Γιώργος Παυλόπουλος
Οι ενδιάμεσες εκλογές της περασμένης Τρίτης αποτύπωσαν την ισχυρή επιρροή του Τραμπ και των ιδεών του σε μεγάλο τμήμα της αμερικανικής κοινωνίας, σε βαθμό μάλιστα που η ηγεσία των Δημοκρατικών να επιχειρεί να «δανειστεί» θέσεις του. Ενισχύθηκε ο έλεγχος του προέδρου των ΗΠΑ στο κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, που μέχρι σήμερα αποτελούσε γι’ αυτόν πηγή κινδύνων.
Η πολιτική μοιάζει να επιστρέφει στις ΗΠΑ, όμως οι πραγματικές ανάγκες ασφυκτιούν στο δίπολο Ρεπουμπλικάνων-Δημοκρατικών
Απόλυση του υπουργού Δικαιοσύνης επειδή δεν υπάκουσε στις εντολές να βάλει φρένο ή να διαλύσει την επιτροπή η οποία ερευνά τη ρωσική εμπλοκή στις προεδρικές εκλογές του 2016 και τις σχέσεις του Τραμπ και των συνεργατών του με τη Μόσχα. Αφαίρεση της διαπίστευσης ενός δημοσιογράφου ο οποίος κάλυπτε το ρεπορτάζ του Λευκού Οίκου εξαιτίας των ενοχλητικών ερωτήσεων που έκανε στον πρόεδρο των ΗΠΑ κατά τη συνέντευξη Τύπου την επομένη των εκλογών. Και τέλος, το αιματηρό κερασάκι στην τούρτα – μια νέα ένοπλη επίθεση σε ένα μπαρ της Καλιφόρνια, όπου ένας πρώην πεζοναύτης εκτέλεσε 12 ανθρώπους προτού αυτοκτονήσει ο ίδιος.
Αν τα όσα συνέβησαν μετά τις ενδιάμεσες εκλογές της περασμένης Τρίτης στις Ηνωμένες Πολιτείες (τις ακριβότερες στην ιστορία, με κόστος που ξεπέρασε τα 5 δισ. δολάρια και έφτασε στα επίπεδα προεδρικών εκλογών) μας επιτρέπουν να βγάλουμε πιο ουσιαστικά συμπεράσματα για το αποτέλεσμά τους, πέρα από τους συσχετισμούς στο Κογκρέσο, τότε αυτά είναι σχεδόν προφανή: Αφενός, ο Τραμπ όχι απλώς δεν έχει πρόθεση να αλλάξει πολιτική ή συμπεριφορά, αλλά πιθανότατα θα συνεχίσει πιο αποφασιστικά ό,τι έκανε μέχρι σήμερα. Αφετέρου, τα δεδομένα στην αμερικανική κοινωνία επίσης παραμένουν σταθερά, φανερώνοντας μια πρωτοφανή πόλωση και κρίση σε όλα τα επίπεδα – ακόμη και εντός της ίδιας της αστικής τάξης.
Εξάλλου, ακόμη και οι αριθμοί δεν μαρτυρούν κάτι διαφορετικό. Ο έλεγχος της Βουλής που κατάφεραν να διασφαλίσουν οι Δημοκρατικοί δεν συνιστά μια μη αναμενόμενη εξέλιξη και σίγουρα δεν αντιπροσωπεύει μια εμφατική ανατροπή. Προκειμένου δε να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης, αξίζει να σημειώσουμε ότι στις πρώτες αντίστοιχες εκλογές που είχαν γίνει επί προεδρίας Ομπάμα, το 2010, οι έδρες που έχασε το κόμμα του τότε προέδρου ήταν περίπου διπλάσιες σε σύγκριση με αυτές που έχασαν τώρα οι Ρεπουμπλικάνοι. Κι αυτό ενώ την ίδια στιγμή, ο Τραμπ πετύχαινε να διευρύνει την πλειοψηφία του στη Γερουσία – οι 51 που διέθετε αυξάνονται σε 53-54, σε σύνολο 100 – η οποία είναι εξίσου αν όχι πιο σημαντική στο αμερικανικό σύστημα εξουσίας.
Ένα επιπλέον κέρδος για τον Τραμπ είναι ότι, μέσα από τη συγκεκριμένη αναμέτρηση, κατάφερε να θέσει υπό τον έλεγχό του το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, το οποίο είναι γνωστό ότι αρχικά είχε αντιταχθεί στην υποψηφιότητά του για την προεδρία, ενώ στη συνέχεια αποτελούσε διαρκή πηγή κινδύνων για τον ίδιο, που ορισμένες φορές έφταναν μέχρι και σε σενάρια ανατροπής του. Πλέον, ο συσχετισμός έχει αλλάξει, καθώς πολλοί τραμπικοί αντικατέστησαν παλαιότερους εκπροσώπους, που δεν έτρεφαν αισθήματα… εκτίμησης για τον πρόεδρο, ενώ δεν λείπουν οι αναλύσεις ότι κάποιοι που τον έχουν αποδοκιμάσει είτε έχασαν είτε απειλήθηκαν σοβαρά με ήττα.
Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις που έγιναν στην κάλπη, ο νυν πρόεδρος μοιάζει να έχει παγιώσει την επιρροή του και την κυριαρχία του σε ένα 40% του εκλογικού σώματος, που δηλώνει ικανοποιημένο από την πολιτική του. Αποδεικνύει, έτσι, ότι είναι ικανότατος στο να συσπειρώνει τη «σκληρή» βάση του κόμματός του, αλλά και το πιο συντηρητικό και αντιδραστικό τμήμα της κοινωνίας, ενώ παράλληλα και παρά τις όποιες απώλειές του, διατηρεί σημαντική διείσδυση στο παραδοσιακό βιομηχανικό προλεταριάτο, όπως έδειξε και η επικράτησή του στην πολιτεία του Οχάιο.
Αποτέλεσμα των παραπάνω (και όσων έχουν προηγηθεί) είναι ότι η Αμερική μοιάζει περισσότερο από ποτέ χωρισμένη σε Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς, με την πολιτική να παίζει αναβαθμισμένο ρόλο σε σύγκριση με τα προσωπικά κριτήρια. Για του λόγου το αληθές, όπως σημειώνει το περιοδικό New Yorker, μόνο σε 7 πολιτείες υπάρχουν πλέον γερουσιαστές οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικό κόμμα από εκείνο του οποίου ο υποψήφιος επικράτησε στις τελευταίες προεδρικές εκλογές – όταν πριν μια δεκαετία αυτό αφορούσε το ένα τρίτο της Γερουσίας, ενώ τη δεκαετία του ’80 σχεδόν τα μισά της μέλη.
Τι έκαναν, όμως, οι Δημοκρατικοί απέναντι σε όλα αυτά; Η αλήθεια είναι πως ένα τμήμα τους επιχείρησε να κάνει μια – αμερικανικού τύπου, φυσικά, που θεωρεί τον (επανεκλεγέντα) Σάντερς ως… κομμουνιστή! – στροφή προς τα αριστερά. Έθεσε, έτσι, στην προμετωπίδα του την υπεράσπιση των προγραμμάτων υγείας του Ομπάμα, τα δικαιώματα των μεταναστών και των μειονοτήτων, την προστασία του περιβάλλοντος. Ανερχόμενο αστέρι αυτής της πτέρυγας αναδείχθηκε, μάλιστα, η 29χρονη Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτέζ, που εξελέγη στη νέα Υόρκη και είναι η νεότερη βουλευτής στην ιστορία των ΗΠΑ.
Η ηγεσία του κόμματος, όμως, όχι απλώς επέμεινε συντηρητικά, αλλά επιχείρησε και στροφή προς τις θέσεις του Τραμπ, θεωρώντας ότι έτσι δεν θα του αφήσει χώρο να κινηθεί. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρει στην ιστοσελίδα του το Jacobin, η περίπτωση του υποψήφιου για τη Γερουσία στην πολιτεία της Ιντιάνα. Ο Τζο Ντόνελι, προεκλογικά, τάχθηκε υπέρ του τείχους στα σύνορα με το Μεξικό, υποσχέθηκε να εργαστεί για την κατάργηση ρυθμίσεων και ελέγχων που αυξάνουν το κόστος της εργασίας για τους εργοδότες, ενώ διαβεβαίωσε πως η παροχή υγείας για όλους τους Αμερικανούς είναι κάτι που θα περάσει μόνο… πάνω από το πτώμα του!
Κι όμως, αυτός ήταν ο ένας από τους τρεις υποψηφίους που επέλεξε να στηρίξει με τη φυσική παρουσία του ο Ομπάμα, αποκαλύπτοντας έτσι ξεκάθαρα τις πολιτικές του προτιμήσεις και προτεραιότητες. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Βουλή, Νάνσι Πελόσι, η οποία έσπευσε να τείνει χείρα συνεργασίας προς τον Τραμπ, προφανώς για το καλό της Αμερικής.
Συμπέρασμα πρώτο: Ο Τραμπ δεν αποτελεί μια «ανωμαλία» της ιστορίας, αλλά συνέπεια των διεργασιών και εξελίξεων στη μητρόπολη του κεφαλαίου και του παγκόσμιου καπιταλισμού, που ήρθε για να μείνει. Συμπέρασμα δεύτερο: Η πολιτική μοιάζει να επιστρέφει στο προσκήνιο, αλλά παραμένει εγκλωβισμένη στο ασφυκτικό δίλημμα Ρεπουμπλικάνοι ή Δημοκρατικοί – το οποίο, μάλιστα, επιχειρεί να αντιγράψει και η Ευρώπη.