Θεοπίστη Καπέτα
▸ Παρά τη «προσπάθεια» περιορισμού της πανδημίας μόνο μέσω του παρατεταμένου lockdown αλλά και με συνεχή λογύδρια περί ατομικής ευθύνης, τα κρούσματα κορονοϊού δεν «λένε» να πέσουν.
Η κυβέρνηση έκανε μάταια όλο το προηγούμενο διάστημα μεγάλη προσπάθεια να πείσει τη κοινωνία ότι η νοσηρότητα μειώνεται με αποκλειστικό στόχο το καθολικό άνοιγμα της αγοράς ενόψει της εορταστικής περιόδου. Για να το επιτύχει αυτό χρησιμοποίησε μεταξύ άλλων το τέχνασμα της μείωσης των μοριακών τεστ που πραγματοποιούνται καθημερινά, δημιουργώντας έτσι μια εικονική πραγματικότητα πτώσης του αριθμού των ημερήσιων κρουσμάτων.
Συγκεκριμένα, το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκαν σχεδόν τα μισά τεστ σε σχέση με το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου (200.238), καθότι μιλάμε για μόλις 111.700 μοριακά τεστ μέχρι και τις 8 Δεκεμβρίου. Μάλιστα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό της «ξαφνικής» μείωσης των τεστ είναι το γεγονός ότι τη Κυριακή 6 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκαν 9.214 μοριακά τεστ και την επομένη μόλις 6.105, πολύ λιγότερα φυσικά σε σχέση με αυτά που γίνονταν μέχρι και τα μέσα του προηγούμενου μήνα. Στις 9 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκαν 18.014 μοριακά τεστ τα οποία είναι μεν περισσότερα από τις προηγούμενες μέρες ωστόσο τόσο συγκριτικά με όσα τεστ πραγματοποιούνταν το προηγούμενο διάστημα όσο και με τις πραγματικές ανάγκες ελέγχου της διασποράς παραμένουν ελάχιστα.
Την ίδια ώρα, μετά από μήνες κερδοσκοπίας των μεγάλων ιδιωτικών εργαστηρίων, η κυβέρνηση… θυμήθηκε να βάλει πλαφόν στις τιμές των τεστ. Αυτό ορίστηκε αρχικά στα 40 ευρώ για τα μοριακά τεστ και στα 10 ευρώ για τα rapid test. Λίγες μέρες μετά, και έπειτα από τις «φωνές» των ιδιωτών ανακοίνωσε ότι το πλαφόν διπλασιάζεται προς τα πάνω, στα 60 και 20 ευρώ αντίστοιχα. Οι υγειονομικοί είχαν ζητήσει από πολύ νωρίς, από πέρυσι την άνοιξη, να περαστούν τα τεστ στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση.
Τα τεστ ήταν εξαρχής πολύ λιγότερα από τα αναγκαία και χωρίς σχεδιασμένη δειγματοληψία εξυπηρετούν ένα πολύ συγκεκριμένο επιδημιολογικό μοντέλο, εκείνο της επικοινωνιακής διαχείρισης της πανδημίας από την κυβέρνηση. Το επιδημιολογικό της μοντέλο όμως καταρρέει. Τον Νοέμβριο υπήρχαν περιπτώσεις που ανακοινώνονταν 2.000 κρούσματα και 100 θάνατοι σε μια μέρα, αγγίζοντας η θνησιμότητα έτσι το 5%. Όταν το παγκόσμιο ποσοστό δεν ξεπερνάει το 2% είναι εμφανές ότι οι προσπάθειες της κυβέρνησης να εξυπηρετήσει το κέρδος και τις δημόσιες σχέσεις με τους ιδιώτες της υγείας έχουν τραγικό αντίκτυπο στην κοινωνία. Καμία διάθεση να εξετάσει ένα διαφορετικό επιδημιολογικό μοντέλο με στοχευμένα μέτρα περιορισμού, ένα κάθετο lockdown με πάρα πολλά μέσα και ανθρώπινες συνθήκες τόσο για το ιατρικό προσωπικό όσο και για τους νοσούντες, δομές επαρκείς και κατάλληλες.
Επιμένει σε ένα τυφλό οριζόντιο lockdown για να κρύψει κρούσματα και απώλειες, να δικαιολογήσει οικονομικές συμφωνίες με ιδιωτικές κλινικές, να επιτρέψει ακόμη και σήμερα τη πώληση μη αποτελεσματικών rapid test με μεγάλα ποσοστά απόκλισης που έχουν κριθεί ακατάλληλα από το καλοκαίρι. Τελικά, όπως φαίνεται το καθολικό άνοιγμα της αγοράς δεν θα επιτευχτεί, τουλάχιστον με τους όρους που θέλει η κυβέρνηση, καθώς τα «μαγειρέματα» αριθμών δεν έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα και οι «ειδικοί» δεν φάνηκαν πρόθυμοι να αναλάβουν εξ’ ολοκλήρου την ευθύνη για λογαριασμό του Μεγάρου Μαξίμου.