Νίκος Μανάβης | Βαγγέλης Νάνος
Αγρότες-κτηνοτρόφοι
Εν μέσω πανδημίας αυξάνονται τα παιχνίδια κερδοσκοπίας των μεγαλεμπόρων και των σούπερ-μάρκετ με τις τιμές των φρούτων και γενικά των αγροτικών προϊόντων. Οι τιμές για τον φτωχό αλλά και μεσαίο παραγωγό είναι εξευτελιστικές. Η τιμή της βρώσιμης ελιάς κινείται κάτω από το κόστος παραγωγής. Το λάδι (έξτρα παρθένο) κυμαίνεται περίπου στα 2,4 ευρώ ανά κιλό, όταν την εποχή της δραχμής, τη δεκαετία του ’90, είχε φτάσει τις χίλιες διακόσιες δραχμές ανά κιλό (3,5 ευρώ). Τα μανταρίνια πουλιούνται επίσης σε εξευτελιστικές τιμές (φτάσανε μέχρι και τα 14 λεπτά το κιλό). Τα λεμόνια το ίδιο (30-40 λεπτά), ενώ τα πορτοκάλια που φημολογούνταν ότι θα πάρουν κάτι παραπάνω λόγω Covid-19, παραμένουν στις περυσινές τιμές (ξεκίνησαν 22-24 λεπτά και έχουν πέσει τώρα στα 18 λεπτά ανά κιλό). Την ίδια στιγμή, 4.000 αιγοπροβατοτρόφοι περιμένουν ακόμα από το Πάσχα τα 4 ευρώ ανά θηλυκό ζώο, ενώ οι αυξήσεις στις τιμές των ζωοτροφών και η μείωση στην τιμή του παραγωγού αρνιών και κατσικιών εξανεμίζουν τα αυξημένα έσοδα που υπάρχουν λόγω αύξησης στην τιμή του γάλακτος. Όσο για το βαμβάκι, πουλιέται με τέσσερις δεκάρες! Όλα αυτά συμβαίνουν δε όταν στα σούπερ μάρκετ, τα πάντα πουλιούνται τουλάχιστον τέσσερις μέχρι οκτώ φορές πάνω από τη τιμή που έχει διαμορφωθεί για τους παραγωγούς στο χωράφι και το μαντρί. Από την πλευρά του, ο υπουργός «Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων» της χώρας η οποία έχει τις πιο φτηνές τιμές αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τάζει πεντοχίλιαρα αποζημιώσεων ανά αγρότη (με λεφτά που μαζεύονται από τη φοροληστεία των λαών της ΕΕ), όταν χιλιάδες αγροτοεργάτες-εργατοαγρότες με μειωμένους μισθούς, σε αναστολή εργασίας, χωρίς ταμεία ανεργίας, πετάγονται έξω από το σύστημα αποζημιώσεων, λόγω του περίφημου «Μητρώου».
Το 70% των ελαιοπαραγωγών δεν θα πάρει ούτε ένα ευρώ
Επιδοτήσεις μόνο σε μεγαλογεωργούς και μεγαλοκτηνοτρόφους δίνει η κυ-
βέρνηση Μητσοτάκη. Αξιοποιεί την υγειονομική κρίση για να επιταχύνει το ξεκλήρισμα των φτωχομεσαίων αγροτών και να ενισχύσει την αστική τάξη του χωριού. Έτσι μοιράζει εκτάκτως χρήματα σε αυτούς που τα έχουν λιγότερο ανάγκη.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η χορήγηση έκτακτης επιδότησης στους παραγωγούς ελαιοποιήσιμων ποικιλιών ελιάς, από την οποία εξαιρέθηκαν με πολιτική απόφαση όλοι οι μη κατά κύριο επάγγελμα αγρότες. Αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι άνω του 70% των ελαιοπαραγωγών δεν θα πάρει ούτε ένα ευρώ. Μόλις 140.000 παραγωγοί κατάφεραν να καταθέσουν αίτηση, από αυτούς η μεγάλη πλειοψηφία θα πάρει ψίχουλα, ελάχιστοι είναι αυτοί που θα βάλουν στην τσέπη τις επιδοτήσεις, που φτάνουν μάξιμουμ τα 4.000 ευρώ. (ανώτατο πλαφόν). Αντίστοιχα τερτίπια για να ενισχυθούν οι μεγαλοαγρότες έγιναν και με τις βρώσιμες ελιές. Για παράδειγμα, την επιδότηση των 70 ευρώ ανά στρέμμα λαμβάνουν οι ελαιοπαραγωγοί της ποικιλίας Καλαμών στην Καλαμάτα, αλλά οι συνάδελφοι τους στο Αγρίνιο που παράγουν την ποικιλία δεν την δικαιούνται.
Στο μεταξύ, σήριαλ έγινε στα μέσα ενημέρωσης του αγροτικού χώρου και η έκτακτη επιδότηση των κτηνοτρόφων αιγοπροβάτων για τον Covid-19. Αν και η χορήγησή της ανακοινώθηκε την άνοιξη, έφτασε Νοέμβρης για να γίνουν οι πληρωμές. Ενώ είχε ανακοινωθεί ότι θα δοθούν 4 ευρώ ανά ζώο, τελικά δόθηκαν 3,9 ευρώ ανά θηλυκό παραγωγικό ζώο — δηλαδή, δεν επιδοτήθηκαν τα ζώα με ηλικία μικρότερη του ενός έτους και τα αρσενικά. Επίσης, εκτός επιδότησης πετάχθηκαν πάνω από 10.000 μικροί κτηνοτρόφοι της χώρας, με διάφορες δικαιολογίες.
Το συνολικό ποσό που δίνεται με τις έκτακτες κορονοεπιδοτήσεις ανέρχεται στα 170 εκατ. ευρώ — 126 εκατ. για ελαιοποιήσιμες ελιές, 15 εκατ. για τις επιτραπέζιες και 30 εκατ. αιγοπρόβατα. Τα φτωχότερα τμήματα των αγροτών πετάχτηκαν έξω από τις επιδοτήσεις αυτές, αν και θα έπρεπε να επιδοτηθούν κατά προτεραιότητα και με αυξημένα ποσά. Όσοι μικροί παραγωγοί μπήκαν στις επιδοτήσεις πήραν ψίχουλα και τα μεγάλα ποσά κατέληξαν στους μεγαλοαγρότες.
Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, στις ανακοινώσεις τους τα αγροτικά του στελέχη άσκησαν κριτική στην κυβέρνηση για διοικητική και οργανωτική ανικανότητα. Χαρακτηριστικά, ο πρώην υπουργός, Στ. Αραχωβίτης, μίλησε για επιτελικό μπάχαλο. Από την πλευρά της ΝΔ υποστηρίζεται πως για νομικούς λόγους δεν μπορούσε να δοθεί επιδότηση στους μη κατά κύριο επάγγελμα αγρότες. Η κυβερνώσα παράταξη θυμίζει, επίσης, πως με νόμο του ΣΥΡΙΖΑ κατά κύριο επάγγελμα αγρότες χαρακτηρίζονται εκείνοι των οποίων το 50% και άνω του εισοδήματός τους προέρχεται από την αγροτική παραγωγή. Όλους τους προαναφερόμενους, τους άδειασε πάντως η υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Φ. Αραμπατζή, όταν δήλωσε στη Βουλή πως ήταν πολιτική επιλογή της κυβέρνησης να βγάλει εκτός επιδότησης τους μη κατά κύριο επάγγελμα αγρότες…
«Ανταρσία» στη Λευκάδα ενάντια σε έμπορους και τσιφλικάδες
Κώστας Βλάχος
Ταμείο Αμύνης Οινοπαραγωγών Λευκάδας (ΤΑΟΛ) ονομάζεται ο αγροτικός συνεταιρισμός στο νησί. Η ίδρυσή του αποτέλεσε ανάγκη για να αμυνθεί ο μικρός Λευκαδίτης αγρότης απέναντι στην οργανωμένη κάστα τσιφλικάδων, εμπόρων και μεσαζόντων. Εξού και η χαρακτηριστική του ονομασία. Γι’ αυτό και γρήγορα κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη (με κόπο και αγώνα, φυσικά), να συνενώσει και να εκφράσει τη συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών του νησιού και παράλληλα να παίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου.
Οι εποχές άλλαξαν. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στην ύπαιθρο και το νησί, η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ και μετέπειτα ΕΕ και οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στην οικονομία και την αγροτική παραγωγή είχαν σαν αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση του αγροτικού πληθυσμού και φυσικά την τρομερή μείωση της αγροτικής παραγωγής του νησιού. Η Λευκάδα από νομός που στηριζόταν αποκλειστικά στον πρωτοβάθμιο τομέα, έγινε κύριος τουριστικός προορισμός, με σοβαρή ανάπτυξη κυρίαρχων τοπικών στρωμάτων σε αυτόν τον κλάδο, αλλά και οικογενειακών επιχειρήσεων από μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους του νησιού.
Σε αυτήν την αλλαγή, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις (και η κοινοβουλευτική Αριστερά) που δρούσαν στην τοπική κοινωνία και κατ’ επέκταση στην αγροτική οικονομία και το συνεται-
ριστικό κίνημα, εγκλωβισμένες σε μια άκρως διαχειριστική λογική, δεν ήθελαν ή δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες των μικρομεσαίων παραγωγών. Το ΤΑΟΛ, με τη σειρά του, μετατράπηκε σε μηχανισμό προώθησης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, όχι μόνο στην αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή, αλλά και στην υλοποίηση του μοντέλου άναρχης τουριστικής ανάπτυξης στο νησί. Η πολιτική της σημερινής διοίκησης του ΤΑΟΛ είναι ενταγμένη στον συνολικό σχεδιασμό για τα Ιόνια νησιά (βιομηχανικός τουρισμός, εξορύξεις υδρογονανθράκων, ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας, ανεμογεννήτριες κλπ). Ενώ συμβάλλει σε αυτόν με την προσπάθεια πώλησης ακινήτων-φιλέτων του συνεταιρισμού σε επενδυτικά κεφάλαια (funds).
Λογάριασε όμως λάθος. Η επιτροπή αγώνα που δημιουργήθηκε από αγρότες της ορεινής Λευκάδας, αλλά και ετεροεπαγγελματίες-εργατοαγρότες συνέταιρους του ΤΑΟΛ, κατάφερε να ηγεμονεύσει στη γενική συνέλευσή του, παρά τις μεθοδεύσεις της διοίκησης και να μπλοκάρει προσωρινά την πώληση με συντριπτική πλειοψηφία. Η μεγάλη συμμετοχή (αποτέλεσμα συνεχών συσκέψεων σε όλα τα χωριά) και η αγωνιστική διάθεση που κυριάρχησε αποτελούν την καλύτερη εγγύηση πως τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη θέληση των αγροτών και, πολύ περισσότερο, ενάντια στα συμφέροντά τους.
Η επιτροπή αγώνα, σε ανακοίνωσή της, καλεί σε διαρκή επαγρύπνηση και στη δραστηριοποίηση των πυρήνων αντίστασης οι οποίοι διαμορφώθηκαν σε κάθε χωριό, καθώς και στην πραγματοποίηση λαϊκών συνελεύσεων για τον ρόλο του συνεταιρισμού τους στις σημερινές συνθήκες.
Μέτωπο αγώνα ενάντια σε κεφάλαιο, κυβέρνηση και ΕΕ
Η κυβέρνηση μοιράζει «κορονοχιλιάρικα» προκειμένου να καταφέρει να διατηρήσει τις συμμαχίες της στην ύπαιθρο, ειδικά με τα ανώτερα οικονομικά στρώματα, αλλά και να διασφαλίσει τη συνέχιση της ισορροπίας σιγής που της παρέχει (με το αζημίωτο) η αγροτοσυνδικαλιστική γραφειοκρατία. Καμαρώνει για τις «ομάδες παραγωγών», συνεχίζει στα χνάρια των προκατόχων της –του ΣΥΡΙΖΑ, των κυβερνήσεων συνεργασίας και του ΠΑΣΟΚ– διαλύοντας τους συνεταιρισμούς ή μετατρέποντάς τους σε Ανώνυμες Εταιρείες μεγαλοαγροτών και επιχειρηματιών, με αποτέλεσμα να χάνεται ο βασικός μηχανισμός προστασίας των παραγωγών.
Από κοντά και οι διαταξικές διεπαγγελματικές οργανώσεις και τα δημοσιογραφικά φερέφωνα υποστήριξης των καπιταλιστικών «αναπτυξιακών» αναδιαρθρώσεων. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του προέ-
Η κυβέρνηση μοιράζει «κορονοχιλιάρικα» για να διατηρήσει τις συμμαχίες της στην ύπαιθρο
δρου της διαεπαγγελματικής του ελαιολάδου, ο οποίος δήλωσε ευθαρσώς και ξεδιάντροπα ότι οι φετινές τιμές του προϊόντος είναι ίδιες με τις αντίστοιχες του 1992-93! Με λίγα λόγια, προσπαθεί να μας πείσει ότι η αγοραστική δύναμη των 900 δραχμών είναι ίδια με εκείνη των 2,4 ευρώ… Την ίδια ώρα, οι αγροτικές εφημερίδες σε άρθρα τους ισχυρίζονται ότι για τις χαμηλές τιμές των μανταρινιών στη χώρα φταίει η φετινή μικροκαρπία σε Ισπανία και Ιταλία, λες και ο κόσμος κάθεται στην ουρά των σούπερ μάρκετ για να αγοράσει μικρά μανταρίνια με 2 ευρώ…..
Η ουσία όλων αυτών είναι ότι κυβέρνηση, ΕΕ και αγροτοδιατροφικό κεφάλαιο βρίσκουν ευκαιρία, μέσα στην πανδημία, να κάνουν ουσιαστικά βήματα στην αναπροσαρμογή της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής, με κριτήριο τα κέρδη των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων του διατροφικού τομέα. Από την άλλη, οι μικρομεσαίοι παραγωγοί για να ζήσουν στα χωράφια τους πρέπει να καλύπτουν το κόστος της παραγωγής και να βγάζουν ένα αξιοπρεπές μεροκάματο, με παράλληλη μείωση των τιμών στο ράφι, προκειμένου να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες του λαού, ενάντια στη διπλή εκμετάλλευση αγρότη και καταναλωτή.
Κατά συνέπεια, ο αγώνας για κατώτερες εγγυημένες τιμές σε όλα τα προϊόντα, για χτύπημα της ασυδοσίας των εμποροβιομηχάνων, για μείωση του κόστους παραγωγής, για κατάργηση του «Μητρώου Αγροτών», για ανθρώπινες αγροτικές συντάξεις, για δημόσια δωρεάν υγεία και παιδεία, για συλλογικές συμβάσεις εργασίας για τις εργάτριες και τους εργάτες γης ισοδυναμεί με αγώνα επιβίωσης. Τα παραπάνω αιτήματα, όπως και όλα τα αιτήματα των μαχόμενων αγροτοκτηνοτρόφων, πρέπει να συνδεθούν με την ανάγκη για δημιουργία και ολόπλευρη ενίσχυση πρωτοβάθμιων παραγωγικών συνεταιρισμών, δημόσιας Αγροτικής Τράπεζας, ενιαίου δημόσιου Φορέα Τροφίμων για τη κάλυψη των διατροφικών αναγκών του λαού, με επαναλειτουργία των μονάδων παραγωγής λιπασμάτων, ζωοτροφών, καθώς και σποροπαραγωγικών κέντρων, υπό συνεταιριστική διαχείριση εργατών και αγροτών, για να διασφαλιστούν φθηνά αγροτοκτηνοτροφικά εφόδια.
Πρόκειται για έναν αγώνα στα χέρια των φτωχομεσαίων αγροτοκτηνοτρόφων, σε κοινό μέτωπο με τους εργαζόμενους, τους ανέργους, τους μικρούς αυτοαπασχολουμένους. Με πρόγραμμα αιτημάτων που θα κινείται σε αντίθεση με τον «καπιταλιστικό μονόδρομο», που θα οδηγεί σε ρήξη με την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της ΕΕ, ενταγμένο στην πάλη για αντικαπιταλιστική αποδέσμευση από αυτήν.