Μαριλένα Κοντογιάννη
Η 28η Οκτωβρίου αποτελεί μία από τις εθνικές επετείους που εορτάζονται στα σχολεία, πολλές φορές με στοιχεία συναισθηματικής χειραγώγησης, εξιδανίκευσης και επικής αναπαραγωγής εθνικών μύθων.
Καλλιεργείται συχνά μια ετοιμοπόλεμη γενναιότητα υπεράσπισης των συμφερόντων της άρχουσας τάξης, σερβιρισμένων στην πιατέλα του εθνικού χυλού
Η δόμηση και το περιεχόμενο της θεσμοθετημένης κρατικής εκπαίδευσης στην υπηρεσία των αστικών εθνικών κρατών και της συνακόλουθης εθνικής ιδεολογίας είναι ένας κατεξοχήν μηχανισμός αναπαραγωγής της άρχουσας τάξης πραγμάτων. Όλα τα παρεχόμενα γνωστικά αντικείμενα ως προς το περιεχόμενο, τη μεθοδολογία και τον επίσημα οριοθετημένο τρόπο απεύθυνσης στους μαθητές υποτάσσονται στην κυρίαρχη αναγκαιότητα του κρατικού μηχανισμού να διαμορφώνει υπηκόους με υποβαθμισμένη κριτική σκέψη, αδυναμία ανάληψης πρωτοβουλιών και τροποποιητικής παρέμβασης στο γίγνεσθαι της σχολικής πραγματικότητας σήμερα, και της κοινωνικής στο μέλλον.
Η ιστορία ως σχολικό μάθημα που υποτάσσεται στην παραπάνω αναγκαιότητα εντάσσεται στην υπηρεσία σκοπιμοτήτων ως μηχανισμός ιδεολογικής προπαγάνδας για τη νομιμοποίηση και εδραίωση της αστικής εθνικής αφήγησης. Ενισχυτικό και συμπληρωματικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση αναλαμβάνουν και οι σχολικοί εορτασμοί των εθνικών επετείων, οι οποίες μάλιστα διαγκωνίζονται και ξεπερνούν σε επική μυθολογική προσέγγιση ανιστόρητης πατριωτικής εθνοχριστιανικής έξαρσης και την ίδια τη διδακτέα ύλη. Πριν και ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της σχολικής γιορτής λειτουργεί ο επαναλαμβανόμενος σε τακτά χρονικά διαστήματα συμβολισμός της που στοχεύει στο υποσυνείδητο για να εδραιώσει την στερεοτυπική αντίληψη του αιώνιου και αμετάκλητου, που «δεν αλλάζει και έτσι το κληρονομήσαμε και έτσι θα το κληροδοτήσουμε».
Με αυτή την διάσταση καλείται να αναμετρηθεί το εκπαιδευτικό κίνημα και οι μαχόμενοι εκπαιδευτικοί ξεπερνώντας είτε την υποτίμηση της σημασίας των σχολικών γιορτών «επειδή έτσι κι αλλιώς οι μαθητές δεν τις προσέχουν» ή την ολιγωρία «ας μην ασχοληθούμε και με τη γιορτή στην εντατικοποιημένη μας καθημερινότητα, αφού υπάρχουν έτοιμα προσφερόμενα πακέτα», τα οποία δυστυχώς τις περισσότερες φορές αναπαράγουν ό,τι πιο συντηρητικό και ενσωματωμένο στο μεταφυσικό εθνικό αφήγημα.
Το «όλοι μαζί» του εθνικού αφηγήματος, απομακρυσμένο από το λαϊκό στοιχείο με τον προφανή εθνικογεωγραφικό επιθετικό του προσδιορισμό, αναπαράγει πολλαπλά χρήσιμα για τη διατήρηση και την εξασφάλιση της συνέχειας του αστικού κράτους.
Πρώτα και κύρια, εξοβελίζοντας την επάρατη για τα καπιταλιστικά συμφέροντα ταξική πάλη ως μοχλό κοινωνικής εξέλιξης, εγκλωβίζει τον υπήκοο στην αναζήτηση λύσεων συνολικής εθνικής ευημερία — για παράδειγμα και για τον λιμενεργάτη και για τον εφοπλιστή. Απομακρύνοντας τη δυνατότητα ταξικής συνειδητοποίησης και δημιουργώντας ευνοϊκές προϋποθέσεις για «στρογγυλές ή μακρόστενες τράπεζες εθνικών διαλόγων με συμμετέχοντες όλους τους κοινωνικούς εταίρους» — οι λύκοι μαζί με τα αρνιά. Σε αυτό το έδαφος, εύκολα ριζώνουν οι μύθοι της «εθνικής ανάπτυξης», της «εθνικής ευθύνης για τα χρέη και άλλα δεινά» που εμποδίζουν τις καταπιεζόμενες μάζες από τη συνειδητή συμμετοχή, λειτουργία και δράση ως ταξικές οντότητες.
Μια ακόμη μη αμελητέα λειτουργία συναισθηματικής χειραγώγησης παρέχει η εξιδανικευμένη, επική και εμπλουτισμένη με εθνικούς μύθους προσέγγιση της ιστορίας που –στην περίπτωση των εθνικών σχολικών εορτασμών– ενισχύεται από οπτικά, ηχητικά και τελετουργικά σύμβολα — εικόνες αγίων δίπλα από εξιδανικευμένες προσωπογραφίες εθνικών ηρώων, ύμνοι, εμβατήρια, παρελάσεις και στολές κλπ. Καλλιεργείται, έτσι, ένας πατριωτισμός μετουσιωμένος σε ετοιμοπόλεμη γενναιότητα υπεράσπισης των συμφερόντων της άρχουσας τάξης, σερβιρισμένων στην πιατέλα του εθνικού χυλού. Εξασφαλίζεται, λοιπόν, το αναλώσιμο υλικό για τα οπλικά συστήματα των καπιταλιστικών ανταγωνισμών με επικάλυψη μιλιταριστικής εθνικής λαγνείας για την υπεράσπιση των «ιερών και οσίων της φυλής».
Εξάλλου, η εθνοκεντρική ιστορική προσέγγιση που αποσιωπά ή αντιμετωπίζει με «επιμελώς διακριτική αντικειμενικότητα» τα βδελύγματα του εθνικού κορμού (π.χ. κοτζαμπάσηδες και Έλληνες βολεμένοι στην εξουσία του σουλτάνου, εκκλησιαστικοί και κοσμικοί καλοταϊσμένοι άρχοντες, δοσίλογοι, μαυραγορίτες, καταδότες και ρουφιάνοι), τροφοδοτεί τον εθνικισμό, την εγωπαθή αίσθηση εθνικής ανωτερότητας και, συνακόλουθα, την υποτιμητική αντιμετώπιση του «άλλου». Διευκολύνει το πέρασμα στους μαύρους και σκοτεινούς δρόμους του εθνικισμού, της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και του φασισμού.
Στην εποχή της ακραίας καπιταλιστικής κρίσης και επίθεσης στα δικαιώματα, τις ελευθερίες, τις συνειδήσεις των πολλών και ενώ έχουν ναυαγήσει οι ούτως ή άλλως φρούδες ελπίδες λύσεων των επίδοξων «κυβερνώντων αριστερών» που υπόσχονταν μεταξύ άλλων και κατάργηση παρελάσεων, απαγκίστρωση από την εκκλησιαστική κηδεμονία κλπ. η σχολική πραγματικότητα μαστίζεται εκτός όλων των άλλων (έλλειψη διδακτικού προσωπικού και αδιοριστία των αιώνιων αναπληρωτών, φτώχεια υποδομών) και από περαιτέρω συντηρητικοποίηση σε περιεχόμενο και τρόπο λειτουργίας. Με απόπειρα για άλλη μια φορά να εφαρμοστεί η αξιολόγηση-χειραγώγηση σύμφωνα με τις επιταγές ΕΕ, ΟΟΣΑ και συμφερόντων του κεφαλαίου, με επίταση των προσπαθειών επιχειρηματικοποίησης του σχολείου και ταξικού αποκλεισμού του μαθητικού πληθυσμού. Στη ζοφερή αυτή πραγματικότητα καλούνται οι μαχόμενοι εκπαιδευτικοί να αγωνιστούν ανυποχώρητα για ένα σχολείο των όλων και των ίσων χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς παρεμβαίνοντας δυναμικά και στο περιεχόμενο της παρεχόμενης γνώσης.
Στιγμιότυπο:
Το «Κορόιδο Μουσολίνι» με μια παραλλαγή
Ο Σπύρος Κωτσάκης, αγωνιστής του ΚΚΕ και μετέπειτα καπετάνιος του ΕΛΑΣ Αθήνας (Νέστορας), βρισκόταν στις 28 Οκτώβρη 1940 μαζί με άλλους κομμουνιστές εξόριστους στο Σανατόριο Ασβεστοχωρίου. Με τα πρώτα νικητήρια νέα από το ελληνοιταλικό μέτωπο άρχισαν να βγάζουν μια χειρόγραφη σατιρική εφημερίδα με τίτλο «Χιονοπόλεμος». Στο γνωστό τραγουδάκι «κορόιδο Μουσολίνι» που δημοσίευσαν αντικατέστησαν το στίχο «εσύ κι η Ιταλία η πατρίδα σου η γελοία» με το «εσύ και η μαφία με τα φτερωτά λοφία». Όπως έγραψε ο ίδιος «η συντακτική επιτροπή έκρινε απαράδεκτο το “η πατρίδα σου η γελοία”. Καμιά πατρίδα δε μπορεί να είναι γελοία». Αυτή η ομάδα αποκομμένων κομμουνιστών, σε ένα δίκαιο αμυντικό πόλεμο, ήξερε να ξεχωρίζει τον πατριωτισμό από τον εθνικισμό.
Σπύρος Κωτσάκης, καπετάνιος του ΕΛΑΣ Αθήνας (Νέστορας),