γράφουν:
Κώστας Παλούκης
Ιάσονας Χανδρινός
‘Οταν ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς έδιωξε τον ιταλό πρέσβη από το γραφείο του χωρίς να του απαντήσει ήταν 28η Οκτωβρίου 1940. Την επόμενη ημέρα ο αστικός τύπος έγραφε για το Όχι του δικτάτορα. Όμως το Όχι αυτό το αγκάλιασε όλος ο ελληνικός λαός και μετατράπηκε σε ένα διπλό λαϊκό Όχι απέναντι στον φασισμό, ένα Όχι απέναντι στον ιταλικό φασισμό και ένα Όχι απέναντι στον ελληνικό φασισμό. Στην πράξη η φασιστική κυβέρνηση δεν μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα πίσω και η απόπειρα εκφασισμού της δικτατορίας Μεταξά-Γεωργίου Β΄ τελείωσε εκείνη την ημέρα. Ο λαϊκός παράγοντας με τον αντιφασιστικό ενθουσιασμό έδωσε την πρώτη αντιφασιστική νίκη του. Πλέον το καθεστώς αναζητούσε συμμαχία από τους φυλακισμένους κομμουνιστές-εχθρούς και από το διαλυμένο ΚΚΕ και προσπαθούσε εναγωνίως να πάρει μια δήλωση από τον φυλακισμένο ηγέτη του Νίκο Ζαχαριάδη: «Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό τού Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και ο κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό, καλύβα με καλύβα, η κάθε πόλη, σπίτι με σπίτι, πέπει να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει νά εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό πού τον διευθύνει ή κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει νά δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική, ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ’ έναν πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό».
Η δήλωση αυτή υπήρξε η ταφόπλακα του ελληνικού φασισμού γεμίζοντας με ενθουσιασμό εκατοντάδες χιλιάδες αντιφασίστες εργάτες καθώς γι’ αυτούς το στίγμα του αντιφασιστικού αγώνα δεν τον έδινε η κυβέρνηση, αλλά η Aριστερά. Το ΚΚΕ από ηττημένη δύναμη ξαφνικά έγινε ο εμπνευστής του αντιφασιστικού αγώνα.
Κ.Π
Πρωταγωνιστής και αφηγητής της ιστορίας (του), ο ίδιος ο ελληνικός λαός
Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα από όσες ενεπλάκησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία γιορτάζει την είσοδό της στον Πόλεμο και όχι την αποχώρησή της από αυτόν ή τη λήξη του. Πράγματι, ενώ η 28η Οκτωβρίου ανήκει στις πιο εμβληματικές ημερομηνίες του εθνικού μας επετειολογίου, η 9η Μαΐου, ημέρα παράδοσης της ναζιστικής Γερμανίας –και ημέρα αντιφασιστικής νίκης- όχι μόνο δεν εορτάζεται αλλά είναι πρακτικά άγνωστη στη χώρα μας. Ούτε η 12η Οκτωβρίου, ημέρα εκκένωσης της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα, ούτε η 25η Νοεμβρίου που είχε καθιερωθεί τη δεκαετία του ’80 ως επίσημη «ημέρα Εθνικής Αντίστασης» μπορούν να συναγωνιστούν την 28η Οκτωβρίου σε δημοφιλία, συμβολικό βάρος, συναισθηματικό φορτίο. Αυτή η «διαστροφή» της ευρωπαϊκής επετειακής κανονικότητας έχει εξηγηθεί με πάμπολλους τρόπους, από το «πολεμοχαρές της ελληνικής φυλής» μέχρι την εμφυλιοπολεμική αποσιώπηση της Εθνικής Αντίστασης που απέκλεισε σκόπιμα την πολιτικά ευαίσθητη περίοδο της Κατοχής από την εθνική μνήμη των επόμενων γενεών. Η αλήθεια βρίσκεται κατά τη γνώμη μας αλλού: Η 28η Οκτωβρίου δεν είναι μια οποιαδήποτε υπόμνηση του «εθνικού ηρωισμού». Δε συμβολίζει την «εθνική ενότητα» απέναντι στον κίνδυνο. Είναι ο «τόπος» και το σύμβολο που συμπυκνώνει νοηματικά τη συμμετοχή στον αντιφασιστικό αγώνα. Το πολιτικό νόημα της ημερομηνίας είναι εν τέλει πολύ βαθύτερο από οποιαδήποτε «επίσημη» ανάγνωσή της.
Εκείνη η μέρα δεν ήταν ίδια για όλους. Η είσοδος της Ελλάδας στον Πόλεμο πυροδότησε αλυσιδωτές αντιδράσεις στο κοινωνικό πεδίο. Η ιταλική ιμπεριαλιστική επίθεση, κομμάτι του μεγαλύτερου ιμπεριαλιστικού πολέμου, λειτούργησε καταλυτικά στις συνειδήσεις, ενώ κλόνισε και τελικά σάρωσε το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά –ιδεολογικά συγγενές με τους «ιταμούς εισβολείς». Ο λαός βρέθηκε ακάλυπτος από την πολιτικοστρατιωτική του ηγεσία και διδάχτηκε να την αμφισβητεί, ο κίβδηλος ενθουσιασμός και οι προπαγανδιστικές κορόνες της κυβέρνησης της Αθήνας για τον στρατιωτικό «περίπατο» δεν είχαν καμία απήχηση στους στρατιώτες οι οποίοι στο μέτωπο έρχονταν αντιμέτωποι με τη φριχτή όψη του πολέμου, νεκροί, τραυματίες και κρυοπαγημένοι. Το αίμα που χύθηκε στα βουνά της Αλβανίας ανέτρεψε κοινωνικές και ταξικές ιεραρχίες. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος δεν αποκάλυψε μόνο πως η «εθνική ενότητα» ήταν ένα κενό ιδεολόγημα. Έφερε στο φως τις βαθιές ταξικές αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, γέννησε αντιφασιστικά αισθήματα που στρέφονταν και ενάντια στο αστικό πολιτικό σύστημα. Όταν η γερμανική επίθεση τον Απρίλιο του 1941, έφερε την κατάρρευση, ο καταπονημένος στρατός αλλά και ο λαός στα μετόπισθεν, είχαν πλέον καταλάβει πως ο βασιλιάς, ο κρατικός μηχανισμός, οι στρατιωτικοί «ηγέτες» και οι μεγαλοβιομήχανοι (που ήδη βρίσκονταν στα βρετανικά πλοία) ήταν στην καλύτερη περίπτωση τραπουλόχαρτα, στη χειρότερη προδότες του λαού του οποίου –υποτίθενται– πως ηγούνταν. Ο «πατέρας του Έθνους» είχε ξεχαστεί, η ΕΟΝ και όλες οι προσπάθειες εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας εξαφανίστηκαν εν μία νυκτί. Μέσα σε ένα εξάμηνο, ο ελληνικός λαός είχε ωριμάσει κοινωνικά και πολιτικά. Σύντομα, η Αντίσταση και οι μορφές που θα λάμβανε, θα αποδείκνυαν πως ο μόνος πραγματικός αγώνας είναι ο αγώνας από τα κάτω.
Η 28η Οκτωβρίου ξεκίνησε να γιορτάζεται μέσα στο σκοτάδι της Κατοχής, από τον ίδιο τον λαό. Ηγεσίες και πολιτικοί δεν υπήρχαν, ο κρατικός μηχανισμός ήταν δοσιλογικός, οι συγκεντρώσεις και οι συζητήσεις για την «κατάσταση» απαγορεύονταν, συλλήψεις και εκτελέσεις είχαν ξεκινήσει. Το φάσμα της πείνας πλάκωνε τα αστικά κέντρα. Αναζητώντας εμπνεύσεις και ψυχολογικά στηρίγματα στα σύμβολα, η 28η Οκτωβρίου γεννήθηκε ως επέτειος με συμβολικές διαστάσεις, μέσα από την ίδια την κοινωνία. Για τους κατοίκους της κατεχόμενης Ελλάδας και κυρίως των πόλεων, οι οποίες δοκιμάζονταν σκληρά από την έλλειψη τροφίμων, ένα επιπλέον ερέθισμα. Ένα χρόνο πριν, οι κάτοικοι της Αθήνας θυμούνταν πως κατέβαιναν στους δρόμους, αμέσως μόλις ήχησαν οι σειρήνες του Πολέμου. Η αίσθηση του μαζικού ενθουσιασμού ήταν πολύ πρόσφατη για τους Αθηναίους, θύμιζε τις διαδηλώσεις που τώρα απαγορεύονταν. Το 1941 ομάδες πολιτών επισκέπτονταν το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη και κατέθεταν λουλούδια. Είχαν ανταποκριθεί στο κάλεσμα διάφορων οργανώσεων οι οποίες παρότρυναν τον κόσμο να μνημονεύσει την επέτειο του Όχι. Το ΕΑΜ, που είχε ιδρυθεί μόλις πριν ένα μήνα, επέλεξε εκείνη την ημέρα για να κυκλοφορήσει την πρώτη του διακήρυξη στο λαό της Αθήνας καλώντας σε μαζική αντίσταση εναντίον των κατακτητών. Καθόλου τυχαία, μια από τις πρώτες διακριτές ομάδες του πληθυσμού οι οποίες προσέγγισαν (και προσεγγίστηκαν) από το ΕΑΜ ήταν οι ανάπηροι του αλβανικού μετώπου οι οποίοι νοσηλεύονταν σε διάφορα νοσοκομεία της Αθήνας και τελικά έφτασαν να αποτελούν τη μαχητικότερη, μαζί με τους φοιτητές, οργάνωση του ΕΑΜ Αθήνας.
Ο μηχανισμός συλλογικής ταύτισης ήταν πολύ βαθύτερος από οποιαδήποτε εθνική υπερηφάνεια. Οι συνθήκες της στρατοκρατούμενης χώρας μεταμόρφωναν την επέτειο σε μέρα αντιφασιστική. Ο πατριωτισμός έμπαινε σε εντελώς διαφορετικά πλαίσια. Ο Πόλεμος, και τώρα η Κατοχή, δεν ήταν πια «εθνική υπόθεση», αλλά κομμάτι της ευρύτερης αντιφασιστικής πάλης. Στην Ελλάδα, ο αγώνας δεν μπορούσε παρά να στρέφεται εναντίον ντόπιου και ξένου φασισμού ταυτόχρονα. Το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, η πόλη της Αθήνας και ολόκληρη η ελληνική επικράτεια έπρεπε να διεκδικηθούν σπιθαμή προς σπιθαμή από τους κατακτητές. Η δοσιλογική κυβέρνηση ήταν συνεργάτες των Ναζί και έπρεπε να διαλυθεί, η εκμετάλλευση του λαού από βιομήχανους που συνεργάζονται με τους Γερμανούς έπρεπε να σταματήσει. Ο βασιλιάς που εγκατέλειψε τον λαό, δεν θα γινόταν ποτέ δεκτός χωρίς δημοψήφισμα. Στην κατεχόμενη Ελλάδα, δεν κατοικούσαν πια αποκλειστικά Έλληνες πατριώτες, αλλά Έλληνες φασίστες και Έλληνες αντιφασίστες. Και ανάμεσά τους μια βαθιά τάφρος.
Όσο η Αντίσταση άρχισε να δυναμώνει και να μαζικοποιείται, τόσο μεγαλύτερες διαστάσεις προσλάμβανε στον αντιφασιστικό αγώνα το έπος της Αλβανίας. Η εμφάνιση των πρώτων ανταρτών, οι πρώτες απεργίες στην κατεχόμενη Αθήνα τον Απρίλιο και τον Σεπτέμβριο, οι πρώτες εκτελέσεις το καλοκαίρι και η ανατίναξη των γραφείων της δοσιλογικής ΕΣΠΟ στις 20 Σεπτεμβρίου 1942, είχαν οξύνει την μαχητική διάθεση του κόσμου, κυρίως της νεολαίας και των φοιτητών. Η «άτυπη» αλλά εμπεδωμένη στις συζητήσεις επέτειος αποτελούσε πια αφορμή για συνδικαλιστικούς αγώνες και μαχητικές συγκεντρώσεις. Στις 28 Οκτωβρίου 1942, για πρώτη και τελευταία ίσως φορά, η μέρα τιμήθηκε με ομιλίες και συγκεντρώσεις σε σχολεία, υπηρεσίες, χώρους δουλειάς, αλλά και μαχητικές συγκεντρώσεις στους δρόμους της Αθήνας, με πρωτοβουλία του ΕΑΜ. Η συμβολική υπόμνηση του έπους της Αλβανίας και η σύνδεση του με τους αντικατοχικούς αγώνες, γινόταν πια μέσω των αναπήρων του αλβανικού μετώπου που αποτελούσαν τιμητική εμπροσθοφυλακή στο συλλαλλητήριο που κατέληξε πάλι στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Ακολούθησαν συμπλοκές με Ιταλούς καραμπινιέρους και αστυνομικούς, συλλήψεις και κυνηγητό σε όλους τους κεντρικούς δρόμους. Η Αντίσταση περνούσε πια σε άλλες διαστάσεις. Στις 28 Οκτωβρίου 1943 επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό, ενώ στην επέτειο του 1944, λίγες μέρες μετά την Απελευθέρωση, ένα τεράστιο πλήθος από τις εαμικές και κομματικές οργανώσεις της Αθήνας «έπνιξε» τον «εθνικό» εορτασμό της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και των Βρετανών που είχαν συνοδεύσει την άφιξή της στην Ελλάδα, με το μαγικό σύνθημα της «Λαοκρατίας» και «Να τιμωρηθούν οι δοσίλογοι».
Ήταν η τελευταία 28η Οκτωβρίου, όπου πρωταγωνιστής και αφηγητής της ιστορίας (του), ήταν ο ίδιος ο ελληνικός λαός. Από το 1945 και μέχρι σήμερα, ο πανηγυρικός της ημέρας είναι ένα ρηχό και εθνοκεντρικό μάθημα πατριδογνωσίας, χωρίς το παραμικρό αντιφασιστικό μήνυμα, χωρίς αναφορά στους μαζικούς αντικατοχικούς αγώνες, χωρίς αναφορά σε λαϊκές κινητοποιήσεις, χωρίς ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και αντάρτικο, με Σοφία Βέμπο και δαφνοστεφανωμένες ξιφολόγχες εθνικής υπερηφάνειας. Ένα κούφιο μήνυμα «εθνικής ενότητας» και success story, χωρίς ΕΡΤ να μεταδίδει την παρέλαση και με χαρισμένα τα καύσιμα των αρμάτων μάχης και των αεροπλάνων από τη Μότορ Όιλ. Η δική μας 28η Οκτωβρίου είναι –και πρέπει να είναι– αλλού: στα σωματεία, τους χώρους δουλειάς, τις αντιρατσιστικές πρωτοβουλίες, τις γειτονιές, τα σχολεία, τους δρόμους του αγώνα. Παντού δηλαδή όπου οι ελευθερίες διακυβεύονται και τα «όχι» πρέπει να ακούγονται δυνατότερα.
Ι. Χ
Να πει ο λαός ξανά Όχι στον φασισμό
Μετά την επιστολή του Ν. Ζαχαριάδη, η επόμενη πράξη της λαϊκής αντιφασιστικής νίκης έλαβε χώρα στα βουνά της Αλβανίας. Δεν ήταν οι στρατηγοί που κέρδισαν τον πόλεμο, αλλά οι απλοί φαντάροι σε μικρές μονάδες με αρχηγούς τους έφεδρους ανθυπολοχαγούς. Κατακτώντας λόφο το λόφο, καθήλωσαν τις μεγάλες στρατιές, αχρήστευσαν τα τανκς και τα αεροπλάνα. Το μεγάλο και ισχυρό μήνυμα ήταν συμβολικό και έφτασε σε όλα τα περατά μέρη και όλοι οι λαοί της Ευρώπης αναθάρρησαν. Οι δύναμεις του Άξονα δεν ήταν αήττητες. Αλλά μέχρι εκεί μπορούσε να φτάσει ο αντιφασισμός της μεταξικής κυβέρνησης. Η είσοδος των γερμανών από τη Γιουγκοσλαβία σήμανε τη μεγάλη προδοσία. Η κυβέρνηση έφυγε τρέχοντας στην Αίγυπτο εγκαταλείποντας τη μάχη και τον λαό. Οι στρατηγοί σαν τον Τσολάκογλου συνθηκολογούσαν αναλαμβάνοντας την πρώτη δοσίλογη διακυβέρνηση. Η προδοσία ήταν μεγάλη. Ο λαός ήθελε να πολεμήσει και αυτό φάνηκε στη Μάχη της Κρήτης. Εκεί παίχτηκε η τρίτη νικηφόρα πράξη του αντιφασιστικού αγώνα. Η προδοτική κυβέρνηση θα μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο σε άλλα σημεία της χώρας μοιράζοντας τα όπλα στον λαό και μετατρέποντας κάθε χωριό, βουνό και πέρασμα της χώρας σε ένοπλη αντίσταση στους εισβολείς, όπως η ηγεσία της σοβιετικής Ρωσίας. Αλλά αυτό δεν μπορούσε να το αναλάβει μια αστική κυβέρνηση, παρά μόνο η Αριστερά.
Αυτή λοιπόν ήταν η τέταρτη και μεγαλειώδη νικηφόρα αντιφασιστική μάχη του ελληνικού λαού. Το διαλυμένο ΚΚΕ, προδομένο και αυτό από τις υποσχέσεις της μεταξικής κυβέρνησης. ανέλαβε να μετατρέψει στην πράξη κάθε βράχο, κάθε ρεματιά κάθε χωριό και καλύβα κάθε πόλη, σπίτι με σπίτι σε φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Η ίδρυση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, οι μεγάλοι εργατικοί αγώνες στην Αθήνα του ΕΕΑΜ, οι αγώνες και οι μάχες στα βουνά δημιούργησαν την ελεύθερη Ελλάδα με πολύ αίμα. Η εαμική εξέγερση όχι μόνο νικούσε τους κατακτητές, αλλά και προετοίμαζε τη χώρα για τη μεγάλη απελευθέρωση. Αλλά δεν ήταν όλοι οι Έλληνες με την Αντίσταση. Η προδοσία που ξεκίνησε στα γιουγκοσλαβικά σύνορα μετατράπηκε σε μια φασιστική αντεπανάσταση οργανωμένη από το δοσιλογικό καθεστώς του Ράλλη. Ο αντιφασιστικός αγώνας έγινε ξανά διπλός: απέναντι στον ελληνικό και ξένο φασισμό. Ο νέος ελληνικός φασισμός πια ήταν ένοπλος, αδίστακτος και στηριζόταν στη μαύρη οικονομία και στα νέα δοσιλογικά αστικά στρώματα. Στην Αθήνα δίπλα από το αστικό δοσιλογικό κέντρο που ελεγχόταν από τους ταγμασφαλίτες, τους χίτες και τους μπουραντάδες απλωνόταν η μεγάλη εαμική θάλασσα. Τα όρια όμως της ηγεσίας της Αριστεράς φάνηκαν στα Δεκεμβριανά και στην υπογραφή της Βάρκιζας. Το ΚΚΕ αποφάσισε να «ταράξει στη νομιμότητα» το νέο ελληνικό καθεστώς που στηριζόταν πια όχι στους Γερμανούς, αλλά στους Βρετανούς και ξέπλυνε όλους σχεδόν τους μικρομεσαίους δοσίλογους. Η εαμική εξέγερση όμως είχε στην πράξη νικήσει. Όλη η Ελλάδα είχε βρεθεί ελεύθερη κάτω από το καθεστώς της λαοκρατίας.
Τα ιστορικά παραδείγματα και η ιστορία δεν μπορούν να μας δείξουν ακριβώς πώς θα ερμηνεύσουμε το παρόν καθώς τα ιστορικά γεγονότα δεν μπορούν να επαναληφθούν ποτέ με τον ίδιο τρόπο. Όμως οι άνθρωποι, όπως στην προσωπική τους ζωή, έτσι και στη συλλογική τους ζωή δεν μπορούν παρά να σκέφτονται για το παρόν και το μέλλον με βάση τη μέχρι τότε ατομική και συλλογική τους εμπειρία. Από αυτήν την άποψη τα ιστορικά παραδείγματα και η ιστορία μπορεί να μας καταδείξουν μια «μεθοδολογία», αλλά και να μας προσφέρουν τα αναλυτικά εργαλεία για να μπορούμε να καταλάβουμε τι γίνεται στο παρόν και να σκεφτούμε τι μπορούμε να πράξουμε στο μέλλον. Αυτή ακριβώς ήταν και η σύλληψη της ιστορίας από τον Μάρξ στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη ξεκινώντας με τη φράση ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Η εμπειρία λοιπόν της μεγάλης αντιφασιστικής μάχης της δεκαετίας του 1940 μάς δείχνει δύο πράγματα.
Το πρώτο είναι πως ακόμα και όταν μια φασιστική αστική κυβέρνηση δείχνει αντιφασιστικό προσωπείο, αυτό είναι υποκριτικό, υπόκειται σε ενδοαστικά παιχνίδια και τακτικούς ελιγμούς και πως δεν μπορεί να δώσει τη μάχη μέχρι τέλους. Θα εγκαταλείψει και θα προδώσει γιατί ο φασισμός είναι δικό του παιδί και δεν είναι στρατηγικά εναντίον του. Η αντιφασιστική μάχη είναι μια λαϊκή υπόθεση και μόνο όταν την αναλαμβάνει ο λαός με τη φυσική του ηγεσία τότε μπορεί να καταστεί νικηφόρα. Σήμερα λοιπόν το αντιφασιστικό προσωπείο της κυβέρνησης Σαμαρά είναι εξίσου υποκριτικό και φαίνεται στην ένταση των φασιστικών πρακτικών που χρησιμοποιεί, στον εντεινόμενο αυταρχισμό, ιδεολογικό, νομικό και πρακτικό, και στο αντεργατικό της πολιτικό πρόγραμμα. Η νικηφόρα μάχη απέναντι στον φασισμό και σήμερα μπορεί να δωθεί μόνο από τον λαϊκό παράγοντα.
Το δεύτερο είναι πως η αριστερά της Βάρκιζας και της Καζέρτας από την οποία πρέρχεται η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ μόνο μέχρι ένα σημείο μπορεί να δώσει την αντιφασιστική μάχη. Ο λεγκαλισμός της είναι το δικό της πολιτικό και στρατηγικό όριο. Μόνο η αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική αριστερά μπορεί να φορέσει τον μπερέ του Τσε και τον σκούφο του Άρη γιατί στρατηγικά είναι σε θέση να δώσει την αντιφασιστική μάχη μέχρι τέλους, μέχρι την κομμουνιστική απελευθέρωση. Αυτή είναι η πρόκληση και το καθήκον της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των δυνάμεων της κομμουνιστικής επανεθεμελίωσης και απελευθέρωσης.
Κ. Π