Γιώτα Ιωαννίδου
Η όλο και αυξανόμενη, πιο φανερή και πιο νομιμοποιημένη βία στις καθημερινές κοινωνικές σχέσεις και συμπεριφορές, τροφοδοτείται από τα βασικά θεμέλια της κοινωνικής ζωής στο σύγχρονο καπιταλισμό.
Σε μια κοινωνία βαθιών ανισοτήτων ο πόλεμος όλων εναντίον όλων φαίνεται ως το πιο «φυσικό» πράγμα.
Η Ελένη, νεαρή φοιτήτρια 21 ετών δολοφονήθηκε επειδή αρνήθηκε να βιαστεί. Όχι από κάποιους άγνωστους άντρες, αλλά από ανθρώπους που είχε κατά κάποιο τρόπο εμπιστευτεί. Οι άφθονες σκηνές από κάμερες δείχνουν ότι τελικά ένας βιασμός ή/και δολοφονία δεν είναι παρά ένα «συνηθισμένο» γεγονός, που γίνεται με την άνεση «δουλειάς» και «μέρα μεσημέρι».
Τις ίδιες μέρες ο Αλβανός εργάτης Petrit Zifle, 63 ετών, ξεψυχούσε δολοφονημένος με καραμπίνα από μέλος της φασιστικής Χρυσής Αυγής στην Λευκίμμη. Και πάλι ο δολοφόνος ήταν γνωστός, σύχναζε στα ίδια καφενεία με το θύμα, ενώ η ίδια η δολοφονία είχε προαναγγελθεί δημόσια.
Τον περασμένο Σεπτέμβρη, ντάλα μεσημέρι, δημόσια, στο κέντρο της Αθήνας και όχι σε καρτέρι, εντός εμπορικού καταστήματος και όχι σε χαντάκι, με την παρουσία αστυνομίας και όχι κρυφών παρακρατικών, ο Ζακ Κωστόπουλος, ακτιβιστής της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, άφηνε την τελευταία του πνοή έχοντας δεχθεί άγριο λιντσάρισμα από “αγανακτισμένους πολίτες”.
Τρία χρόνια πριν, ο 20χρονος Βαγγέλης Γιακουμάκης, αφού υπέστη συνεχές bulling, βρέθηκε νεκρός. Οι πρωτεργάτες και πάλι δεν είναι μοχθηροί ληστές ή «λαθρομετανάστες», αλλά μια παρέα «φίλων» του.
Και ο κατάλογος είναι μακρύς.
Ας συνδέσουμε όλες τις εικόνες. Πράξεις αποτρόπαιες διαρρηγνύουν με εκκωφαντικό τρόπο το πέπλο της καθημερινότητας και καταδεικνύουν την όλο και μεγαλύτερη βία που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες σχέσεις στην εποχή μας. Και αυτό φαίνεται τόσο από τις ίδιες τις δολοφονίες όσο και -αυτό είναι το πιο ανησυχητικό- από τον τρόπο που τοποθετείται αυτό στη δημόσια συζήτηση εκ των υστέρων. Μια συζήτηση που υποστηρίζει, αναπαράγει και με ιδιότυπο τρόπο νομιμοποιεί τη βιαιότητα.
Στην περίπτωση της Ελένης, οι επιλεγμένες εκφράσεις και οι υπαινιγμοί ότι «τα ήθελε», αφού φαίνεται «ότι εκδιδόταν και μάλιστα με λαθρομετανάστες», συντελούν στην αποθυματοποίηση του θύματος και την απενοχοποίηση του θύτη. Η νομιμοποίηση του εγκλήματος έρχεται μέσα από τη νομιμοποίηση μιας συζήτησης που δίνει δικαίωμα πάνω στα θέλω και στη ζωή του άλλου, αν… Αν ήταν «προκλητικά ντυμένη», αν «δεν αντιστάθηκε όσο έπρεπε», αν «πήγαινε γυρεύοντας», αν… η λογική της απαξίωσης της υπόστασης του άλλου σε όλο της το μεγαλείο. Κατά τον κυρίαρχο κανόνα, μια γυναίκα δε δικαιούται να ορίσει το σώμα της και τη σεξουαλική της επιθυμία. Δεν μπορεί να πει «όχι» στη σεξουαλική συνεύρεση, μετά από ένα «ναι» στην παρέα. Και αυτό το πληρώνει με τη ζωή της.
Το να εκφράζει κανείς τον αποτροπιασμό του, καταγγέλλοντας απλά τον «ανώμαλο» βιαστή ή/και δολοφόνο, είναι πολύ λίγο. Πρέπει να αναμετρηθεί με τις αιτίες.
Η όλο και αυξανόμενη, πιο φανερή και πιο νομιμοποιημένη –στη συζήτηση και το θυμικό– βία στις καθημερινές κοινωνικές σχέσεις και συμπεριφορές, τροφοδοτείται από τα βασικά θεμέλια της κοινωνικής ζωής στο σύγχρονο καπιταλισμό. Σε μια κοινωνία βαθιών ανισοτήτων, στρωματοποιημένη περισσότερο από ποτέ, ο ανταγωνισμός μέσω της δύναμης, η επιβίωση μέσω της εξουδετέρωσης αυτού «που είναι του χεριού μου», ο πόλεμος όλων εναντίον όλων, φαίνονται ως τα πιο «φυσικά» πράγματα. Η ύπαρξη κάποιου νοηματοδοτείται από την εξουσία του πάνω στην ύπαρξη των άλλων. «Υπάρχω γιατί μπορώ να υποτάσσω, να ταπεινώνω. Αυτόν που μπορώ». Η σχέση με τον άλλο είναι πεδίο επιβολής και ελέγχου, άσκησης εξουσίας ακόμη και θανάτου. Ειδικά όταν αυτός ο άλλος είναι γυναίκα και θεωρηθεί ότι δεν ανταποκρίνεται «στο ρόλο της», δηλαδή στην κάλυψη σεξουαλικών ορέξεων. Ακόμη περισσότερο αν είναι ξένη, μετανάστρια ή πρόσφυγας.
Από την άλλη, η συζήτηση για τους δράστες στη Ρόδο δείχνει ολοφάνερα πως συναντιούνται η βία του σεξισμού και του ρατσισμού/εθνικισμού. «Αλβανός» ο ένας, ο αδίστακτος, ομολογεί «κυνικά» τα γεγονότα. Ροδίτης ο άλλος (όχι Έλληνας!), γιος «επιφανούς επιχειρηματία» που παρασύρθηκε. Το θύμα είχε αντιρατσιστικό και αντιομοφοβικό προφίλ στο facebook άρα προκαλούσε και λίγο την τύχη της, κάνοντας παρέα με ξένους και υποτιμώντας τους κινδύνους που παραμονεύουν εκτός της εθνικής κοινότητας.
Το σύστημα χτίζει την εξουσία του πάνω στο φόβο για τον άλλο. Πάνω στην άσκηση εξουσίας επί του άλλου, ως μεθόδου επιβίωσης και υπαρξιακής επιβεβαίωσης σε συνθήκες ακραίου ανταγωνισμού, ατομισμού και εντατικοποίησης. Πάνω στην «κακοποίηση» των παιδιών που
από νωρίς τους διδάσκει πολύ περισσότερα για ό,τι μας χωρίζει –από άλλους πολιτισμούς, άλλες ομάδες, άλλες ηλικίες, από το άλλο φύλο– παρά για ό,τι μας ενώνει.