Γιώργος Μουρμούρης
▸ Με περισσότερη αστυνομία και όχι γιατρούς και επιπλέον μέσα συγκοινωνίας η «αντιμετώπιση» της πανδημίας
Με κήρυξη πολέμου στα λαϊκά στρώματα ισοδυναμεί το νέο lockdown που προανήγγειλε με τον πιο παράδοξο τρόπο, μέσω συνέντευξης σε ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό, το βράδυ της Τετάρτης ο υπουργός Υγείας και ανακοίνωσε σε ένα νέο επικοινωνιακό σόου ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, το μεσημέρι της Πέμπτης.
Κήρυξη πολέμου που αφορά τόσο σε θεμελιώδεις ελευθερίες, οι οποίες βάναυσα καταπατώνται για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες, όσο και στα εργασιακά δικαιώματα. Είναι ενδεικτικό ότι σε μία συνέντευξη Τύπου που διήρκησε σχεδόν δύο ώρες οι αναφορές στις επιπτώσεις της νέας καθολικής απαγόρευσης κυκλοφορίας είχαν να κάνουν σχεδόν αποκλειστικά με το νέο πλήγμα στην οικονομία, και όχι με την εκ νέου απαγόρευση του συνέρχεσθαι, τον κωμικό πλην ασφυκτικό περιορισμό με το σύστημα των SMS, τη γιγάντωση της αστυνομοκρατίας και καταστολής, την καθολική απαγόρευση νυχτερινής κυκλοφορίας που ήδη βρίσκεται σε ισχύ πανελλαδικά και που στη βόρεια Ελλάδα ξεκινά από τις εννέα το βράδυ.
Όλα αυτά θεωρούνται «παράπλευρες απώλειες» ανάξιες λόγου. Άλλωστε η κοινωνική «σιγή νεκροταφείου» αποτελεί κυβερνητική-κρατική επιδίωξη που κινείται σχετικά αυτόνομα από την πορεία της πανδημίας, την οποίαν χρησιμοποιεί εργαλειακά για την κλιμάκωση του ελέγχου. Οι αποδείξεις προς τούτο είναι πολλές: Από την άγρια καταστολή σε πλατείες όπως στην Κυψέλη και την Αγία Παρασκευή, την επόμενη ημέρα του προηγούμενου lockdown, και την άρον-άρον ψήφιση του νόμου που επί της ουσίας απαγορεύει τις διαδηλώσεις με ταυτόχρονο ξυλοδαρμό διαδηλωτών στους δρόμους της Αθήνας, μέχρι την προαποφασισμένη διάλυση της μεγάλης αντιφασιστικής συγκέντρωσης έξω από το Εφετείο, την ημέρα ανακοίνωσης της απόφασης του δικαστηρίου για τη Χρυσή Αυγή, και την εντελώς απρόκλητη επίθεση σε αντιφασίστες διαδηλωτές στο Γαλάτσι το απόγευμα της Κυριακής, 1 Νοεμβρίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλες οι παραπάνω επιθέσεις έλαβαν χώρα μπροστά στα μάτια εκατοντάδων ή και χιλιάδων ανθρώπων, καταγράφηκαν σε βίντεο και φωτογραφίες, η αστυνομική βία καταγγέλθηκε επανειλημμένα και επωνύμως, ακόμη και από θεσμικούς παράγοντες, ωστόσο σε όλες τις περιπτώσεις η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και προσωπικά ο αρμόδιος υπουργός, Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, παρείχαν πλήρη πολιτική κάλυψη στα στελέχη της ΕΛΑΣ για τις αγριότητές τους.
Με την υγειονομική κρίση να δρα ως επιταχυντής και στη σοβούσα νέα κρίση του καπιταλισμού, η κυβέρνηση αξιοποίησε την κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» για να προωθήσει αντεργατικές ανατροπές υπέρ του κεφαλαίου που «ζαλίζουν» από την έκταση, τη βιαιότητα και την «ταξική μεροληψία» τους. Πρόκειται για την ουσιαστική απαγόρευση της απεργίας, με επαναφορά του εργοδοτικού «λοκ άουτ», ποινικές διώξεις κατά συνδικαλιστών και περαιτέρω νομικά «πατήματα» για την κήρυξη των απεργιών ως παράνομων και καταχρηστικών, την καθιέρωση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας και την αύξηση στο 40% του προσωπικού ασφαλείας. Δίνεται δε δυνατότητα στους εργοδότες να παρατείνουν την εργάσιμη ημέρα στις 10 ώρες, χωρίς καταβολή επιπρόσθετης αμοιβής αλλά με μείωση του ωραρίου άλλης εργάσιμης ημέρας, ρεπό ή επιπρόσθετης άδειας.
Σε όλα τα παραπάνω προστίθεται η προκλητική αδιαφορία για την κατάσταση στις αστικές συγκοινωνίες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, η οποία αγγίζει τα όρια της σκοπιμότητας, όσον αφορά την εμφάνιση ως «μανα εξ ουρανού» της εισόδου των ιδιωτών των ΚΤΕΛ στον ΟΑΣΑ. Προστίθεται η προκλητική αδιαφορία για την υγεία των εργαζομένων σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς, με τον κορονοϊό να «θερίζει» σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις και σε εποχιακούς εργάτες γης, καθώς και η οικονομική διάλυση των αυτοαπασχολούμενων και μικρών μαγαζατόρων.
Μπορεί η αλαζονεία της να ξενίζει, όμως σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση της ΝΔ δεν μπορεί να κατηγορηθεί για υποκρισία: Εξελέγη με ένα πρόγραμμα παντοειδούς ενίσχυσης του κεφαλαίου, πάνω στο κλίμα της κοινωνικής ειρήνης και της εμπέδωσης της προτεραιότητας της «επιχειρηματικότητας» έναντι κάθε άλλης κοινωνικής ανάγκης, που δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Με αυτό το πρόγραμμα πορεύεται, διαχειρίζεται και παράλληλα αξιοποιεί την πανδημία. Ζητούμενο αποτελεί η εργατική απάντηση στην κυνική, ολομέτωπη επίθεση.