Ιωάννα Καρδάρα
▸ Ο Ορέστης, η Λυδία Καττή και η μητέρα τους Γιώτα Μπόμπου μιλούν στο Πριν για το όργιο καταστολής
Ηταν λίγο πριν τις 5 το απόγευμα της 17ης Νοεμβρίου, όταν ο 24χρονος Ορέστης Καττής, φοιτητής στο τμήμα Τοπογράφων Μηχανικών του ΕΜΠ, έφτασε μαζί με συντρόφους, φίλους και την οικογένειά του στο μετρό των Σεπολίων, καθώς ολοκληρωνόταν η συγκέντρωση για την 47η επέτειο του Πολυτεχνείου, στην οποία συμμετείχαν. Ο Ορέστης άρχισε να κατευθύνεται προς το σπίτι του, όταν βλέπει στη γωνία πολλά μηχανάκια της ομάδας ΔΡΑΣΗ να «γκαζώνουν και να έρχονται με μεγάλη ταχύτητα προς τον κόσμο». Τότε αρχίζει να κινείται γρήγορα προς το σπίτι του που απείχε 50 μέτρα από το μετρό, ενώ οι αστυνομικοί πετάνε τα μηχανάκια κάτω. Καταφέρνει και μπαίνει μέσα στην πιλοτή της πολυκατοικίας όπου εκεί βρίσκει την αδερφή του Λυδία μαζί με κάποιους φίλους του. Οι αστυνομικοί τον ακολουθούν. Σε κοντινή απόσταση και η μητέρα του Γιώτα Μπόμπου που φωνάζει στα παιδιά να μπουν μέσα στο σπίτι γρήγορα. Χρειάστηκαν λίγα λεπτά για να εκτυλιχθεί μπροστά στα μάτια όλης της οικογένειας αλλά και της γειτονιάς ένα ροντέο βίας, άγριας καταστολής, χυδαίας φρασεολογίας.
«Οι αστυνομικοί έχουν πετάξει κάτω τα μηχανάκια και έρχονται προς το μέρος μας, στην πυλωτή του σπιτιού, και αρχίζουν και βαράνε τον κόσμο. Βλέπω τη μαμά μου να την τραβάνε, πάω να την σηκώσω. Οι αστυνομικοί βρίζουν και βαράνε, αρχίζουν να βαράνε και εμένα», περιγράφει στο Πριν ο Ορέστης. Η μητέρα του, δεχόμενη χτυπήματα από κλομπ, πέφτει κι εκείνη πάνω του, φωνάζοντας προς τους αστυνομικούς συνεχώς «εδώ είναι το σπίτι μας». Κρατάει μάλιστα τα κλειδιά στα χέρια της, ζητώντας τους να δουν το όνομα στο κουδούνι. «Χτυπούσαν αλύπητα τον Ορέστη. Έπεσαν πάνω του και έπεσα κι εγώ πάνω στο παιδί. Με πετάνε κάτω, με χτυπάνε και με σέρνουνε», εξηγεί στο Πριν η Γιώτα Μπόμπου. Στη συνέχεια περνούν χειροπέδες στον Ορέστη, τον μεταφέρον για δύο λεπτά στο ΑΤ Κολωνού και στη συνέχεια στη ΓΑΔΑ, ενώ δεν τον αφήνουν να επικοινωνήσει με την οικογένειά ή την δικηγόρο του. Τον οδηγούν στον 6ο όροφο δίχως να του επιτρέπουν να φορέσει μάσκα. «Πέρασαν τέσσερις ώρες για να μιλήσω με δικηγόρο», λέει ο Ορέστης που κατά τη διάρκεια της κράτησής του στη ΓΑΔΑ έγινε μάρτυρας χυδαίας φρασεολογίας από τους αστυνομικούς που φώναζαν, όπως αναφέρει, «είμαστε φασίστες και σήμερα έχει χούντα και θα σας γαμήσουμε».
Η βία όμως προς την οικογένεια Καττή δεν σταματά εδώ, σειρά έχουν ο πατέρας, Δημήτρης Καττής και η κόρη, Λυδία, καθώς φτάνοντας στο ΑΤ Κολωνού για να δουν τον Ορέστη πληροφορούνται ότι δεν βρίσκεται εκεί. Ο Δ. Καττής αρχίζει να φωνάζει προς τους αστυνομικούς «που είναι το παιδί μου;» αλλά αντί για απάντηση δέχεται τα βίαια χτυπήματα των αστυνομικών, που τον κλωτσούν, δημιουργώντας παράλληλα μια ασφυκτική κατάσταση από πάνω του. Του βάζουν χειροπέδες, και τον σέρνουν προς το αστυνομικό τμήμα. Τότε ο Δ. Καττής χάνει τις αισθήσεις του. «Δεν μπορούσε να αναπνεύσει, φωνάζαμε “κάντε στην άκρη να αναπνεύσει”. Είχε χάσει τις αισθήσεις του. Μια φίλη μας γιατρός που ήταν εκεί φώναζε να του βγάλουν τις χειροπέδες αμέσως και καλεί ασθενοφόρο. Εκείνο έρχεται αλλά ο αστυνομικός που είναι εκεί λέει ότι δεν θα το αφήσει να φύγει αν δεν του δώσουμε τα στοιχεία του. Δεν τον άφηναν να φύγει, αν πρώτα δεν του έκαναν σύλληψη», λέει η Γ. Μπόμπου. Ο Δ. Καττής φτάνει στον Ευαγγελισμό με ισχαιμικό επεισόδιο, ενώ αστυνομικοί τον ακολουθούν και φρουρούν το δωμάτιο όπου νοσηλεύεται, παρά τις εντολές των γιατρών να αποχωρήσουν από τον χώρο. Έπειτα από αρκετές ώρες και μετά από εισαγγελική παρέμβαση φεύγουν.
Βία και χυδαιότητες προς τη Λυδία Καττή
Παράλληλα, την ίδια ώρα που βρίσκονται όλοι έξω από το Αστυνομικό Τμήμα Κολωνού, επίθεση δέχεται και η Λυδία Καττή. «Φωνάζαμε ότι μας κοροϊδεύουν και ότι θέλουμε να δούμε τον Ορέστη, να έρθουν οι δικηγόροι να μάθουμε γιατί κατηγορείται. Έρχονταν συνέχεια αστυνομικοί. Αρχίζουν να μας σπρώχνουν, μας βαράνε χωρίς λόγο και αιτία ενώ εμείς διαμαρτυρόμασταν να μάθουμε πού είναι. Αρχίζουν και σπρώχνουν τον Νικόλα (συλληφθείς και φίλος της οικογένειας) που έβγαζε βίντεο, σε κάποια φάση βλέπω ότι τον ρίχνουν κάτω, του βάζουν χειροπέδες. Εκείνη τη στιγμή με πιάνει ένας αστυνομικός από τα μαλλιά, με ρίχνει κάτω, φωνάζει “μωρή πουτάνα, βάλτε της χειροπέδες τώρα» και με σέρνει μέχρι το αστυνομικό τμήμα. Κάποια στιγμή μάλιστα με σηκώνει από τα μαλλιά και μου κάνει λαβή στο λάρυγγα με αποτέλεσμα να μην μπορώ να αναπνεύσω. Δίπλα ήταν ακόμη τρεις αστυνομικοί οι οποίοι και εκείνοι με βρίσανε χυδαία: “μωρή πουτάνα θα δεις τι θα πάθεις, θα σε γαμήσουμε, θα σε ξεφτιλίσουμε”», αναφέρει χαρακτηριστικά η Λυδία Καττή.
Στη συνέχεια την πηγαίνουν μέσα στο ΑΤ Κολωνού όπου αστυνομικός την σπρώχνει και της ρίχνει γροθιά με ενισχυμένο γάντι στο δεξί μέρος του κεφαλιού, βρίζοντας και φτύνοντάς την. Ο ίδιος αστυνομικός συνεχίζει να την βρίζει, ενώ παράλληλα ασκεί βία και στους άλλους δύο συλληφθέντες. Η Λυδία ζήτησε επανειλημμένως να πάει στο νοσοκομείο κάτι το οποίο έγινε στη 1 το βράδυ, αφότου πρώτα είχε μεταφερθεί αρκετές ώρες στο ΑΤ Κυψέλης. Μετά το νοσοκομείο, την μετέφεραν στη ΓΑΔΑ.
«Σας ξέρουμε και θα τα πούμε»
Η οικογένεια Καττή συμμετέχει εδώ και πολλά χρόνια στις κοινωνικές δράσεις των Σεπολίων μέσω της Λαϊκής Συνέλευσης Κολωνού, Σεπολίων, Ακαδημίας Πλάτωνα. Μάλιστα, όπως, αναφέρουν κατά τη διάρκεια της αναίτιας και απρόκλητης επίθεσης εναντίον τους οι αστυνομικοί φώναζαν «σας ξέρουμε και θα τα πούμε».
«Στη γειτονιά έχουμε μια δράση εδώ και πολλά χρόνια. Γι’ αυτό θεωρώ ότι μας χτύπησαν για να σπάσουν τον τσαμπουκά και να δημιουργήσουν τρομοκρατία στη γειτονιά. Θυμάμαι στο κρατητήριο, προσπαθώντας να κάνω τον απολογισμό της ημέρας, αισθάνθηκα χαρούμενος από το γεγονός ότι σε όλη την Ελλάδα βγήκε ο κόσμος, αντέδρασε στα μέτρα, έσπασε τον φόβο. Αυτό που έγινε με πεισμώνει και ο κόσμος πρέπει να δει ότι ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι. Για να μπορούμε να ζούμε από δω και πέρα πρέπει να αντιστεκόμαστε απέναντι σε κάθε αδικία», λέει στο Πριν ο Ορέστης, συμπληρώνοντας ότι δεν φοβήθηκε ούτε στιγμή.
«Κάθε φορά που κατεβαίνουμε στο δρόμο υπάρχει άγρια καταστολή και έχουν βάλει σκοπό να τρομοκρατήσουν τη νεολαία. Δεν φοβόμαστε και μέσα από τα δικαστήρια βγήκαμε πιο αποφασισμένοι και χαμογελαστοί, με τις γροθιές μας ψηλά. Γιατί είχαμε πολύ κόσμο απ’ έξω που μας στήριζε και πιστεύει ότι μπορούμε να αλλάξουμε την κατάσταση», αναφέρει η Λυδία Καττή. Όπως εξηγεί, κυρίως φοβήθηκε για τη σωματική της ακεραιότητα αλλά όχι «αυτούς». «Ξέρω τις πρακτικές τους, ξέρω ότι θέλουν να σε τρομοκρατήσουν και να βεβαιωθούν από τέτοια σκηνικά ότι δεν θα κατέβεις την επόμενη μέρα στον δρόμο. Αλλά εμείς θα είμαστε κάθε μέρα στον δρόμο, γιατί όταν πιστεύεις κάτι τόσο βαθιά και πιστεύεις ότι μπορείς να αλλάξεις την κατάσταση δεν σε τρομοκρατεί μια σύλληψη, ούτε ένας τραμπουκισμός», καταλήγει.