Μαρία Καρούτσου, δικηγόρος
Ρυθμίσεις-τομές διατυπώνονται στο σχέδιο για το Νέο Πτωχευτικό Δίκαιο, το οποίο κατατέθηκε σήμερα στη βουλή. Οι αδύναμοι οφειλέτες «απογυμνώνονται» από κάθε είδους προστασία της περιουσίας τους, ενώ σε άμεσο κίνδυνο τίθεται όχι μόνο η κατοικία τους, αλλά για πρώτη φορά θα «υφαρπάζεται» μέρος του μισθού και της σύνταξής τους που μέχρι σήμερα παραμένουν ακατάσχετα.
Η πανδημία του κορονοϊού και οι πρωτόγνωρες υγειονομικές συνθήκες που έχει επιβάλει δοκιμάζουν την καθημερινότητα του συνόλου της κοινωνίας και έχουν ήδη πλήξει σφοδρά σχεδόν κάθε πλευρά της οικονομικής δραστηριότητας.
Με την απουσία ικανών μέτρων προστασίας και με την «ευλογία» της πολιτικής ηγεσίας η εργασία καθίσταται πιο επισφαλής από ποτέ. Απολύσεις, μείωση αποδοχών, επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών, απουσία μέτρων υγειονομικής προστασίας, εντατικοποίηση και ελαστικές σχέσεις για τους εργαζόμενους, αλλά και δραματική μείωση εισοδήματος έως και πλήρης εξαφάνισή του για πολλούς κλάδους αυτοαπασχολουμένων και μικροεπιχειρηματιών, οδηγούν αναπόδραστα ολοένα και περισσότερα νοικοκυριά σε αδυναμία να ανταποκριθούν στην κάλυψη του πλήθους των φορολογικών βαρών και των δανειακών υποχρεώσεών τους.
Δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα μιας οικονομικής κρίσης που ψαλίδισε ανεπανόρθωτα μισθούς, εισοδήματα και περιουσιακές αξίες, αλλά όχι και τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών, ούτε τα φορολογικά και δανειακά βάρη, τρία μνημόνια και ισάριθμες ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζών μετά, στο σύνολό τους οι παραπάνω συνθήκες απειλούν να σπρώξουν στο οικονομικό περιθώριο μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας που αγωνίζονται καθημερινά να επιβιώσουν. Αυτή τη συγκυρία επιλέγει η κυβέρνηση για να εισάγει με το Νέο Πτωχευτικό Δίκαιο, άλλως «Κώδικα για τη Διευθέτηση Οφειλών και Παροχής Δεύτερης Ευκαιρίας» κάποιες ρυθμίσεις-τομές, οι οποίες έτσι όπως διατυπώνονται στο σχέδιο που έχει τεθεί σε διαβούλευση, απογυμνώνουν τους αδύναμους οφειλέτες από κάθε είδους προστασία της περιουσίας τους και θέτουν σε άμεσο κίνδυνο όχι μόνο την κατοικία τους, για την οποία δεν επιφυλάσσεται κανενός είδους προστασία, αλλά και για πρώτη φορά μέρος του μισθού και της σύνταξής τους που μέχρι σήμερα παραμένουν ακατάσχετα.
Συγκεκριμένα, εισάγεται ο θεσμός της πτώχευσης των ιδιωτών, δηλαδή εκείνων των προσώπων που δεν μπορούν να εξοφλήσουν τις οφειλές τους και δεν έχουν την εμπορική ιδιότητα. Μοναδικός σκοπός του καινούριου θεσμού ορίζεται η ταχύτερη ανάκτηση των «οφειλομένων» από τους πιστωτές μέσω της εκποίησης του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη σε αγοραίες αξίες, όπως αυτές θα προκύπτουν από τον δημόσιο πλειστηριασμό. Ο σκοπός αυτός των ρυθμίσεων, όπως διατυπώνεται στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου, αποκαλύπτει την διαφοροποίηση επί το συντηρητικότερο στην πολιτική αντίληψη που διαπνέει τις σχετικές διατάξεις σε σύγκριση με το προηγούμενο νομικό καθεστώς, ακόμα και αυτό του νόμου Κατσέλη, όπως ίσχυσε από το 2010 μέχρι το 2018, και αποτελεί και την ερμηνευτική κατεύθυνση για την όποια δικαστική κρίση θα μεσολαβεί για την υλοποίηση της πτώχευσης. Ειδικότερα, με το νέο σχέδιο προβλέπονται τα εξής:
Η πτωχευτική περιουσία θα περιλαμβάνει το σύνολο των κινητών (εκτός από τα κατά νόμω ακατάσχετα) και ακινήτων που ανήκουν στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και εάν βρίσκονται. Δεν προβλέπεται καμία προστασία ή δυνατότητα διάσωσης της κατοικίας του προσώπου, την οποία θα πρέπει να εγκαταλείψει εντός έξι μηνών.
Στην πτωχευτική περιουσία ανήκει επίσης, από την κήρυξη της πτώχευσης μέχρι την απαλλαγή του πτωχού, το μέρος του ετήσιου εισοδήματός του που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, το οποίο θα υποχρεούται αυτός να καταβάλει στους πιστωτές του σύμφωνα με απόφαση του εισηγητή της πτώχευσης. Σήμερα οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης δεν υπερβαίνουν κατά πολύ τον βασικό μισθό.
Το κατά τα άνω επιπλέον του ελάχιστου εισοδήματός του ποσό θα καταβάλλει ο πτωχός μέχρι την εξόφληση των χρεών του, ή μέχρι την απαλλαγή του, εκτός εάν η εκπλειστηριασθείσα κατοικία του ή και άλλα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτει υπερβαίνουν το 10% των οφειλών του και η ελάχιστη αξία τους είναι σε κάθε περίπτωση μεγαλύτερη των 100.000 ευρώ (σε τιμές πλειστηριασμού).
Οι νέες ρυθμίσεις απειλούν σοβαρά την περιουσία, το εισόδημα και δυνητικά την προσωπική ελευθερία μεγάλου κομματιού της κοινωνίας
Γίνεται κατανοητό ότι η καταβολή του εισοδήματος αφορά τους πιο αδύναμους οικονομικά. Απαλλαγή θα μπορεί να επέρχεται τρία χρόνια μετά την κήρυξη της πτώχευσης και τις κατά τα άνω εκποιήσεις και πληρωμές, εκτός εάν, μετά το πέρας της τριετίας, ασκηθεί προσφυγή από κάποιον πιστωτή που θα εναντιωθεί για μια σειρά λόγους, όπως ότι ο οφειλέτης δεν επέδειξε καλή πίστη κατά τη διάρκεια της πτώχευσης, απέκρυψε περιουσιακά στοιχεία, δεν συνεργάστηκε, περιήλθε σε αδυναμία εξυπηρέτησης των οφειλών του δολίως, κατηγορείται για καταδολίευση δανειστών κλπ. Διαφαίνεται εδώ καθαρά η δυνατότητα της διά βίου ή τουλάχιστον μακροχρόνιας δέσμευσης του εισοδήματος άρα και της ίδιας της ζωής του οικονομικά αδύναμου πτωχού. Τα έξοδα της διαδικασίας της πτώχευσης βαρύνουν την πτωχευτική περιουσία.
Δεν μπορούμε παρά να μην παρατηρήσουμε κάποια επιπλέον στοιχεία που συστημικά σηματοδοτούν την σκλήρυνση των ρυθμίσεων εις βάρος του οφειλέτη και υπέρ των τραπεζών σε σχέση με το μέχρι πρότινος καθεστώς. Έτσι, με τον θεσμό της ιδιωτικής πτώχευσης εξισώνεται ως προς τις συνέπειες ο απλός εργαζόμενος, συνταξιούχος και αυτοαπασχολούμενος με τις επιχειρήσεις οποιασδήποτε μορφής. Για την ακρίβεια, για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις προβλέπονται και κάποια εργαλεία διάσωσης της λειτουργίας και του κεφαλαίου τους, ενώ για τον ιδιώτη μόνο ο θεσμός της δυνητικής απαλλαγής. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η πρωτοβουλία για την έναρξη της διαδικασίας ανήκει στους πιστωτές και όχι στον οφειλέτη. Μέχρι τώρα προσέφευγε δυνητικά ο οφειλέτης στο δικαστήριο για να ρυθμίσει τις οφειλές του και κυρίως να προσαρμόσει αυτές στο μέτρο των δυνατοτήτων του και να διασώσει το σπίτι του.
Περαιτέρω, η πτώχευση κηρύσσεται υποχρεωτικά με μοναδικά στοιχεία την αίτηση των πιστωτών και την αδυναμία πληρωμής του οφειλέτη και ο τελευταίος αυτόματα απογυμνώνεται από όλα του τα υπάρχοντα μέχρι την πλήρη εξόφληση των δανείων (με τόκους, έξοδα, έξοδα πτώχευσης κλπ) με την επιφύλαξη της δυνητικής απαλλαγής, ανεξάρτητα οποιωνδήποτε προσωπικών παραγόντων. Μέχρι τώρα η κρίση για τη ρύθμιση του συνολικού ποσού που θα καλούνταν να καταβάλει ο οφειλέτης για να απαλλαγεί από τα χρέη του, βρισκόταν στη σχετική ευχέρεια του δικαστή, ο οποίος μπορούσε να σταθμίζει τα εκατέρωθεν συμφέροντα και να λαμβάνει υπόψη του και στοιχεία που αφορούν την κατάσταση του προσώπου του οφειλέτη (υγεία, λόγους υπερχρέωσης , επιθετική πολιτική πώλησης τραπεζικών προϊόντων , ανεργία , αδυναμία κάλυψης βιοτικών αναγκών κλπ).
Οι προς ψήφιση ρυθμίσεις, παρά τον ωραίο τίτλο περί δεύτερης ευκαιρίας , εάν ψηφισθούν και εφαρμοσθούν όπως έχουν, χωρίς την εισαγωγή αποτελεσματικών δικλείδων προστασίας, απειλούν σοβαρά την περιουσία, το εισόδημα και δυνητικά την προσωπική ελευθερία μεγάλου κομματιού της κοινωνίας που κουβαλάει ακόμα στις πλάτες του τα ανεξέλεγκτα διογκωμένα τα χρέη της προηγούμενης δεκαετίας σε συνθήκες εντεινόμενης κρίσης και λιτότητας.
Θα μας… ξαναπουλάνε το σπίτι μας
▸ Από τους πλειστηριασμούς στον φορέα αρπαγής της πρώτης κατοικίας
ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ του νέου Πτωχευτικού Κώδικα περιλαμβάνεται ρύθμιση για τη συγκρότηση του «Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης», η οποία προβάλλεται όλο το ανωτέρω διάστημα ως κυβερνητική πρόνοια προστασίας της κατοικίας των ευάλωτων οφειλετών. Στην πράξη η ρύθμιση αυτή προβλέπει ότι ο ευάλωτος εισοδηματικά και περιουσιακά ιδιοκτήτης κατοικίας, την οποία κινδυνεύει να χάσει λόγω πτώχευσης ή πλειστηριασμού, θα μπορεί υπό προϋποθέσεις να υποβάλει αίτηση σε μία κρατική, κατ’ αρχήν, αλλά όχι απαραίτητα, επιχείρηση διαχείρισης ακινήτων, τον «Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης», να αγοράσει ο φορέας το ακίνητο από τους πιστωτές και να του επιτρέπει να παραμείνει σε αυτό έναντι καταβολής μισθώματος.
Στη συνέχεια εάν ο οφειλέτης και πρώην ιδιοκτήτης καταφέρει να καταβάλει εμπρόθεσμα και αδιάλειπτα μισθώματα επί δώδεκα έτη, θα του παρέχεται, στον ίδιο ή στους κληρονόμους του, δικαίωμα να αγοράσει ξανά το ακίνητο του, πληρώνοντας φυσικά πλήρες τίμημα, το οποίο θα ανταποκρίνεται στην αγοραία αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της επαναγοράς. Είναι προφανές ότι ο νέος θεσμός δεν προστατεύει σε καμία περίπτωση την κατοικία, όπως τουλάχιστον συνέβαινε μέχρι το τέλος του 2013, οπότε ίσχυε απόλυτη απαγόρευση πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, ή έστω και μέχρι το τέλος του 2018, οπότε στο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη, μπορούσε κάποιος (λίγοι και υπό προϋποθέσεις) να διατηρήσει την κυριότητα του σπιτιού του πληρώνοντας σε δόσεις για 20 ή περισσότερα χρόνια μέρος των χρεών του.
Κερδισμένοι δανειστές και εταιρείες διαχείρισης
Η νέα ρύθμιση της κυβέρνησης δεν αποτελεί, σε καμία περίπτωση, πρόνοια «κοινωνικής κατοικίας», αφού εάν δεν μπορεί να καταβάλει ενοίκιο ο οφειλέτης ή αδυνατεί έστω και προσωρινά να πληρώνει τα μισθώματα (τα οποία δεν φαίνεται να υπολείπονται σε ύψος από τα αγοραία) θα «τιμωρείται»» με έξωση χωρίς ειδικές διαδικασίες. Σημειωτέον δε, ότι η χώρα μας διαθέτει επισήμως τα υψηλότερα ενοίκια στην ΕΕ, αναλογικά με το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών της (πηγή Eurostat Ιουν. 2019, η δαπάνη ενοικίου ανέρχεται στο 40% του εισοδήματος με μέσο ευρωπαϊκό όρο το 26%) και είναι ταυτόχρονα η μοναδική που δεν διαθέτει οποιοδήποτε πρόγραμμα κοινωνικής κατοικίας. Κατά την άσκηση, δε, του δικαιώματος επαναγοράς από τον οφειλέτη ή τα τέκνα του, δεν προβλέπεται κανένας συμψηφισμός μέρους του κεφαλαίου που είχε καταβάλει αυτός εξαρχής για την απόκτηση του ακινήτου του, ούτε των μισθωμάτων που κατέβαλλε επί 12ετία με το ποσό του τιμήματος που θα κληθεί να καταβάλει για να το αγοράσει δεύτερη φορά.
Αυτό που στην καλύτερη περίπτωση παρέχεται εδώ στον οφειλέτη είναι η ψυχολογική ανακούφιση του να αποφύγει την εμπειρία της έξωσης από το σπίτι του και να αναζητήσει ένα άλλο σπίτι στην αγορά. Από την άλλη, χαμένοι σε καμία περίπτωση δεν βγαίνουν από το θεσμοθετούμενο deal, ούτε ο δανειστής που βρίσκει άμεσα αγοραστή για να εκποιήσει ένα ακίνητο κατά κανόνα όχι φιλέτο, αλλά ούτε και ο φορέας που κερδίζει από τη διαχείριση των αποκτηθέντων ακινήτων. Δουλίτσες να γίνονται…
Το «πτωχευτικό» της ΝΔ συνέχεια των νόμων του ΣΥΡΙΖΑ
Δημήτρης Σταμούλης
O «Κώδικας διευθέτησης οφειλών και παροχής δεύτερης ευκαιρίας» έρχεται από 1/1/2021 να βάλει οριστικό τέλος στα όποια απομεινάρια δικαστικής προστασίας υπήρχαν για την πρώτη κατοικία της λαϊκής οικογένειας. Η κυβέρνηση της ΝΔ έρχεται να ολοκληρώσει το έργο λεηλασίας και καταλήστευσης της λαϊκής κατοικίας-περιουσίας που ξεκίνησαν οι προκάτοχοί της, όλα αυτά τα πέτρινα μνημονιακά χρόνια, με τις ευθύνες του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ να είναι τεράστιες.
Μπορεί σήμερα ως αντιπολίτευση να δηλώνει με στόμφο ότι «προστασία δεν υπάρχει στο πτωχευτικό που φέρνει η κυβέρνηση στη Βουλή» και πως «όσοι δανειολήπτες δεν χαρακτηρίζονται “ευάλωτα νοικοκυριά” χάνουν οριστικά τα πάντα, καθώς το σύνολο της περιουσίας τους ρευστοποιείται», αλλά δύσκολα γίνεται πιστευτός. Επί διακυβέρνησής του συνεχίστηκαν και κλιμακώθηκαν οι πλειστηριασμοί, εγκαινιάστηκαν οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες (ένα μέτρο για να χτυπηθεί το κίνημα κατά των πλειστηριασμών), επιστρατεύτηκαν ΜΑΤ και εισαγγελείς κατά συλλογικοτήτων και πρωτοπόρων αγωνιστών του κινήματος που προσπάθησαν να αποτρέψουν κατασχέσεις πρώτης κατοικίας. Το σημερινό πτωχευτικό που φέρνει η κυβέρνηση της ΝΔ πιάνει, λοιπόν, το νήμα από την προηγούμενη κυβέρνηση που, έτσι κι αλλιώς, σε αρκετές περιπτώσεις πήρε τα εύσημα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για το «αξιοσημείωτο έργο» και την υλοποίηση βασικών αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων γενικά στην οικονομία αλλά και ειδικά στον χρηματοπιστωτικό τομέα και τα λεγόμενα κόκκινα στεγαστικά δάνεια.