Χρίστος Κρανάκης
Στις 2 Οκτωβρίου, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε πως είναι φορέας κορονοϊού. Η είδηση αυτή αποτέλεσε τομή στην ιστορική πορεία της πανδημίας. Δεν είναι τόσο το γεγονός πως ο ιός κατάφερε να «διεισδύσει» στις ανώτατες βαθμίδες της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής. Αλλά κυρίαρχα για το ότι έπληξε δημόσια και ανεπανόρθωτα το γόητρο των απανταχού συνωμοσιολόγων και αρνητών της πανδημίας και των μέτρων προστασίας. Άλλωστε, από την αρχή της υγειονομικής κρίσης, ο Τραμπ αποτέλεσε τον υπ’ αριθμόν 1 πολιτικό εκφραστή των θεωριών συνωμοσίας που ευθέως αμφισβήτησαν την επικινδυνότητα της νόσου, την αναγκαστική χρήση μάσκας, το κλείσιμο των μεγάλων επιχειρήσεων αλλά και το σύνολο των επιστημονικών δεδομένων για την πανδημία. Όλα τα παραπάνω, με απώτερο σκοπό να μην πληγεί η καπιταλιστική οικονομία και να «χαϊδέψει τα αυτιά» της ακροδεξιάς.
Η υπεροψία του Προέδρου, των συνεργατών και της οικογένειάς του, δημιούργησε ένα νέο «hot spot» του Covid-19 στο έδαφος των ΗΠΑ. Αυτή τη φορά, στο επίκεντρο της πανδημίας δεν βρέθηκαν οι φτωχογειτονιές και τα εργοστάσια, αλλά ο ίδιος ο Λευκός Οίκος. Η υπερμεταδοτικότητα του κορονοϊού ανάμεσα στα στελέχη της κυβέρνησης, δεν μπορεί παρά να χρεωθεί στη συνειδητή επιλογή των εμπλεκόμενων, να μην λάβουν προληπτικά μέτρα προστασίας.
Από τις 26 Σεπτεμβρίου και μέχρι να γνωστοποιηθεί ότι νοσεί από κορονοϊό, ο Τραμπ – μαζί με το στενό του περιβάλλον – βρέθηκε σε πληθώρα μαζικών συναθροίσεων (συμπεριλαμβανομένου και του Προεδρικού debate). Οι αποκαλύψεις πως καθ’ όλο αυτό το διάστημα, ο Τραμπ και οι συνεργάτες του, δεν φόραγαν μάσκα, έκαναν χειραψίες και μάλιστα αγκάλιαζαν τους καλεσμένους τους, εξαγρίωσε μεγάλο κομμάτι των Αμερικανών που αντιμετωπίζουν τον Πρόεδρό τους ως φορέα μετάδοσης της ασθένειας, ενώ πλέον δηλώνουν σθεναρά πως η υποβάθμιση των συνεπειών της πανδημίας, αποτέλεσε καταστροφική λογική.
Η πολιτική «ταπείνωση» του Τραμπ, επιβεβαιώνεται σκληρά από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Με λιγότερο από ένα μήνα να απομένει για τις Προεδρικές εκλογές (3 Νοεμβρίου), ο Τραμπ υπολείπεται αισθητά του Δημοκρατικού, Τζο Μπάιντεν. Αμέσως μετά την είδηση, ότι Τραμπ και Μελάνια (σύζυγός του) διαγνώστηκαν θετικοί στον κορονοϊό, δημοσκόπηση του Reuters έδειξε τον Μπάιντεν να προηγείται με 10 ποσοστιαίες μονάδες (51%) έναντι του Τραμπ (41%). Λίγες μέρες μετά, το CNN «εκτόξευσε» τη διαφορά στις 16 μονάδες (57% Μπάιντεν – 41% Τραμπ). Σύμφωνα με τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, ένας από τους βασικούς λόγους που ο Μπάιντεν προπορεύεται σε τέτοια απόσταση ασφαλείας, είναι η διαχείριση της πανδημίας και του συστήματος υγείας από την κυβέρνηση Τραμπ. Ο αμερικανικός λαός, φαίνεται πως γυρνάει την πλάτη στον τραμπικό τρόπο διαχείρισης της πανδημίας, με το 60% να θεωρεί πως ο Μπάιντεν θα είναι πιο αποδοτικός στο συγκεκριμένο ζήτημα. Σημαντικό δημοσκοπικό στοιχείο ανάλυσης, αποτελεί η σχετική «ισοβαθμία» Τραμπ – Μπάιντεν στα θέματα της οικονομίας, γεγονός που αποτυπώνει τη συμφωνία Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών για συνέχιση του σκληρού νεοφιλελεύθερου μοντέλου οικονομικής πολιτικής, αλλά και την αδυναμία του αμερικανικού λαού να ακολουθήσει μια πραγματικά ριζοσπαστική και φιλολαϊκή πρόταση.
Προκειμένου ο Τραμπ να ανατρέψει την εις βάρος του κατάσταση, προχώρησε σε μια σειρά επικοινωνιακών και γραφικών show, συνεχίζοντας τις προσπάθειές του να υποβαθμίσει την κρισιμότητα του κορονοϊού. Αρχικά, αποφασισμένος να δείξει πως βρίσκεται σε καλή σωματική και ψυχική κατάσταση εντός του στρατιωτικού νοσοκομείου που νοσηλευόταν, χρησιμοποίησε το αγαπημένο του «όπλο» – το Twitter – φτάνοντας στο σημείο να δημοσιεύει 17 προεκλογικές αναρτήσεις σε διάστημα μόλις μιας ώρας. Στη συνέχεια, υπονόησε πως η ολιγοήμερη νοσηλεία του, αποτέλεσε πολιτική επιβεβαίωση της θεωρίας που θέλει τον κορονοϊό λιγότερο θανατηφόρο και επικίνδυνο από όσο θεωρούν οι επιστήμονες. Αργότερα βέβαια, σε μια στιγμή απόλυτης έπαρσης δήλωσε πως ξεπέρασε τον κορονοιό διότι αποτελεί «ένα τέλειο δείγμα ανθρώπου»!. Ο Τραμπ συνέχισε τις επικοινωνιακές του φιέστες, δημοσιεύοντας ανάρτηση που σχετικοποιεί τον κορονοϊό με τη χειμερινή γρίπη, αναγκάζοντας Twitter και Facebook να την μπλοκάρουν ως παραπλανητική και επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία. Το «κερασάκι στην τούρτα» των γραφικών δηλώσεων, αποτέλεσε η (έως τώρα) άρνηση του, για συμμετοχή σε εξ’ αποστάσεως (virtual) Προεδρικού debate, παρότι συνεχίζει να λαμβάνει θεραπεία και ακόμα αποτελεί μεταδότη της ασθένειας.
Η εμμονή του Τραμπ, να συγκρούεται συνεχώς με την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα για το θέμα του κορονοϊού, παρότι μπορεί να συσπείρωσε γύρω του μεγάλο μέρος των ακροδεξιών συνωμοσιολόγων και του επιχειρηματικού κόσμου, φαίνεται πως θα απολέσει από εκείνον τις όποιες εναπομείναντες ελπίδες να παραμείνει στο Προεδρικό αξίωμα. Το τελευταίο «στραπάτσο» της δημόσιας εικόνας του, αλλά κυρίαρχα οι συνεχείς επιλογές του να αφήσει απροστάτευτη την κοινωνική πλειοψηφία των ΗΠΑ (για να προστατέψει το κέρδος των καπιταλιστών) σε έναν ιό, που χωρίς επιστημονικά δεδομένα, θεώρησε πως δεν επιζήμιος για τη δημόσια υγεία, αποδεικνύουν πως τα επικίνδυνα μονοπάτια της ακροδεξιάς και των θεωριών συνωμοσίας μπορούν κάλλιστα να γυρίσουν «μπούμερανγκ». Από την άλλη ο Μπάιντεν, μάλλον πρέπει να αισθάνεται «τυχερός», καθώς αίτιο της δημοσκοπικής ανόδου των ποσοστών του δεν αποτελεί το (μετριοπαθές και συντηρητικό) πρόγραμμα των Δημοκρατικών, αλλά η λαϊκή δυσαρέσκεια προς το πρόσωπο του Τραμπ. Όλα δείχνουν, πως ο Μπάιντεν θα καθίσει στο οβάλ γραφείο χωρίς να χρειαστεί να «υποσχεθεί» δραστικές αλλαγές προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων. Υπό μία έννοια, ίσως είναι καλύτερο να μην προχωρήσει σε «υποσχέσεις» που – κατά κανόνα – ούτε μπορεί ούτε θέλει να πραγματοποιήσει.