του Λ.Βατικιώτη
Ελπίδες για έξοδο από τον σημερινό βάλτο στον οποίο είναι καθηλωμένη η ευρωπαϊκή οικονομία δημιούργησε ο νέος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ με την ομιλία του κατά την ανάληψη του καθηκόντων στις 15 Ιουλίου. Η εξαγγελία του αφορούσε ένα τριετές σχέδιο επενδύσεων σε όλη την Ευρώπη, ύψους 300 δισ. ευρώ. Το θέμα επανήλθε το Σαββατοκύριακο στο πλαίσιο συνάντησης των υπουργών Οικονομικών των 28 κρατών-μελών, ως ένα από τα μέτρα που πρέπει να λάβουν οι Βρυξέλλες για να αποφύγουν μια μακροχρόνια ύφεση σαν αυτή της Ιαπωνίας. Ο αντιπρόεδρος μάλιστα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Βίτορ Κονστάντζιο, εξηγώντας την αναγκαιότητα ολοκλήρωσης αυτού του επενδυτικού σχεδίου, τόνισε ότι στην Ευρώπη σήμερα οι επενδύσεις βρίσκονται 20% χαμηλότερα απ’ το επίπεδο που ήταν το 2007! Με βάση τις ανακοινώσεις που ακολούθησαν, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων κι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα καταθέσουν προτάσεις «κερδοφόρων» επενδύσεων τις επόμενες εβδομάδες, οπότε κι αναμένεται να κορυφωθεί η συζήτηση για το ευρωπαϊκό επενδυτικό σχέδιο.
Το μέγεθός του πάντως δεν δικαιολογεί σε καμιά περίπτωση τις τυμπανοκρουσίες και τις μεγαλοστομίες που ήδη έκαναν την εμφάνισή τους. Τα 300 δισ. ευρώ αντιστοιχούν στο 2,29% του ΑΕΠ των 28 κρατών-μελών της ΕΕ (συνολικής αξίας 13,067 τρισ. ευρώ). Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, στη «Σοβιετική» (κατά τους φιλοχουντικούς υπουργούς του Σαμαρά) Ελλάδα του 2008 οι συνολικές πληρωμές του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων αντιστοιχούσαν στο 3,92% του ΑΕΠ (9,65 δισ. ευρώ σε ένα ΑΕΠ ύψους 245,815 δισ. ευρώ, με βάση την εισηγητική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού του 2009). Η συζήτηση επομένως αφορά το 60% των κονδυλίων ενός προ κρίσης ελληνικού ΠΔΕ, το οποίο μάλιστα θα κατανεμηθεί και σε τρία χρόνια. Συνεπώς το συνολικό του ύψος με κανέναν τρόπο δεν θα κάνει τη διαφορά, βοηθώντας την ευρωπαϊκή οικονομία να ξεφύγει από την παρατεταμένη οικονομική στασιμότητα που κυριαρχεί και αποτυπώνεται στα στοιχεία της Γιούροστατ. Χαρακτηριστικά, το ΑΕΠ στην ΕΕ των 28 το δεύτερο τρίμηνο του έτους (Απρίλιος-Ιούνιος) αυξήθηκε μόλις κατά 0,2%, ενώ το πρώτο τρίμηνο (Ιανουάριος-Μάρτιος) κατά 0,3%. Στην ευρωζώνη ακόμη χειρότερα: 0% και 0,2%, αντίστοιχα…
Το «πακέτο διάσωσης» της πραγματικής ευρωπαϊκής οικονομίας αποδεικνύεται φούσκα, αν όχι παγίδα όταν λάβουμε υπόψη μας δύο ακόμη πλευρές του: Πρώτον, ότι οι πόροι για την κάλυψή του θα προέλθουν από τους υπάρχοντες προϋπολογισμούς. Δεν πρόκειται δηλαδή να δημιουργηθεί νέο χρήμα ισόποσης αξίας (300 δισ.) με το οποίο να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις ή να χαλαρώσουν οι όροι δημοσιονομικής πειθαρχίας, επιτρέποντας για παράδειγμα το έλλειμμα να κυμανθεί πάνω από 2% και με τον νέο δανεισμό να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις. Το πιθανότερο επομένως είναι κονδύλια που έχουν ήδη κατανεμηθεί σε λογαριασμούς επενδύσεων να τοποθετηθούν σε έναν κοινό λογαριασμό κι η διαχείρισή τους να γίνει κεντρικά από τις Βρυξέλλες. Κι αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο που ξεχωρίζει: Οι επενδύσεις, αφορώντας ενέργεια, μεταφορές, ευρυζωνικά δίκτυα, βιομηχανικά κλάστερς, κ.ά., δεν θα είναι στραμμένες στις ανάγκες κάθε κράτους-μέλους ούτε θα εξετάζονται υπό το πρίσμα της μείωσης της ανεργίας που πλέον πλήττει 25 εκατ. εργαζόμενους. Κριτήριο επιλεξιμότητας πιθανότατα θα αποτελεί η ενδυνάμωση της ενιαίας αγοράς, κατά πόσο δηλαδή βοηθούν στην υπέρβαση του κατακερματισμένου χαρακτήρα των αγορών στην ΕΕ, όπως κι η επίτευξη οικονομιών κλίμακας, που σημαίνει ότι ωφελημένες θα είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις στη Βόρεια Ευρώπη κι όχι στην περιφέρεια της ΕΕ, που δίνουν μάχη ζωής τόσο απέναντι στην ύφεση όσο κι απέναντι στον ανταγωνισμό από τα ευρωπαϊκά μεγαθήρια. Το σχέδιο επένδυσης 300 δισ. ευρώ θα κάνει ακόμη πιο εχθρικό το οικονομικό περιβάλλον γι’ αυτές τις επιχειρήσεις, οξύνοντας τον ανταγωνισμό.
Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι η πρωτοβουλία του Γιουνκέρ έρχεται να λειτουργήσει διορθωτικά σε μια διεθνή, γενική τάση που έχει εμφανιστεί πολύ έντονα τα τελευταία χρόνια, ειδικότερα μετά την κρίση του 2007. «Νέο κανόνα» τη χαρακτήρισαν οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς στις 2 Ιουλίου κι αφορά από τη μία την τάση αποχής από επενδύσεις κεφαλαίου των μεγάλων επιθησαυρισμού. «Διαφύλαξη του ρευστού αντί να επενδυθεί είναι θεμελιώδης αλλαγή που ξεκίνησε με την οικονομική κρίση. Είναι μια συμπεριφορά που φαίνεται ότι θα μείνει» δήλωνε ερευνητής της αγοράς στην ίδια εφημερίδα στις 14 Σεπτεμβρίου. Σε αυτό το πλαίσιο η Στάνταρ εντ Πουρ’ς πρόσφατα προέβλεψε ότι οι παγκόσμιες επενδύσεις κεφαλαίου από μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις το 2014 θα μειωθούν κατά 0,5%, ενώ το 2013 μειώθηκαν κατά 1%. Ταυτόχρονα οι μεγάλες επιχειρήσεις όμως κάθονται επάνω σε βουνά ρευστού! Μόνο οι εισηγμένες στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική διαθέτουν σε ρευστό 1 τρισ. ευρώ, όταν το 2007 διέθεταν μόνο 700 δισ. ευρώ. Οι θάλασσες ρευστού δεν αντανακλούν μόνο, ενδεχομένως ούτε κυρίως, κέρδη καθώς είναι αποτέλεσμα των πολύ ευνοϊκών συνθηκών δανεισμού εξαιτίας των μηδενικών επιτοκίων δανεισμού στις ΗΠΑ και πλέον στην ευρωζώνη. Ενδεικτικά, στις 2.000 μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου, με 4,5 τρισ. δολ. ρευστό και χρέος 11,1 τρισ. δολ. η μόχλευση (που ισοδυναμεί με το καθαρό χρέος προς το συνολικό ενεργητικό) ανέρχεται στο 24%, που μπορεί να βρίσκεται χαμηλότερα από το 27% το 2009, κυμαίνεται όμως στα επίπεδα (πορτοκαλής συναγερμός) του 2007 κι είναι ανώτερο κάθε προηγούμενου ρεκόρ μεταξύ 2010 και 2012.
Η ίδια τάση αποχής από επενδύσεις παρατηρείται και στην καρδιά της Ευρώπης. Σύμφωνα με το περιοδικό Σπίγκελ που κυκλοφορεί οι γερμανικές εταιρείες έχουν σε καταθέσεις 500 δισ. ευρώ, ενώ το επίπεδο των επενδύσεων στην ιδιωτική οικονομία της Γερμανίας έχει πέσει από 21% το 2000 στο 17% το 2013. «Οι συνέπειες είναι δραματικές» συνεχίζει το γερμανικό περιοδικό. «Λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό, πολλές επιχειρήσεις έχουν στην πραγματικότητα μειώσει τις δαπάνες τους για εξοπλισμό και υπολογιστές τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό ισχύει για την χημική βιομηχανία, οι βιομηχανικές υποδομές ωστόσο καταρρέουν και στον κλάδο του μηχανολογικού εξοπλισμού και των ηλεκτρονικών». Στους τομείς επομένως που αποτελούν την αιχμή του δόρατος της γερμανικής οικονομίας.
Η βασικότερη αιτία πίσω από την αδυναμία του κεφαλαίου να επενδύσει σχετίζεται με την εκτόξευση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, που καθιστά κάθε νέα επένδυση εξαιρετικά «ακριβή» και εξίσου ριψοκίνδυνη. Πρόκειται δε για μια τάση που δεν πρόκειται να αντιστραφεί, αντίθετα ολοένα και περισσότερες οικονομίες θα τείνουν, έστω ασυμπτωτικά, σε αυτό το σημείο. Επίσης, θα γεννάει διαρκώς πολύπλευρες κρίσεις και υψηλή ανεργία και παράλληλα θα ωθεί στη χρηματοοικονομική κερδοσκοπία, με πιο πρόσφατη τάση την επαναγορά μετοχών. Σε αυτό το ράλι, σύμφωνα με τον Εκόνομιστ στις 13 Σεπτεμβρίου, η ΙΒΜ δαπάνησε ποσά διπλάσια απ’ όσα αφιέρωσε για έρευνα και ανάπτυξη, ενώ η Έξον δαπάνησε ποσά ύψους 200 δισ. δολ. που αρκούσανγια να εξαγοράσει τον μεγαλύτερο ανταγωνιστή της, την ΒΡ! Περιττό να ειπωθεί ότι η μόδα του τζόγου κάθε εταιρείας επί των μετοχών της οδηγεί εκ νέου στην παραμέληση των επενδύσεων, αναπαράγοντας ένα φαύλο κύκλο συρρίκνωσης των επενδύσεων και απαξίωσης του επενδυμένου κεφαλαίου.
Σε αυτή τη γενική τάση αποχής από παραγωγικές επενδύσεις διακρίνεται μια αντίρροπη δυναμική, μικρότερης προφανώς έντασης. Εξετάζοντας τη Γερμανία για παράδειγμα διακρίνουμε ότι η αυτοκινητοβιομηχανία ΒΜW μαζί με το «δεν επενδύω, δεν επενδύω» στην Ευρώπη θα ξοδέψει 1 δισ. δολ., για να αναδείξει το εργοστάσιό της στη Νότια Καρολίνα των ΗΠΑ στο μεγαλύτερο παγκοσμίως, ενώ η Ντέμλερ πρώτη φορά θα συναρμολογεί ολόκληρη σειρά, τη C Class, που στρέφεται στην αμερικανική αγορά, εξ ολοκλήρου στις ΗΠΑ, στην Αλαμπάμα. Ανάλογες γιγαντιαίες επενδύσεις σχεδιάζονται και σε άλλα μέρη του κόσμου, όπως η Κίνα. Με άλλα λόγια εντείνεται η αναζήτηση χωρών με χαμηλότερο εργατικό κόστος, όπως οι ΗΠΑ, όπου η αφειδώλευτη κρατική χρηματοδότηση της αυτοκινητοβιομηχανίας από τον Μπους αρχικά και τον Ομπάμα στη συνέχεια είχε αυστηρό όρο την παραίτηση της εργατικής αριστοκρατίας του Ντιτρόιτ από κάθε κατοχυρωμένο εργατικό δικαίωμα.
Στη βάση των παραπάνω η πρωτοβουλία του νέου προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ πρώτον και κύριον έρχεται να βοηθήσει το κεφάλαιο, καθώς στρέφει δημόσιο χρήμα σε επενδύσεις που το ίδιο κρίνει μη κερδοφόρες και υψηλού ρίσκου. Η μεγαλύτερη συμβολή των Βρυξελλών ωστόσο θα σχετίζεται με την περαιτέρω, συνεχή μείωση του εργατικού κόστους, με τη (μάταιη μακροπρόθεσμα) ελπίδα να γίνουν πρόσφορες οι συνθήκες αξιοποίησης του κεφαλαίου.