ ενισχύθηκαν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί για την αποτροπή μαζικών και μαχητικών λαϊκών αντιδράσεων στην πολιτική λιτότητας που επέβαλε το αστικό κράτος.
Σήμερα, ο Τσίπρας, παρά τις κορώνες του για τον αυταρχισμό της ΝΔ, ουσιαστικά συμφωνεί με την επιβολή αστυνομικού κράτους, όπως καταφαίνεται από τη συναίνεση του σ’αυτήν την πολιτική με την αποχή από τις διαδηλώσεις στις επετείους για το Πολυτεχνείο και τον Γρηγορόπουλο, αλλά και στη γλοιώδη πρόταση για πριμ στους αστυνομικούς, λόγω του υπερβολικού «φόρτου» των ημερών!
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ, στην ενίσχυση της εργασίας με άξονες, τη στήριξη των μισθών, τη διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων, με κορωνίδα την πιλοτική καθιέρωση του 35ωρου, θεωρώντας ότι η αναβάθμιση της θέσης της εργατικής τάξης συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας και στην οικονομική ανάπτυξη. Η αλήθεια είναι ότι στον καπιταλισμό η ανάπτυξη της παραγωγικότητας, με την άνοδο της γνώσης και της τεχνικής, δεν οδήγησε στη βελτίωση της κατάστασης των εργαζομένων, αλλά στην αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσής της, αφού η φθηνή εργασία αποτελεί μέσο αντιρρόπησης της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους του κεφαλαίου.
Προστατευτικός εμφανίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αντιδιαστελλόμενος προς τη ΝΔ που υιοθετεί πολιτική συρρίκνωσής τους προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων. Η αλήθεια είναι ότι η καπιταλιστική έξοδος από την κρίση συντελείται σε μεγάλο βαθμό από την καταστροφή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και την άγρια φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών. Αυτή ήταν η πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, γι’αυτό και μαυρίστηκε από αυτά τα στρώματα στις εκλογές. Αυτή είναι η πολιτική και της ΝΔ, γι’ αυτό και προκαλεί δυσαρέσκεια στούς μικρομεσαίους που μαζικά καταστρέφονται. Ήδη μεσούσης της κρίσης σε μηχανική υποστήριξη βρίσκονται 800.000 επιχειρήσεις!(Καθημερινή 13/12/20).
Λόγω ευαισθησίας των μαζών στα θέματα υγείας ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ έχουν επιδοθεί σε κοκορομαχία για την προστασία και την αναβάθμισή τους. Η αλήθεια είναι ότι τα αστικά κόμματα επί νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού μειώνουν τις κοινωνικές δαπάνες και ευνοούν την ιδιωτικοποίηση των αντίστοιχων υπηρεσιών. Αυτό έπραξαν ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και λοιποί. Γι’ αυτό η χώρα βρέθηκε υγειονομικά άοπλη, όταν επλήγη από τον κορωνοϊό. Αυτή η πολιτική θα συνεχιστεί και από τους δύο. Θα υπάρξει βέβαια αύξηση των δαπανών υγείας, αλλά όχι η αναγκαία.
Και στα «εθνικά θέματα» συγκλίνουν ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, παρά τη λυσσαλέα ρητορική αντιπαλότητα ή και τις ανακολουθίες τους λόγω μικροκομματικής σκοπιμότητας. Η ΝΔ αντιπάλεψε λυσσαλέα τη συμφωνία με τη Β.Μακεδονία, ως κυβέρνηση όμως την έχει αποδεχτεί. Ο Τσίπρας προώθησε τη συμφωνία των βάσεων με τους Αμερικανούς, την καταψήφισε όμως όταν την έφερε ο Μητσοτάκης προς ψήφιση στη Βουλή…
Η δεύτερη φορά θα είναι ακόμα πιο δεξιά
Προετοιμάζεται κυβερνητική συνάντηση με το ΚΙΝΑΛ, παρά το φλερτ της ΝΔ
Η απουσία του ΣΥΡΙΖΑ από τις κινητοποιήσεις του μαζικού κινήματος μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη ΝΔ είναι εκκωφαντική και δεν περιορίζεται μόνο στο διάστημα της πανδημίας, στην οποία πέταξε λευκή πετσέτα στους Μητσοτάκη – Τσιόδρα – Χαρδαλιά, αποδεχόμενος (ειδικά στο πρώτο κύμα) την ουσία της απαράδεκτης κυβερνητικής πολιτικής. Είναι βαριά συνυπεύθυνη για την εκστρατεία κρατικής τρομοκράτησης του κινήματος, όπως στις 17 Νοέμβρη και στις 6 Δεκέμβρη, όπου συμμορφώθηκε με την αντισυνταγματική απαγόρευση των διαδηλώσεων. Δεν μιλάμε για κάτι «επαναστατικό». Ακόμα και ο Γιώργος Παπανδρέου είχε προστρέξει το 2009 σε απαγορευμένη «απόβαση» κρητικών αγροτών, που πνίγηκε στα χημικά, στο λιμάνι του Πειραιά.
Η κινηματική απόσυρση του ΣΥΡΙΖΑ όμως δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε υποτίμησή του. Περιμένει με τη λογική του «ώριμου φρούτου» να καρπωθεί εκλογικά τη δυσαρέσκεια και να γίνει κέντρο της κυβερνητικής εναλλαγής. Ο Α. Τσίπρας ήδη κινείται και ανεβάζει τους τόνους, πάντα μέσα στο πλαίσιο μιας ξενέρωτης θεσμολάγνας αντιπολίτευσης. Δύο σημεία αξίζει να ξεχωρίσουμε:
Πρώτο, η νέα κυβερνητική πρόταση ΣΥΡΙΖΑ δεν θα χρειάζεται καν να ενσωματώσει μια κινηματική δράση και ριζοσπαστικές διεκδικήσεις του κόσμου που εκφράζει, θα ξεκινά πολύ πιο δεξιά από την «πρώτη φορά αριστερά», πιο δεξιά και από όσα τελικά εφάρμοσε η κυβέρνηση του τρίτου και του διαρκούς μνημονίου.
Δεύτερο, είναι φανερό πως «ψήνεται» συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ σε μια συνάντηση νέας και παλιάς σοσιαλδημοκρατίας. Βεβαίως, το ΚΙΝΑΛ (και συγκεκριμένα στελέχη του) πολιορκούνται και από τη ΝΔ. «Άκουσα με ενδιαφέρον το τέλος της ομιλίας της κ. Γεννηματά και το οποίο αφορούσε την ανάγκη να υπάρξει προοδευτική κυβέρνηση στον τόπο. Και θεωρώ ότι αυτό είναι εύλογο», είπε ο Τσίπρας στη βουλή στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό. Κι ο νοών νοείτε…
Αναμονή του… ροζ «Μωυσή» ή αντικαπιταλιστική ανατροπή;
Καθώς πληθαίνουν οι αγώνες κατά της κυβερνητικής πολιτικής, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ (απόντα συνήθως) λένε εκ των υστέρων: «Ας προσέχατε τι ψηφίζατε». Το μήνυμα φυσικά είναι «προσέξτε τι θα ψηφίσετε», δηλαδή στις επόμενες εκλογές ψηφίστε ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για μια χυδαία προσπάθεια εκλογικής λεηλασίας, γελοία καθώς εκδηλώνεται χωρίς εκλογές στον ορίζοντα και πολλαπλά επικίνδυνη για τους εργαζόμενους και τον λαό. Πρακτικά σήμερα στον κόσμο ανοίγονται δύο δρόμοι: η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, ουσιαστικά να μην κάνει τίποτα και να περιμένει τις εκλογές για να βγάλει πρωθυπουργό τον… ροζ «Μωυσή» (λέγε με Τσίπρα) ή να αγωνιστεί τώρα, για να αποκρουστεί και ανατραπεί η κυβερνητική πολιτική και να δυναμώσει η γραμμή της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.
Ο πρώτος δρόμος πέρα από την οδυνηρή κατάληξη, δηλαδή μια δεύτερη φορά πιο δεξιά κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, θα έχει σαν αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί άμεσα δραματικά η ζωή λαού και νεολαίας (εν μέσω πρωτοφανούς πολύπλευρης κρίσης) και βέβαια να περάσουν αντιδραστικά μέτρα, τα οποία μια πιθανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα αφήσει στη θέση τους (όπως έκανε και με τους νόμους του 1ου και 2ου μνημονίου), καθώς αποτελούν ανάγκες του κεφαλαίου (που υπηρετεί ο ΣΥΡΙΖΑ) και όχι υπερβολές της ακροδεξιάς ΝΔ. Έτσι, οι εργαζόμενοι βγαίνουν διπλά χαμένοι, και για το σήμερα και για το αύριο.
Ο δεύτερος δρόμος είναι πολλαπλά πιο χρήσιμος· ο πολιτικός ανατρεπτικός αγώνας στο σήμερα μπορεί να προκαλέσει ρωγμές, καθυστερήσεις (δεν κατατέθηκε ακόμα το νομοσχέδιο Βρούτση και για το οποίο έγινε η απεργία στις 26/11) και βέβαια συνολική ανατροπή προς όφελος των εργατικών λαϊκών συμφερόντων. Αλλά αυτό απαιτεί μια ισχυρή αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική Αριστερά.