καθηγητής στην Ιατρική του ΑΠΘ
«Όπως και με την επιδημική έκρηξη στη Δυτική Αττική, η κατάσταση στην Κεντρική Μακεδονία σχετίζεται με την εκκωφαντική αδιαφορία της πολιτείας για την υγεία της εργατικής τάξης», τονίζει στο Πριν ο Αλέξης Μπένος, καθηγητής Υγιεινής, Κοινωνικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στο ΑΠΘ και διευθυντής του Κέντρου Εκπαίδευσης και Έρευνας στη Δημόσια Υγεία, την Πολιτική Υγείας και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΚΕΠΥ)
Συνέντευξη στον Γιώργο Κρεασίδη
▶ Ο Άδωνις Γεωργιάδης ενοχοποίησε τον χαρακτήρα των Θεσσαλονικιών για την ένταση της πανδημίας. Πέρα από την προπαγάνδα, πώς εξηγείται η σημερινή κατάσταση;
Η συνεχής επίκληση της ατομικής ευθύνης, των «τοπικών χαρακτηριστικών» και των «απείθαρχων πολιτών» από κυβερνητικούς παράγοντες έχει δύο διαστάσεις. Η μία αφορά τη δομική ιδεολογικοπολιτική διάσταση που καθορίζει τη μονοσήμαντη και αποκλειστική ατομική προσέγγιση, αγνοώντας τις κοινωνικές της διαστάσεις. Η άλλη καθορίζεται από την ανάγκη τους να επιταθεί ο κοινωνικός αυτοματισμός, ώστε να αποδίδονται οι ευθύνες της διασποράς σε επιμέρους κοινωνικές ομάδες και να καλύπτονται έτσι οι εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης στη διαχείριση της επιδημίας.
Για να μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη βαρύτητα του επιδημικού κύματος σε τοπικό επίπεδο χρειαζόμαστε ένα μόνιμο δίκτυο επιδημιολογικής επιτήρησης σε όλη την επικράτεια, το οποίο να παρακολουθεί την εξέλιξη της επιδημίας σε επίπεδο τοπικό, ανά κοινωνική ομάδα και επαγγελματικό χώρο, μετακίνηση κ.ο.κ. Το πρώτο όμως που ανέδειξε με τραγικό τρόπο η επιδημία Covid-19 στη χώρα μας είναι η απουσία στελέχωσης και υποδομών των υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας που είναι υπεύθυνες να διασφαλίσουν την έγκυρη επιδημιολογική επιτήρηση και την έγκαιρη κοινοποίηση με διαφάνεια των δεδομένων σε καθημερινή βάση, καθώς και τη συστηματική ιχνηλάτηση.
Αυτή η ανεπάρκεια καταγραφής και ουσιαστικής ιχνηλάτησης οδήγησε στη σημερινή κατάσταση όπου δεν ξέρουμε την πιθανή συσχέτιση της μεγάλης πλειοψηφίας των κρουσμάτων με πιθανές εστίες συσσωρευμένης μετάδοσης της νόσου. Αυτό όμως που ξέρουμε είναι ότι παρά το lockdown, οι εργαζόμενοι στον πρωτογενή τομέα συνέχισαν να μετακινούνται και να εργάζονται σε συνθήκες συγχρωτισμού, χωρίς ούτε καν μια έστω και επικοινωνιακή προσπάθεια διόρθωσης αυτής της κατάστασης, αλλά και χωρίς καμία καταγραφή. Φαίνεται λοιπόν ότι, όπως και με τη επιδημική έκρηξη στη Δυτική Αττική, η κατάσταση στην Κεντρική Μακεδονία σχετίζεται με την εκκωφαντική αδιαφορία της πολιτείας για την υγεία της εργατικής τάξης.
▶ Πόσο αποτελεσματικό είναι τελικά το lockdown που εφαρμόζεται;
Η εφαρμογή του lockdown αποτελεί αποδοχή της πλήρους αποτυχίας, αλλά και της άρνησης να παρθούν προληπτικά μέτρα ελέγχου της επιδημίας. Όταν φτάσουμε όμως στην ανάγκη επιβολής ενός lockdown, τότε αυτό για να είναι αποτελεσματικό, πρέπει να καλύπτει όλο τον πληθυσμό στην περιοχή της επιδημίας. Στην Κεντρική Μακεδονία ένα μεγάλο μέρος εργαζομένων αφέθηκε να εκτίθεται συνεχώς και σε ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες. Η αποτελεσματικότητα όμως του lockdown διασφαλίζεται εκτός από τους περιορισμούς μετακίνησης και εργασίας, με την παράλληλη οικονομική και κοινωνική στήριξη των εργαζομένων. Η απουσία των μέτρων αυτών εξαναγκάζει τους εργαζόμενους να κρύβουν τα πιθανά συμπτώματά τους για να μη χάσουν τη δουλειά τους, με αποτέλεσμα τη συνεχή αναπαραγωγή της επιδημίας.
▶ Οι εξελίξεις γύρω από το εμβόλιο πόσο καθησυχαστικές μπορούν να είναι;
Η ύπαρξη ενός αποτελεσματικού εμβολίου προφανώς και θα βοηθήσει την προσπάθεια ελέγχου της πανδημίας. Παρ’ όλ’ αυτά, ακόμα και με το καλύτερο σενάριο στην παραγωγή και διάθεση του εμβολίου, θα χρειαστεί μια περίοδος πολλών μηνών για να αρχίσουν να φαίνονται οι πιθανές θετικές επιπτώσεις του στη διασπορά του ιού. Άρα ο εφησυχασμός που αναπαράγει η κυβερνητική προπαγάνδα, για να μετακινήσει το ενδιαφέρον από τις ευθύνες της για την τραγική πραγματικότητα που ζούμε, είναι εγκληματικός και επικίνδυνος, γιατί οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τελειώνει η κρίση, άρα δεν χρειάζονται άλλα μέτρα στήριξης της δημόσιας υγείας. Ο κορονοϊός απέδειξε ότι δεν θα φύγει εύκολα, όπως δείχνουν η ένταση του δευτέρου κύματος και το αναμενόμενο τρίτο κύμα στα τέλη του Γενάρη. Επιπλέον οι πρόσθετες παρατηρήσεις στη Βρετανία για εμφάνιση πιθανών νέων μεταλλάξεων του ιού, αν και δεν έχουν ακόμη ικανή τεκμηρίωση, δεν μας εφησυχάζουν.
▶ Σε ποιο βαθμό υπήρχε υποδομή για να αντιμετωπίσει το ΕΣΥ την Covid-19;
Η δεύτερη διάσταση που ανέδειξε με τραγικό τρόπο η πανδημία είναι η μακρόχρονη αποδιάρθρωση του ΕΣΥ που διευρύνθηκε από τη συνεχή δεκαετή εφαρμογή πολιτικών λιτότητας και απαξίωσης του δημόσιου τομέα. Το ΕΣΥ ήδη πριν την έναρξη της επιδημίας δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τις τρέχουσες ανάγκες νοσηρότητας. Οι αναλογίες προσωπικού, ιδιαίτερα νοσηλευτών προς αρρώστους, αλλά και κρεβατιών ΜΕΘ ανά πληθυσμό, ήταν οι μικρότερες στην Ευρώπη. Ακόμη και η ανάγκη εκσυγχρονισμού των υποδομών του είχε ανατεθεί από όλες τις κυβερνήσεις στις επιλογές των φιλανθρωπο-καπιταλιστικών ιδρυμάτων, ενώ είναι εντυπωσιακή η εμμονή με τον ιδιωτικό τομέα και η στήριξή του από την κυβέρνηση στην προσπάθειά του αν μείνει «αμόλυντος» από τον κορωνοϊό.
Η απότομη και ραγδαία αύξηση των αναγκών για νοσηλεία των ανθρώπων με κορονοϊό γέμισε τις ήδη αδύναμες υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί ουσιαστικά η δυνατότητα πρόσβασης σε αυτές των ανθρώπων με άλλη, εκτός Covid-19, νοσηρότητα. Οι επιπτώσεις αυτού του φαινομένου στην υγεία του πληθυσμού δεν έχουν ακόμη αναλυτικά καταγραφεί, αλλά με βάση τη διεθνή εμπειρία είναι σαφές ότι παρατηρείται αύξηση της νοσηρότητας και θνησιμότητας από άλλες αιτίες, καθώς και απορρύθμιση των πασχόντων με χρόνια νοσήματα (υπέρταση, διαβήτης, ψυχικές νόσοι κ.λπ.).
Οι δημόσιες υπηρεσίες υγείας πρέπει να έχουν τη δυνατότητα απάντησης και σε έκτακτες συνθήκες. Παράλληλα, η γνώση ότι οι ιογενείς επιδημίες επανέρχονται με αυξημένη συχνότητα τον 21ο αιώνα, οδηγεί στην αναγκαιότητα μόνιμης και συνεχούς ενδυνάμωσής τους σε προσωπικό και εξοπλισμό.
▶ Τι στοιχεία και προτάσεις ανέδειξε η ημερίδα του ΚΕΠΥ στις 12 Δεκεμβρίου;
Στην ημερίδα, πέρα από τα παραπάνω, αναδείχθηκε ο ρόλος των κοινωνικών και ταξικών ανισοτήτων στην υγεία. Συγκεκριμένα έγινε σαφές ότι οι κοινωνικοικονομικές ανισότητες προσδιορίζουν αντίστοιχες ανισότητες στην υγεία. Με την έννοια αυτή, οι εργαζόμενοι και τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα ήταν ήδη ευάλωτοι όταν εμφανίστηκε ο κορονοϊός. Με προϋπάρχουσα αυτή την ανισότητα, οι συνθήκες δουλειάς και μετακίνησής τους πολλαπλασιάζουν την πιθανότητα έκθεσής τους, γεγονός που οδηγεί σε νέες ανισότητες στη νοσηρότητα και θνησιμότητα από Covid-19 και διεύρυνση των ανισοτήτων γενικά.
Μια άλλη προσέγγιση που συζητήθηκε ήταν η ανάγκη επικέντρωσης στις αιτίες της εμφάνισης των επιδημιών και όχι μόνον στην προσπάθεια ελέγχου και αντιμετώπισής της. Τονίστηκε η αδιαμφισβήτητη συσχέτιση των νέων ιών με την παγκοσμιοποιημένη και εντατικοποιημένη αγροτοδιατροφική βιομηχανία και την εκτίναξη της κατανάλωσης κρέατος που αυτή έχει προκαλέσει. Ο συγχρωτισμός ζώων και ανθρώπων σε μικρούς χώρους αποτελεί ιδανικό μέσο μετάδοσης ιών από τα ζώα στον άνθρωπο. Με άλλα λόγια, αιτία της πανδημίας αυτής αλλά και των προηγούμενων και των επόμενων, είναι η καπιταλιστική ανάπτυξη, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.
▶ Ποιος είναι ο ρόλος της ΕΕ με δεδομένες και τις τραγικές διαστάσεις που έχει σε όλη σχεδόν την Ευρώπη το δεύτερο κύμα της Covid-19;
Μια άλλη πραγματικότητα που ανέδειξε η πανδημία είναι η ανυπαρξία της Ευρωπαϊκής ένωσης, τόσο ως δομή αλληλεγγύης όσο και ως οργανισμός συλλογικής προστασίας της δημόσιας υγείας. Σε αντίθεση με την ικανότητα λεπτομερούς και αυταρχικής εφαρμογής των μνημονίων, με σκοπό την εμπέδωση των πολιτικών λιτότητας, μπροστά στον κοινό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία κατέρρευσε ακόμη και η επικοινωνιακή πολιτική για το «κοινό μας σπίτι». Δεν θα πρέπει να ξεχαστούν ούτε οι κατασχέσεις αεροπλάνων με υγειονομικό υλικό στη Γερμανία στο πρώτο κύμα, ούτε ο «εμβολιαστικός εθνικισμός» για το ποιος θα πάρει τα περισσότερα εμβόλια που κατέρριψαν σε κρίσιμες στιγμές όλο το ιδεολογικοπολιτικό οικοδόμημα της ΕΕ.
▶ Τελικά τι θα έπρεπε να γίνει; Πού βρίσκεται η διέξοδος;
Πρωταρχικής σημασίας η ανάπτυξη ενός μαζικού κινήματος για την προάσπιση της υγείας ως κοινωνικού δικαιώματος ενάντια στην εγκληματική κυβερνητική πολιτική
Από την εμφάνιση του πρώτου κρούσματος θα έπρεπε να εφαρμοστεί μια πολιτική δραστικής στήριξης των υπηρεσιών δημόσιας υγείας, αλλά και του ΕΣΥ, με μόνιμο προσωπικό σε νοσοκομεία, καθώς και στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Έτσι θα υπήρχε η δυνατότητα αρχικά ελέγχου της επιδημίας μέσω της επιδημιολογικής επιτήρησης και συστηματικής ιχνηλάτησης, ενώ παράλληλα θα προετοιμάζονταν οι υπηρεσίες του ΕΣΥ να υποδεχθούν τα κύματα νοσηρότητας, διασφαλίζοντας υψηλή ποιότητα φροντίδας σε όλους τους αρρώστους ασχέτως διάγνωσης.
Η ανάπτυξη ενός μαζικού κινήματος για την προάσπιση της υγείας ως κοινωνικού δικαιώματος είναι πρωταρχικής σημασίας για τη χάραξη μιας βιώσιμης διεξόδου από την κρίση. Τόσο για τη στήριξη των δημόσιων δομών φροντίδας της υγείας, όσο και για την ανάπτυξη μιας στρατηγικής για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος που αναπαράγει αυτές τις κρίσεις και διευρύνει τις ταξικές ανισότητες.