Αφροδίτη Τζιαντζή
Ο πόλεμος των λέξεων συγκεντρώνει περισσότερη δημοσιότητα όσο πιο επώνυμοι πρωταγωνιστούν. Όπως με το κείμενο που συνυπογράφουν 153 καταξιωμένοι διανοούμενοι, νεοφιλελεύθεροι και προοδευτικοί.
Τι είναι πιο βαρύ, το αίμα ή το μελάνι — ή έστω η ηλεκτρονική εκδοχή του τυπωμένου γράμματος; Ενώ οι, συχνά αιματηρές, κινητοποιήσεις στις ΗΠΑ συνεχίζονται ενάντια στην αστυνομική βία και τον συστημικό ρατσισμό, παίρνοντας ενίοτε τη μορφή ταξικού πολέμου, ένας παράλληλος πόλεμος μαίνεται. Ο πόλεμος των λέξεων που τείνει να συγκεντρώνει περισσότερη δημοσιότητα όσο πιο επώνυμοι είναι αυτοί που πρωταγωνιστούν. Τελευταίο επεισόδιο σε αυτό τον πόλεμο, είναι το κείμενο που συνυπογράφουν 153 καταξιωμένοι συγγραφείς, ακαδημαϊκοί και διανοούμενοι στο περιοδικό Ηarper’s με τίτλο «Μια επιστολή για τη δικαιοσύνη και την ανοιχτή δημόσια συζήτηση», αλλά και οι έντονες αντιδράσεις που προκάλεσε.
Η επιστολή καταδικάζει τη φίμωση της ελευθερίας του λόγου, από όπου και αν προέρχεται, χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένα παραδείγματα. Το ιδεολογικό στίγμα της ετερόκλητης αυτής συμμαχίας επώνυμων και προνομιούχων προσωπικοτήτων του αγγλόφωνου δυτικού κόσμου ορίζεται ρητά από την πρώτη παράγραφο: «Οι δυναμικές διαδηλώσεις για φυλετική και κοινωνική δικαιοσύνη οδηγούν στην ώριμη από καιρό απαίτηση για αναμόρφωση της αστυνομίας, μαζί με ευρύτερα καλέσματα για περισσότερη ισότητα και συμπερίληψη σε όλο το κοινωνικό φάσμα, όχι λιγότερο στην ανώτατη εκπαίδευση, τη δημοσιογραφία, τη φιλανθρωπία και τις τέχνες. Ομως αυτή η αναγκαία παραδοχή, έχει επίσης ενισχύσει μια νέα σειρά ηθικών αντιλήψεων και πολιτικών δεσμεύσεων, που τείνουν να αποδυναμώνουν τις αντιλήψεις μας για τον ελεύθερο διάλογο και την ανοχή στο διαφορετικό, υπέρ της ιδεολογικής συμμόρφωσης. Ενώ επικροτούμε την πρώτη εξέλιξη, ενώνουμε τις φωνές μας ενάντια στη δεύτερη».
Χωρίς μια συντονισμένη επίθεση στην επιχειρηματική εξουσία, δεν αλλάζει το σύστημα
Οι υπογράφοντες περιγράφουν περιφραστικά την πρακτική του «cancel culture» («κουλτούρα της ακύρωσης»), όπως αποκαλείται ο στιγματισμός προσώπων, επειδή εξέφρασαν απόψεις που θεωρούνται αντιδραστικές, μη πολιτικά ορθές, ρατσιστικές ή σεξιστικές.
Η επιστολή έλαβε μεγάλη δημοσιότητα παγκοσμίως, μεταξύ άλλων, επειδή τη συνυπογράφει η πιο εμπορική συγγραφέας της εποχής μας, η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ της σειράς βιβλίων του Χάρι Πότερ, αλλά και επειδή συνυπάρχουν διανοούμενοι που αναγνωρίζονται ως προοδευτικοί ή ακόμα και ριζοσπαστικοί, με εκπροσώπους του μετριοπαθούς (νεο)φιλελευθερισμού ή ακόμα και αντιδραστικές φωνές. Μία από τις πιο συχνές κριτικές που ακούστηκαν είναι πώς γίνεται να υπογράφουν το ίδιο κείμενο ο, αριστερός για τα αμερικάνικα δεδομένα, Νόαμ Τσόμσκι, με τον δεξιό Φράνσις Φουκουγιάμα και τον φιλοπόλεμο αρθρογράφο Φαρίντ Ζακαρία — πρώην σύμβουλο του Μπους και ενίοτε υποστηρικτή του Τραμπ. Μια άλλη κριτική που διατυπώθηκε είναι ότι οι υπογράφοντες και υπογράφουσες (ανάμεσά τους η πολυβραβευμένη Καναδή συγγραφέας Μάργκαρετ Άτγουντ, ο Βρετανός Ινδικής καταγωγής Σαλμάν Ρούσντι, η 86άχρονη άλλοτε ηγερία του φεμινισμού Γκλόρια Στάινεμ και αρθρογράφοι των Ν.Υ. Τimes), είναι άνθρωποι με προνομιακή πρόσβαση στη δημόσια σφαίρα. Πώς γίνεται όλοι αυτοί οι εκπρόσωποι της διανοητικής και ιδεολογικής ελίτ να τα βάζουν με ένα ρεύμα που, έστω διαμεσολαβημένα, υπερασπίζεται τους πιο αδύναμους — όπως ισχυρίζεται ότι κάνει και εν μέρει όντως έκανε το ρεύμα της πολιτικής ορθότητας;
Η κριτική που έχει ακουστεί ενάντια στην επιστολή είναι σε πολλά σημεία ορθή. Η γενικόλογη καταδίκη των υπερβολών, που μπορεί να διαπράττονται στο όνομα της κοινωνικής συνειδητοποίησης, αφήνει στο απυρόβλητο την πραγματική καταδίωξη ιδεών και πολιτικών απόψεων που συνεχίζεται ακάθεκτη από το κυρίαρχο σύστημα ελέγχου. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η δύναμη που έχει εντός και εκτός ΗΠΑ το αμερικανοϊσραηλινό λόμπι. Οπως ορθά επισήμανε ο συγγραφέας Κρις Χέτζες, κάποιοι από τους υπογράφοντες έχουν πρωτοστατήσει σε διώξεις αραβόφωνων καθηγητών που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των Παλαιστινίων ή έχουν επιτεθεί στη γερουσιαστή των Δημοκρατικών Ιλχάν Ομάρ με τη ρετσινιά του «αντισημιτισμού». Μετά την κατακραυγή κάποιοι λιγότερο διάσημοι απέσυραν τις υπογραφές τους, παίρνοντας αποστάσεις από το περιεχόμενο και κυρίως την εργαλειοποίηση της επιστολής στη σημερινή συγκυρία.
Ενώ η επιστολή των 153 κινείται σαφώς σε αντιδραστική κατεύθυνση, παρά το φιλελεύθερο περιτύλιγμά της, αυτό δε σημαίνει ότι αρκεί από μόνη της η αλλαγή στις λέξεις, για να αλλάξουν και τα πράγματα. Οπως επισημαίνει πάλι ο Κρις Χέτζες, στο άρθρο του που αξίζει να διαβαστεί, στο σύνολό του «ο πολιτικά ορθός λόγος και τα σύμβολα της συμπερίληψης, χωρίς μια συντονισμένη επίθεση στην επιχειρηματική εξουσία, δεν μπορούν να αλλάξουν το σύστημα».