Γιάννης Αγγέλης
Καθώς η ΕΚΤ κινείται στα βήματα της Fed, οι ευρω-τράπεζες ανησυχούν
Πρόσφατα, ένας από τους κεντρικούς τραπεζίτες που είχαν βρεθεί στην καρδιά της κρίσης το 2008 ως επικεφαλής της ΕΚΤ, ο Ζαν Κλοντ Τρισέ, ρωτήθηκε πόσο επικίνδυνη εκτιμά ότι είναι η κατάσταση σήμερα, δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers. H απάντησή του ήταν εκπληκτικά… σαφής: «Τόσο επικίνδυνη όσο και την στιγμή της κατάρρευσης της αμερικάνικης τράπεζας, τον Σεπτέμβριο του 2008».
Όπως ο ίδιος θύμισε, ένα περίπου μήνα πριν την κατάρρευση της Lehman, στις 9 Αυγούστου 2008, κάπου 50 ευρωπαϊκές τράπεζες με διασυνοριακή δραστηριότητα ζητούσαν από την ΕΚΤ ρευστότητα 95 δισ. ευρώ… για να μη κλείσουν. Και τα πήραν. Ηταν η πρώτη φορά που η ΕΚΤ είχε υποχρεωθεί να κινηθεί έξω από κάθε όριο για να εμποδίσει την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, καθώς δεν υπήρχε πλέον καμία κανονική δραστηριότητα, καμία συναλλαγή ανάμεσα σε τράπεζες, ούτε επιτόκια στην αγορά…
Γιατί όμως ο Τρισέ προειδοποιεί με τόσο σαφή τρόπο για την αμεσότητα των κινδύνων σήμερα; Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι οι κεντρικές τράπεζες – πρώτη η Fed και η ΕΚΤ ακολουθεί – προχωρούν με την αναστροφή της νομισματικής τους πολιτικής (τέλος ποσοτικής χαλάρωσης, αύξηση των επιτοκίων) σε μία χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του καπιταλισμού συρρίκνωση της διαθέσιμης ρευστότητας, επιχειρώντας να ανακτήσουν τον έλεγχο εργαλείων που θα τους επιτρέψουν να αντιμετωπίσουν το σκάσιμο της φούσκας του χρέους. Έχουν δρομολογήσει, δηλαδή, την μεγαλύτερη κεφαλαιακή άμπωτι, που προκαλεί μαύρες τρύπες και «καταπίνει» χώρες ολόκληρες, με πρώτες στην λίστα τις αποκαλούμενες αναδυόμενες οικονομίες που έχουν τα μεγαλύτερα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, όπως η Αργεντινή, η Τουρκία, αλλά και η Ν. Αφρική, η Ινδία, το Πακιστάν.
Υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ άνοιξε τον κύκλο της ποσοτικής χαλάρωσης όταν η Fed έκλεινε την «κάνουλα» της ρευστότητας, το 2014-’15, προσπαθώντας (με επιτυχία, είναι αλήθεια) να καλύψει τις ανάγκες των ευρωπαϊκών τραπεζών – οι οποίες ήδη, είχαν απορροφήσει άμεσα και έμμεσα το μεγαλύτερο μέρος του τρίτου προγράμματος της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας. Τα προγράμματα αυτά είχαν χρησιμοποιηθεί ως το πλέον αποτελεσματικό ανάχωμα απέναντι στο τσουνάμι της κρίσης στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα μετά την κατάρρευση της Lehman και άλλων μεγάλων ομίλων στις ΗΠΑ. Συνολικά εκτιμάται ότι οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες έχουν ρίξει από το 2008 περί τα 15 τρισ. δολάρια, τα οποία έκτοτε έχουν «μοχλευθεί» από το σύστημα σύστημα δεκάδες φορές, προκαλώντας μία τρομακτικής έκτασης επέκταση του κρατικού και κυρίως του ιδιωτικού χρέους…
Το μεγάλο ερώτημα για τις κυβερνήσεις και τους υπουργούς Οικονομικών είναι αν οι ευρω-οικονομίες είναι σήμερα σε θέση να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες αυτής της διακοπής της «τροφοδοσίας» από την ΕΚΤ, στα τέλη του 2018, με μηδενικού ή και αρνητικού κόστους χρηματοδότηση. Σημειώνεται ότι το ποσό που έχει διαθέσει η ΕΚΤ είναι κάτι περισσότερο από 2,4 τρισ. ευρώ, που αποτελούν και την βάση του ιδιωτικού και κρατικού χρέους της Ευρωζώνης, για όσο διάστημα η κεντρική τράπεζα εξακολουθεί να αγοράζει τα ομόλογά τους και να αναχρηματοδοτεί το χρέος τους (πλην της Ελλάδας).
Η ίδια η ΕΚΤ δεν έχει ξεκαθαρίσει πότε θα σταματήσει να ανακυκλώνει στην ευρωπαϊκή αγορά τα ποσά των τίτλων που έχει ήδη αγοράσει όταν λήγουν. Εχει όμως προειδοποιήσει ότι είναι πολύ πιθανό να αρχίσει να αυξάνει το βασικό επιτόκιο από τα μέσα του 2019. Για τις διεθνείς αγορές, όπως έχει αποδείξει η εμπειρία της Fed, το σημείο εκείνο θα αποτελέσει την εκκίνηση μιας μεγάλης αναστροφής στην συμπεριφορά τους σε δύο κατευθύνσεις. Αφενός, θα διαφοροποιήσουν την στάση τους έναντι της τιμολόγησης του ρίσκου κάθε χώρας, αφού πλέον δεν θα τα «καλύπτει» όλα η ΕΚΤ και αφετέρου θα αρχίσουν να κινούνται – όπως συνέβη και με τις ΗΠΑ – σε πεδία μεγαλύτερων αλλά ασφαλέστερων αποδόσεων, αυξάνοντας ακόμα περισσότερο την ασφυκτική πίεση που ήδη εκδηλώνεται στις αναδυόμενες αγορές.
Η Αργεντινή και η Τουρκία είναι μόνο η προειδοποίηση για το τσουνάμι που έρχεται.