Παναγιώτης Μαυροειδής
▸ Το ποιος θα πληρώσει αυτήν την κρίση θα είναι το πεδίο μιας σκληρής κοινωνικο-ταξικής αντιπαράθεσης Αν είναι κάτι βέβαιο για την περίφημη «επόμενη μέρα», είναι ότι αυτή όχι μόνο δε θα είναι «κανονική» αλλά θα είναι βαριά συννεφιασμένη. Η ανησυχία δεν αφορά μόνο και κυρίως τον κορονοϊό, παρότι οι κίνδυνοι δεν έχουν παρέλθει. Στην ουσία, δεν υπήρξε αντιμετώπιση της πανδημίας αλλά «κρυφτούλι» με αυτήν. Το αποτέλεσμα ήταν θετικό από την άποψη του κέρδους πολύτιμου χρόνου, ο οποίος όμως κάθε άλλο παρά αξιοποιήθηκε από πλευράς κυβέρνησης με γενναία μέτρα ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος υγείας. Το στίγμα της «επόμενης μέρας» αφορά κυρίως τις τεράστιες επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης. Η κυβέρνηση ανησυχεί για τη «διάσωση» των επιχειρήσεων, των καπιταλιστών ιδιοκτητών τους, την εξυπηρέτηση του χρέους και την τήρηση των δημοσιονομικών υποχρεώσεων, έναντι των αφεντικών της στην ευρωζώνη.
Από την άλλη, η αγωνία των εργατικών και λαϊκών οικογενειών αφορά την εκτίναξη της ανεργίας, τη μείωση του εισοδήματος και την ακόμη μεγαλύτερη χειροτέρευση των εργασιακών σχέσεων. Πρόκειται για δύο δρόμους που όχι μόνο δεν διασταυρώνονται αλλά, αντίθετα, ο «θάνατος» του ενός μέρους, δίνει «ζωή» στο άλλο. Το ποιος θα πληρώσει αυτήν την κρίση θα είναι το πεδίο μιας σκληρής κοινωνικο-ταξικής αντιπαράθεσης. Η επιλογή του κοινωνικού κανιβαλισμού σε βάρος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, από μεριάς της κυβέρνησης και της αστικής τάξης, πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Αυτός, ακριβώς, είναι και ο λόγος που μια μεγάλη περιστολή ατομικών και συλλογικών ελευθεριών καθίσταται αδήριτη ανάγκη από μεριάς των αστικών δυνάμεων. Εν μέσω κορονοϊού, η κυβέρνηση προετοιμάζει νομοσχέδιο για τον περιορισμό των διαδηλώσεων. Συνέδεσε το άνοιγμα των σχολείων με μια πρωτοφανή απόφαση για τοποθέτηση καμερών παρακολούθησης μαθητών και καθηγητών μέσα στις σχολικές τάξεις. Επίσης, η λεγόμενη «επιστροφή στην κανονικότητα» συνοδεύεται από αστυνομικές επιχειρήσεις μεγάλης έκτασης σε πλατείες και ελεύθερους χώρους. Την ίδια στιγμή, με επίγνωση ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια αργά ή γρήγορα θα εκδηλωθεί, η κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά και το λεγόμενο «βαθύ κράτος», δρουν κατασταλτικά με προληπτικό τρόπο επιχειρώντας να απαξιώσουν τις μαχόμενες πολιτικές δυνάμεις.
Τις προηγούμενες μέρες, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ειδικότερα το ΝΑΡ, βρέθηκαν με συγκεκριμένο και σχεδιασμένο τρόπο στο στόχαστρο της κυβέρνησης. Δεν πρόκειται για «μνησικακία» που σχετίζεται μόνο με τη δράση της αντικαπιταλιστικής κομμουνιστικής αριστεράς, ακόμη και σε όλες τις φάσεις της καραντίνας, καθώς δεν υπέκυψε ούτε στο κλίμα εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, ούτε στο «θα τα πούμε μετά». Αφορά, κυρίως, αυτό που εν δυνάμει αντιπροσωπεύει και είναι το κύριο πλεονέκτημα αυτού του ρεύματος: Τη δυνατότητα να επικοινωνεί με αυθόρμητες συγκρουσιακές τάσεις εργαζομένων και νεολαίας στα ζητήματα της εργασίας και της ελευθερίας και να τις μετασχηματίζει σε ανατρεπτικό αντικαπιταλιστικό ρεύμα ρήξης με την αστική πολιτική. Το «ειδικό» πολιτικό πρόβλημα (για την κυβέρνηση), είναι ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι χειραγωγήσιμη, ούτε πηγαίνει με το γράμμα και την πειθαρχία στους θεσμούς. Παράλληλα, η ενεργοποίηση και επιστράτευση ακροδεξιάς και παρακράτους θα πρέπει επίσης να θεωρείται δεδομένη. Στο βαθμό που η κοινωνική οργή δεν περιστέλλεται, θα αναπτυχθεί προσπάθεια να στραφεί προς αντιδραστική κατεύθυνση, με πρωτοβουλίες ανορθολογικού ή ρατσιστικού περιεχομένου (καμπάνιες κατά των προσφύγων) ή/και εθνικιστικού, με αφορμή τη νέα κλιμάκωση της αντιπαράθεσης των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι χειραγωγήσιμη, ούτε πειθαρχεί στους θεσμούς
Ο κοινωνικός και πολιτικός συσχετισμός, ωστόσο, θα καθοριστεί πρωταρχικά στο πεδίο της οικονομίας. Υπάρχουν διαχρονικοί παράγοντες που θα παροξύνουν τόσο τη χρονική διάρκεια και το βάθος της κρίσης, όσο και την επαναφορά την ερχόμενη χρονιά. Ο πρώτος σχετίζεται με την εξαιρετική ευθραυστότητα που προκύπτει από τη δομή της ελληνικής οικονομίας με τα πρωτεία σε τουρισμό-εμπόριο-μεταφορές (31% του ΑΕΠ). Ο δεύτερος αφορά τη θανατηφόρα σύνδεση με την ευρωζώνη και την ΕΕ που επίσης θα περιπέσουν σε κρίση. Ο τρίτος σχετίζεται με το δημόσιο χρέος που θα εκτιναχθεί τόσο απόλυτα όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η σημερινή χαλάρωση των απαιτήσεων της δημοσιονομικής εποπτείας από την ΕΕ, με την καταφυγή στη «ρήτρα διαφυγής» που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας, ασφαλώς και δεν είναι μόνιμη. Αργά ή γρήγορα οι απαιτήσεις αποπληρωμής του χρέους και οι υποχρεώσεις απέναντι στη μνημονιακή «βοήθεια», θα διαμορφώσουν το πεδίο μιας άνευ προηγουμένου επίθεσης στα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να ανακάμψει, κάνοντας λόγο για «ήττα του νεοφιλελευθερισμού» και «επιστροφή του κράτους» και των κοινωνικών πολιτικών. Από μια άποψη, φαίνεται όλα να «σπρώχνουν» προς τα εκεί. Με την όποια ανάπτυξη να στηρίζεται σε καταναλωτικές δαπάνες που υπερβαίνουν τα λαϊκά εισοδήματα (και διαρκή αύξηση των χρεών τους και της ομηρίας τους από τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.) και σε περιβάλλον διαφύλαξης των καπιταλιστικών κερδών χω- ρίς σημαντικές νέες επενδύσεις, η κρατική παρέμβαση φαίνεται η μόνη λύση. Μόνο που αυτή δεν αφορά κρατικοποιήσεις με απαλλοτρίωση ιδιοκτησίας επιχειρήσεων, αλλά διάσωσή τους με κρατικό χρήμα για λογαριασμό των καπιταλιστών ιδιοκτητών τους. Την ίδια στιγμή, εργαζόμενοι απολύονται αλλά και όσοι συνεχίζουν, με τον τρόμο και την απειλή της ανεργίας, έχουν χαμηλότερους μισθούς και χειρότερες συνθήκες εργασίας. Στο νέο γύρο κοινωνικών και πολιτικών αναμετρήσεων, η εργατική πολιτική θα κριθεί στο πεδίο της ρήξης με τη λογική του κεφαλαίου και των κερδών του, από τη σκοπιά της καθολικής κάλυψης των κοινωνικών αναγκών, με ένα συνολικό πρόγραμμα πάλης για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης με κομμουνιστική προοπτική.