Βαγγέλης Μπάρτζος, Γαλλία
Σε αυτή την καμπή θα κριθούν πολλά: Αν και με ποιους όρους θα παραμείνει στριμωγμένος ο «Βοναπάρτης» Μακρόν. Αν η νίκη θα περιοριστεί στην κατάργηση του νόμου για τα καύσιμα ή θα κυριαρχήσουν συνολικότερα αιτήματα. Αν βγει κερδισμένος ο κόσμος της εργασίας ή θα ενισχυθεί η Λεπέν (που αρχικά στήριξε, αλλά πλέον παίρνει σαφείς αποστάσεις, ειδικά από τις εργασιακές διεκδικήσεις) ή ο Μελανσόν που μιμείται τον Τσίπρα του 2012-’15.
Για μια ακόμα εβδομάδα η γαλλική κοινωνία ζει στο ρυθμό του κινήματος των «Κίτρινων Γιλέκων» παρ’ όλη την αρχική υποχώρηση της κυβέρνησης στο ζήτημα των καυσίμων και το διάγγελμα του Μακρόν την Δευτέρα. Πρόκειται για ένα κίνημα που συνεχώς εξελίσσεται και έχει τα χαρακτηριστικά μιας παλλαϊκής εξέγερσης (αν και η σύγκριση με τον Μάη του ’68 είναι προς το παρόν τουλάχιστον ατυχής), ενώ δείχνει να προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις και σε άλλες χώρες, προεξάρχοντος του Βελγίου.
Το προηγούμενο Σάββατο, 8 Δεκεμβρίου, αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο τεστ για την δυναμική της διαμαρτυρίας, αφού υπήρχε το ενδεχόμενο η νίκη στο ζήτημα του φόρου στα καύσιμα (που ήταν η αφορμή για το ξέσπασμα των κινητοποιήσεων) να έβαζε τις διαθέσεις του κόσμου στο «ψυγείο». Παράλληλα, κυβέρνηση και ΜΜΕ τρομοκρατούσαν σε σχέση με το εύρος των αστυνομικών δυνάμεων (ίσως και στρατιωτικών) που θα αναπτύσσονταν, διαχωρίζοντας επιπλέον τους διαδηλωτές σε «καλούς» και «μπαχαλάκηδες». Η απάντηση που δόθηκε στους δρόμους, όμως, ήταν εκκωφαντική. Σε σχεδόν όλες τις πόλεις, ο κόσμος ήταν περισσότερος, ενώ συνυπήρξαν στον δρόμο συνδικάτα, διαδηλωτές για την κλιματική αλλαγή, μαθητές και σπουδαστές – πέρα από όσους αναφέρονταν μόνο στα «Γιλέκα».
Έτσι, υπό τον φόβο μιας ισχυρότερης κοινωνικής έκρηξης, ο Μακρόν ανακοίνωσε μια σειρά μέτρων: Αύξηση βασικού μισθού κατά 100 ευρώ (χωρίς να το πληρώσουν οι επιχειρήσεις, άρα από τα κρατικά ταμεία), προτροπή στους εργοδότες για επιπλέον πριμ παραγωγικότητας, με το κίνητρο της φοροελάφρυνσης, αφορολόγητο για την αμοιβή των υπερωριών, αναστολή της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών για τους χαμηλοσυνταξιούχους. Στο ίδιο διάγγελμα ξεκαθαρίστηκε, ωστόσο, ότι δεν θα επαναφερθεί ο φόρος για τους πλουσίους. Αμέσως μετά δε, τα ΜΜΕ και οι γνωστοί «κύκλοι» της ΕΕ άφησαν να εννοηθεί ότι τα μέτρα είναι πολύ γενναιόδωρα και θα δυναμιτίσουν την δημοσιονομική σταθερότητα της γαλλικής οικονομίας.
Δυστυχώς για τον Μακρόν, δεν είναι τόσο εύκολο να αντιστρέψει το κλίμα. Και αυτό όχι μόνο γιατί όλοι καταλαβαίνουν ότι στην πραγματικότητα δεν αλλάζει η πολιτική της λιτότητας, άλλα και επειδή τα μέτρα είναι κενά περιεχομένου. Η αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν προγραμματισμένη από το 2016 ως κοινωνική παροχή, προσθέτοντας κάθε χρόνο 20 ευρώ. Ήδη, δηλαδή, έχουν γίνει δύο αύξησεις και απλά τα υπόλοιπα 60 ευρώ θα ενσωματωθούν άμεσα και όχι το 2021 – και μάλιστα όχι για όλους. Όσο για την επίκληση των καλών προθέσεων των εργοδοτών, αυτή αποδεικνύεται στις υπερωρίες, οι οποίες στις περισσότερες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα δεν πληρώνονται… Τέλος, η αναστολή της αύξησης στι ασφαλιστικές εισφορές αφορά πάλι όσους έχουν πολύ χαμηλή σύνταξη και δεν ισοφαρίζει ούτε την διαφορά μεταξύ πληθωρισμού (κάπου 2%) και ετήσιων αναπροσαρμογών (0.3%).
Υπάρχουν, βεβαίως, και αυτά που (σκοπίμως;) δεν είπε ο Μακρόν στο διάγγελμά του. Για τις βιαιότητες της αστυνομίας, για τους νεκρούς, τους πάνω από 1.000 τραυματίες (46 σε σοβαρή κατάσταση) και τις αθρόες προσαγωγές και συλλήψεις, που είναι περισσότερες από 4.500 από τις 17 Νοεμβρίου. Επίσης, δεν είπε τίποτα για τις εικόνες ντροπής στο λύκειο Mantes-la-Jolie, με τις 146 προσαγωγές μαθητών που κρατούνταν ως… αιχμάλωτοι πολέμου. Και προφανώς δεν μίλησε για την ταμπακέρα, για τον λόγο που προκαλεί την κοινωνική έκρηξη, δηλαδή την πολιτική προς όφελος των πλουσιότερων στρωμάτων της γαλλικής κοινωνίας.
Στην άλλη πλευρά του οδοφράγματος, πολλά θα κριθούν από την οργάνωση, τη δυναμική και τη διάρκεια του κινήματος. Είναι γνωστό ότι αρχικά υπήρχε αποθέωση του αυθόρμητου και αντισυνδικαλιστικός και ακομμάτιστος τόνος, που συνδέθηκε και με ακροδεξιές τάσεις. Αυτή η λογική φαίνεται να υποχωρεί, ειδικά αφότου που ενισχύθηκε το κίνημα στο Παρίσι. Σε αυτό έπαιξε ρόλο και ο κόσμος που συμμετείχε σε παλιότερες κινητοποιήσεις και έβλεπε στα «Κίτρινα Γιλέκα» μια ευκαιρία για να ξανακατέβει στο δρόμο, όπως άλλωστε και ένα τμήμα του ριζοσπαστικού συνδικαλιστικού κινήματος και φυσικά της Αριστεράς. Σε αυτή την γραμμή κινήθηκαν και τα «42 αιτήματα», τα οποία – αν και αντιφατικά – βάζουν στο προσκήνιο τα πραγματικά και μεγάλα προβλήματα των εργαζομένων.
Στην διαδικασία οργάνωσης του κινήματος ξεχωρίζει η δυναμική που έχει αναπτυχθεί στο Σαν Λαζάρ, όπου καλούν φοιτητές, συνδικάτα (με πρωτοπόρους τους σιδηροδρομικούς) και η πρωτοβουλία για την δικαίωση του Αντάμα Τραορέ (θύμα ρατσιστικής δολοφονίας από αστυνομικούς). Φυσικά, και εδώ (όπως και στο μισό Παρίσι, σχεδόν σε κάθε πορεία) μπορεί κανείς να δει ανάμεσα σε μια θάλασσα με κίτρινα γιλέκα γαλλικές σημαίες, νεολαία, εργαζόμενους, μικροαστούς, κόσμο από τα προάστια και φυσικά κάποια σκόρπια σύμβολα της αριστεράς (μοναρχικά και άλλα ακροδεξιά σύμβολα συναντώνται κυρίως κοντά στα Ηλύσια).
‘Οσον αφορά στην προσπάθεια οργάνωσης σε ανώτερο πλαίσιο, πρωτοπόρο ρόλο παίζει η εκπαίδευση. Αυτήν την εβδομάδα, διεξήχθησαν μετά από καιρό μαζικές γενικές συνελεύσεις στα πανεπιστήμια, με εργαζόμενους και φοιτητές και σκοπό την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων (αν και έχει ήδη στηθεί μηχανισμός αντι-κατάληψης, από φοιτητές και διοικήσεις). Προστίθενται δε στις κινητοποιήσεις των λυκείων που συνεχίζονται εδώ και δύο εβδομάδες.
Στο συνδικαλιστικό επίπεδο, υπάρχει μεγάλη διαπάλη, καθώς ο γενικός ξεσηκωμός είναι δύσκολος χωρίς τον καταλύτη της γενικής απεργίας. Προς το παρόν, η CGT περιορίστηκε στο κάλεσμα σε «ημέρα δράσης» για προχθές Παρασκευή, χωρίς απεργία. Βέβαια, η στάση της δεν είναι ενιαία και γι’ αυτό είχε προκυρηχθεί απεργία σε πολλούς κλάδους για την ίδια ημέρα (πχ στην εκπαίδευση, σιδηροδρομικούς), ενώ περίπου 100 συνδικαλιστές από τους κόλπους της υπέγραψαν κείμενο με το οποίο αντιτίθενται στην τακτική της.
Η μάχη συνεχίζεται.