Ανάλυση: Μπάμπης Συριόπουλος
Οι προσεγγίσεις για «αιφνίδια μετάλλαξη» του ΣΥΡΙΖΑ κλείνουν τα μάτια στην αστική πολιτική που κυριαρχούσε
Ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπούσε λαϊκές αντιμνημονιακές διαθέσεις αλλά, παρά τη σχέση του με το κίνημα, στόχευε εξαρχής στην ενσωμάτωσή τους στο αστικό ευρωενωσιακό διαχειριστικό πλαίσιο
Η συζήτηση για την περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ, μετά από τέσσερα χρόνια κυβερνητικής εξουσίας, δεν μπορεί να στέκεται μόνο στο ολοφάνερο γεγονός της ταχύτατης αναίρεσης των υποσχέσεών του και τη μετατροπή του από ελπίδα ανάσχεσης του νεοφιλελευθερισμού, όπως παρουσιαζόταν, και σημείο αναφοράς για πολλά κινήματα και αγωνιζόμενους σε όλο τον κόσμο, σε κυβερνητικό κόμμα-φορέα της επίθεσης ενάντια στους εργαζόμενους και το λαό και του πιο καλού στρατιώτη του ΝΑΤΟ και της ελληνικής αστικής τάξης. Η εξήγηση αυτής της θεαματικής αναίρεσης δεν παραβλέπει καθόλου τον κυνισμό και την υποκρισία αυτών που την πραγματοποίησαν, αντίθετα την ερμηνεύει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξέφραζε μικροαστικές μάζες, ιδίως μισθωτά μεσαία στρώματα και παρά τις σοσιαλιστικές του επαγγελίες ήταν από τότε κόμμα αστικής ηγεμονίας. Από το 2010 και μετά εκπροσωπούσε λαϊκές αντιμνημονιακές διαθέσεις αλλά παρά τους δεσμούς του με το λαϊκό κίνημα, στόχευε εξαρχής στην ενσωμάτωσή τους στο αστικό ευρωενωσιακό διαχειριστικό πλαίσιο. Η στάση του απέναντι στην ΕΕ, η άρνηση της ρήξης ήταν ενδεικτική των προθέσεών του.
Οι σοσιαλιστικές του επαγγελίες ήταν, ακόμα και σε στρατηγικό επίπεδο, όσο πρέπει ασαφείς για να μην τις παίρνει κάποιος στα σοβαρά, παρά τις αντικαπιταλιστικές ρητορείες, εκτός αν ήθελε απεγνωσμένα να τις πιστέψει. Στην Ιδρυτική του Διακήρυξη στο 1ο ιδρυτικό του συνέδριο ως ενιαίο κόμμα, δεχόταν το σοσιαλισμό ως «μορφή οργάνωσης της κοινωνίας που βασίζεται στην κοινωνική -και όχι κρατική- ιδιοκτησία και διαχείριση των παραγωγικών μέσων». Ωστόσο παρά τη φιλολογία για «ρήξεις, άλματα και τομές» δεν υπήρχε πουθενά η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα «παραγωγικά μέσα». Αντίθετα υπήρχε το «αίτημα να οικοδομηθεί και να αναπτυχθεί η οικονομία των αναγκών ενάντια στην οικονομία του κέρδους». Στο ίδιο συνέδριο στους άμεσους «προγραμματικούς στόχους» συμπεριλαμβάνονταν η ακύρωση των «προβλεπόμενων ιδιωτικοποιήσεων», πουθενά όμως κάποια εθνικοποίηση, ενώ οι πόροι για τις διάφορες φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις και την «παραγωγική ανασυγκρότηση», θα βρίσκονταν από «ένα δίκαιο ριζοσπαστικό φορολογικό σύστημα», από «την πάταξη των τομέων της παραοικονομίας» και «την αύξηση της παραγωγής». Όπως βλέπουμε από το 2013, ο σοσιαλισμός και οι προγραμματικοί στόχοι του ΣΥΡΙΖΑ δεν προέβλεπαν ούτε ρήξη με την ΕΕ ούτε σύγκρουση με το κεφάλαιο και την ατομική ιδιοκτησία.
Πολλές δυνάμεις και οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς συμπεριλάμβαναν το ΣΥΡΙΖΑ στην Αριστερά (κάποιοι τον συμπεριλαμβάνουν ακόμα και τώρα), συμπορεύτηκαν ή εντάχθηκαν σ’ αυτόν, αναγνωρίζοντας συχνά αυτή την πραγματικότητα, θεωρώντας την όμως μία μόνο πλευρά της αντιφατικής συγκρότησής του. Η άλλη ήταν η εκπροσώπηση, όπως είπαμε, λαϊκών ριζοσπαστικών διαθέσεων, η επαφή του με το κίνημα, η συμμετοχή του ή η ανοχή του σε συγκρουσιακές μορφές πάλης καθώς και οι προγραμματικοί στόχοι που ήταν μη ανεκτοί από το σύστημα. Αυτό που παρέβλεπε αυτή η άποψη ήταν η εξαρχής αστική ηγεμονία στο ΣΥΡΙΖΑ. Οι ανάγκες κερδοφορίας του κεφαλαίου, οι συμμαχίες της αστικής τάξης, η ατομική ιδιοκτησία και η «συνέχεια του κράτους» ήταν τα ανυπέρβλητα όρια των οποιονδήποτε εξαγγελιών. Στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και της κρίσης του, στα ασφυκτικά περιθώρια που θέτει το ίδιο το σύστημα, τέτοια κόμματα μετατρέπονται σε σοσιαλφιλελεύθερα.
Η υποτίμηση αυτής της ηγεμονίας και η ένταξη ή η κριτική στήριξη στο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε την «από τα αριστερά» κάλυψη και «δικαίωση» της αστικορεφορμιστικής (τότε) γραμμής του, ψαλιδίζοντας τις δυνατότητες για ένα μαζικό ανταγωνιστικό αριστερό αντικαπιταλιστικό μπλοκ. Όπως γράφουν οι Θέσεις για το 4ο Συνέδριο του ΝΑΡ «με βάση την ηγεμονία που είχε κατακτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε από την αρχή της διακυβέρνησής του να κάνει τη μετάβαση από την αντιμνημονιακή φλυαρία στην αστική διαχείριση, στην ηγεμονία στη διαδικασία του δημοψηφίσματος και στην ανατροπή του “Όχι” και την υπογραφή του 3ου μνημονίου, χωρίς το ανάλογο κόστος».
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδωσε τη μάχη με ανεπάρκειες και αδυναμίες για τη συγκρότηση ενός μετώπου αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης και ενός κινήματος με οργάνωση από τα κάτω και στόχους ρήξης με το κεφάλαιο και την ΕΕ. Στην ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλε από άλλο δρόμο και το ΚΚΕ που, παρά τη δυναμική της εργατικής και λαϊκής αμφισβήτησης, αρνήθηκε κάθε αναζήτηση πολιτικής ανατρεπτικής αντικαπιταλιστικής απάντησης στο όνομα της μελλοντικής λαϊκής εξουσίας, αρνούμενο την κλιμάκωση των αγώνων, αφήνοντας έτσι το πεδίο ανοιχτό στο ΣΥΡΙΖΑ.
Η επιφανειακή ερμηνεία για την ταχύτατη αστική ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ με βάση θεωρίες για αιφνίδια μετάλλαξη, προδοσία Τσίπρα και των φίλων του κτλ. δικαιολογούν απλά την έλλειψη αυτοκριτικής για την εύκολη λύση της καλλιέργειας αυταπατών, την ευκαιριακή αναζήτηση μαζικών ακροατηρίων. Η βαθύτερη αναζήτηση των αιτίων για τις ήττες δεν γίνεται για λόγους αυτοδικαίωσης, αντίθετα αφορά στο μέλλον. Πίσω από τις «προδοσίες» κομμάτων ή ηγεσιών βρίσκονται οι ανεπάρκειες, τα κενά και οι αντιφάσεις των κινημάτων και των επαναστάσεων. Ο Μαρξ, αναφερόμενος στην «αυτοκρατορία» του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, έγραψε στην 18η Μπρυμαίρ: «Δεν αρκεί να λέγεται, όπως το κάνουν οι Γάλλοι, ότι το έθνος τους ξαφνιάστηκε. … Μένει να εξηγηθεί πως ένα έθνος 36.000.000 μπορεί να ξαφνιαστεί από τρεις χυδαίους μεγαλοβιομήχανους και να οδηγηθεί χωρίς αντίσταση στη φυλακή».
Η αποθέωση του σήμερα, η στρατηγική ως πολυτέλεια
Η αποσυριζοποίηση της Αριστεράς δεν έχει καθόλου τελειώσει παρά τα «αναθέματα». Θα έλεγε κανείς ότι είμαστε ακόμα στην αρχή. Έχει ιδιαίτερη σημασία η μαρτυρία του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου από το βιβλίο του Ο Μαυροκόκκινος Δεκέμβρης: «Ιδίως μετά το 2012, όσες και όσοι προειδοποιούσαμε για τα όρια μιας μη αστικής κυβέρνησης μέσα στον καπιταλισμό, ζητώντας το εγχείρημα να συνδεθεί με ένα μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, είχαμε να αντιμετωπίσουμε τη μομφή πολλών, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, ότι “αυτά” ήταν ιδεολογικές εμμονές: Το μείζον , εκείνο που επέβαλλε την ανάληψη της κυβέρνησης άνευ όρων και οριοθετήσεων, ήταν πως “ο κόσμος πεινάει”: ” δεν ήταν η ώρα για το σοσιαλισμό”».
Η βάση και η νομιμοποίηση της υποταγής στο αστικό πλαίσιο ήταν η έλλειψη στρατηγικού βάθους και προοπτικής, η αντιμετώπιση των αναγκαίων στρατηγικών στόχων ως ιδεολογία και η αντιμετώπιση της ιδεολογίας ως εμμονής ή το πολύ ως είδος πολυτελείας, κάτι σαν επιδόρπιο μετά το γεύμα, αφού έχουν χορτάσει οι πεινασμένοι. Αυτή η προσκόλληση στο άμεσο ταίριαξε γάντι με τη μεταμοντέρνα λοιδορία κάθε συνολικής θεώρησης και συζήτησης, με την αποθέωση της δράσης και πράξης χωρίς προοπτική. Όπως επισημαίνεται στο ίδιο βιβλίο «η στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ από τον Τόνι Νέγκρι σε δραματικούς μάλιστα τόνους (“Και τι να έκαναν, δηλαδή, να αυτοκτονήσουν;”), αυτόν ακριβώς τον μετα-αριστερό πραγματισμό απηχεί».
Στο όνομα των άμεσων λύσεων και της εξύμνησης του «λαού όπως είναι σήμερα» ο ρεφορμισμός από τις πρώτες (19ος αιώνας) ως τις σημερινές εκδοχές του συμπυκνώνεται στο σύνθημα «το κίνημα είναι το παν, ο σκοπός δεν είναι τίποτα».
Τέσσερα χρόνια διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: Δεν απέτυχε, πέτυχε… μνημονιακά