Ακόμη και τους πλέον δύσπιστους για το εύρος της αντιλαϊκής επίθεσης που ετοιμάζεται μέσα στο 2015, σαν «μονόδρομος διακυβέρνησης» για οποιοδήποτε σχήμα βρίσκεται στην εξουσία, πείθουν οι τοποθετήσεις του πρωθυπουργού και των βασικών υπουργών στην πρόσφατη συζήτηση για τον προϋπολογισμό. Η συζήτηση επικεντρώθηκε στο θέμα της εκλογής Προέδρου Δημοκατίας, άλλο όμως ήταν… το ζουμί της.
Ο Αντώνης Σαμαράς δεν άφησε κανένα περιθώριο παρερμηνείας όσον αφορά τους σχεδιασμούς και το περιεχόμενο της περίφημης πιστοληπτικής γραμμής και την πορεία που θα ακολουθηθεί μέσα στο 2015. Όπως χαρακτηριστικά τόνισε αναφορικά με τις διαπραγματεύσεις του Δεκεμβρίου με την τρόικα: «Δεχθήκαμε κάποιες προτάσεις τους που είναι λογικές και αφορούν μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις κυρίως. Δεχθήκαμε και κάποια που τα αντέχει η οικονομία μας. Και δίνουμε και διαβεβαιώσεις ότι, αν φανεί αργότερα μέσα στη χρονιά ότι εμείς κάνουμε λάθος και ότι χρειάζονται πρόσθετα μέτρα, θα τα πάρουμε, όπως άλλωστε, είναι η συμβατική μας υποχρέωση».
Μάλιστα ο πρωθυπουργός επιχείρησε με φράσεις που… αναιρούν η μία την άλλη να πείσει ότι το καθεστώς του ECCL θα είναι κάτι διαφορετικό από το Μνημόνιο. Υποστήριξε ότι τα πράγματα θα είναι πιο χαλαρά, πλην θα πρέπει να τηρηθούν μέχρι κεραίας οι δημοσιονομικοί στόχοι. Χαρακτηριστική ήταν η αναφορά του: «Η πιστωτική γραμμή δεν είναι αναγκαστικός δανεισμός της χώρας. Είναι θωράκισή της για να αποφύγει τον αναγκαστικό δανεισμό και για να δανείζεται κανονικά από τις αγορές σε χαμηλά επιτόκια. Και ασφαλώς η πιστωτική γραμμή δεν μετράει στο χρέος μας, παρά μόνο εάν και όσο τη χρειαστούμε. Οι όροι της συμφωνίας για την πιστωτική γραμμή είναι εντελώς διαφορετικοί από ό,τι ήταν οι όροι στο Μνημόνιο του αναγκαστικού δανεισμού. Εδώ θα πρέπει εμείς να τηρήσουμε τους δημοσιονομικούς στόχους, που πρέπει έτσι κι αλλιώς να τηρήσουμε. Και η επιτήρηση για τον επόμενο χρόνο θα είναι πολύ πιο διακριτική στο πλαίσιο του θεσμού που λέγεται δημοσιονομικό εξάμηνο και ισχύει για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες της ευρωζώνης. Σε εμάς θα είναι λίγο πιο αυστηρή από ό,τι για τις άλλες χώρες τον πρώτο χρόνο. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν θα έχει και δεν θα θυμίζει την ασφυκτική επιτήρηση του Μνημονίου».
Στην ίδια ακριβώς λογική κινήθηκε και ο υπουργός Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης επισημαίνοντας ότι το βασικό ζητούμενο είναι «να επιμείνουμε στην ενάρετη και ορθολογική δημοσιονομική πολιτική και στη ριζοσπαστική μεταρρυθμιστική οικονομική πολιτική». Μάλιστα απεύθυνε και κάλεσμα συναίνεσης υποστηρίζοντας ότι «προσωπικά θα προτιμούσα ως υπουργός των Οικονομικών να μπορώ να λειτουργώ και να διαπραγματεύομαι έχοντας ήδη εξασφαλίσει την αναγκαία κοινωνική και πολιτική συναίνεση, τουλάχιστον γι’ αυτά τα αυτονόητα». Παράλληλα πιστοποίησε ότι η κυβέρνηση γνωρίζει τον… ταξικό στόχο της συγκεκριμένης πολιτικής, αφού επισήμανε πως οι μεταρρυθμίσεις «πιθανώς να είναι επώδυνες για ορισμένες επαγγελματικές ομάδες ή συντεχνίες».
Την εξειδίκευση των πολιτικών συρρίκνωσης της κοινωνικής ασφάλισης περιέγραφε γλαφυρότατα ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης. Αποσαφήνισε τα δύο κομβικά σημεία στα οποία θα επέλθουν αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα.
Πρώτος στόχος: «Οι περιπτώσεις εργαζομένων που βγαίνουν στη σύνταξη σε χαμηλότερα από τα γενικά ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης», αφού «το έχω πει ήδη αρκετές φορές ότι εκτός από ειδικές ευαίσθητες περιπτώσεις –όπως βαρέα και ανθυγιεινά, άτομα με αναπηρία κ.λπ.– όλα τα υπόλοιπα αποτελούν «πολυτέλεια» για τις δυνατότητες του ασφαλιστικού και πρόκληση για τους υπόλοιπους εργαζομένους.
Δεύτερος στόχος: «Ο απαιτούμενος χρόνος εργασίας για τη λήψη κατώτατης σύνταξης». Όπως κατηγορηματικά δήλωσε ο υπουργός Εργασίας, «εργαζόμενοι με μόλις 15 χρόνια εργασία εξασφαλίζουν την κατώτατη σύνταξη του ΙΚΑ που σε αρκετές περιπτώσεις υπερκαλύπτει το ποσό της σύνταξης με 7.000 ημερομίσθια ακόμα και έως 10.000 ημερομίσθια για κατηγορίες χαμηλόμισθων εργαζομένων». Υποστήριξε πως αυτό αποτελεί «στρέβλωση», αφού «οδηγεί κατευθείαν στην αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία, αμέσως μόλις συμπληρωθούν τα 4.500 ένσημα, γιατί δεν συμφέρει να εργάζεται κάποιος περισσότερο». Για το λόγο αυτόν, η κυβέρνηση προτίθεται να εφαρμόσει το μέτρο της αύξησης των ελάχιστων ορίων ηλικίας συμπαρασύροντας το σύνολο των συντάξεων προς τα κάτω.
Σαφέστατος ήταν ο υπουργός Εργασίας και όσον αφορά την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου για τις απεργιακές κινητοποιήσεις και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες. Επισήμανε ότι «εχουν ήδη περάσει 32 χρόνια από τη θεσμοθέτηση του νόμου 1264/1982» και «η μέχρι σήμερα εμπειρία έχει αναδείξει σειρά από οργανωτικά κυρίως προβλήματα και στρεβλώσεις, περιπτώσεις καταστρατήγησης και καταχρηστικής εφαρμογής. Αλλά και αδυναμία να ανταποκριθεί στις σημερινές απαιτήσεις και προκλήσεις της παραγωγής και της οικονομίας. Το συνδικαλιστικό πλαίσιο χρειάζεται, λοιπόν, φρεσκάρισμα, ανανέωση, ενδυνάμωση. Εκείνο που χρειάζεται είναι η θεραπεία επιμέρους αδυναμιών ή στρεβλώσεων, ώστε να ενδυναμωθούν τόσο οι συνδικαλιστικές ελευθερίες στη χώρα μας όσο και η απρόσκοπτη ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας». Πώς άραγε θα μπορούσε να «βοηθήσει» ένας συνδικαλιστικός νόμος στην «ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας»; Προφανώς με τον περιορισμό του απεργιακού δικαιώματος καθώς και με την συρρίκνωση της συνδικαλιστικής δράσης, ιδίως εκείνης που δεν αντιλαμβάνεται ως «καθήκον» της την ταξική συναίνεση…