ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Η χώρα των 60 εκατ. κατοίκων και των 2,3 δισ. ευρώ δημόσιου χρέους, είναι πολύ διαφορετική από την Ελλάδα ή τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που βυθίστηκαν στην κρίση – είναι «πολύ μεγάλη για να σωθεί, αλλά και πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει», ενώ μπορεί να τινάξει στον αέρα όλο το οικοδόμημα.
Τώρα θυμήθηκαν την απειλή της Ακροδεξιάς…
Οι Βρυξέλλες, το Βερολίνο και η ΕΚΤ, όπως άλλωστε και ο πρόεδρος και ο κεντρικός τραπεζίτης της Ιταλίας, ουδόλως προβληματίστηκαν όταν πληροφορήθηκαν ότι το Κίνημα Πέντε Αστέρων και η Λίγκα του Βορρά είχαν συμφωνήσει, εάν γίνονταν κυβέρνηση, να απελάσουν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από την χώρα και να κλείσουν ερμητικά τα σύνορά της ώστε να μην φτάσουν άλλοι. Η «δημοκρατική» ΕΕ σφύριζε, επίσης, αδιάφορα για την, εδώ και χρόνια, συμμετοχή της Ακροδεξιάς στις κυβερνήσεις της Δανίας και της Φινλανδίας, ενώ δεν αντέδρασε ιδιαιτέρως ούτε όταν το Κόμμα Ελευθερίας έγινε κυβερνητικός εταίρος στηνΑυστρία, τον περασμένο Δεκέμβριο – και μάλιστα, με αντικαγκελάριο τον ηγέτη του, Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε, ο οποίος είναι συνεταιράκι όχι μόνο της Λεπέν, αλλά και του επικεφαλής της Λίγκας, Σαλβίνι.
Η προοπτική, όμως, της συμμετοχής του τελευταίου στην κυβέρνηση της Ιταλίας, καθώς και της ανάληψης του υπουργείου Οικονομικών από ένα υπέργηρο και έμπειρο στέλεχος της ιταλικής αστικής τάξης, που είχε όμως το ελάττωμα να αφήνει ανοιχτό ακόμη και το σενάριο του «διαζυγίου»με το ευρώ εάν δεν γίνονταν δεκτά τα αιτήματα της Ρώμης, προκάλεσαν την έκρηξη και την ωμή παρέμβαση στις πολιτικές εξελίξεις. Προφανώς, υπήρξε κάτι που «πάτησε στον κάλο» το ευρωπαϊκό κατεστημένο και τους θεματοφύλακές του στην Ιταλία, αναγκάζοντάς τους να αντιδράσουν βίαια και να αποκαλύψουν, για μιαν ακόμη φορά, πόσο βαθιά… δημοκρατική είναι η ΕΕ, οι θεσμοί της και τα αστικά κράτη που τους έχουν συγκροτήσει.
Τι ήταν, όμως, αυτό το κάτι;
Αποκαλυπτικές οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία
Η ωμή επέμβαση του ευρωπαϊκού κατεστημένου στις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία έφερε την πρώτη υποχώρηση, με την αλλαγή του υπουργού Οικονομικών – όμως, όλα θα κριθούν στο κυβερνητικό πρόγραμμα
Σε σύγκριση με την Αυστρία και τις σκανδιναβικές χώρες, όπου η Ακροδεξιά συμμετέχει στην κυβέρνηση, η Ιταλία παρουσιάζει δύο καθοριστικές διαφορές: Η πρώτη, ότι είναι τόσο μεγάλη – η τρίτη οικονομία της ευρωζώνης και η τρίτη (της Βρετανίας εξαιρουμένης) πολυπληθέστερη χώρα της ΕΕ, κάτι που τις διασφαλίζει πολλές ψήφους στα συμβούλια – ώστε μπορεί να αλλάξει ριζικά τους συσχετισμούς στο ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα, αλλά και να τινάξει στον αέρα το ευρώ. Και η δεύτερη, ότι δεν συγκαταλέγεται (σήμερα) στο στρατόπεδο των χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά, οι οποίες έχουν κοινά συμφέροντα με τη Γερμανία, έχουν συμμαχήσει μαζί της και της διασφαλίζουν την ηγεμονία εντός της ΕΕ και της ευρωζώνης.
Η Ιταλία διαφέρει σημαντικά και από τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, της λεγόμενης «ομάδας του Βίσεγκραντ» (Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία, Σλοβακία), οι κυβερνήσεις των οποίων έχουν κηρύξει επίσης «αντάρτικο». Όχι απλώς επειδή είναι επίσης πολύ μεγαλύτερη και ισχυρότερή τους, αλλά και επειδή αυτές ουσιαστικά δεν έχουν ζωτική σημασία για την επιβίωση της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Με άλλα λόγια, σε περίπτωση ανάγκης, το «διευθυντήριο» μπορεί να τις θυσιάσει ή, έστω, να τις θέσει σε καραντίνα – κάτι, άλλωστε, που προετοιμάζεται και θεσμικά στο πλαίσιο της Ευρώπης των δύο και περισσότερων ταχυτήτων.
Σε περίπου ίδια μοίρα με τις παραπάνω χώρες ανήκει πρακτικά και η Ελλάδα (όπως και η Κύπρος). Αν και ήταν η πρώτη στην οποία εκδηλώθηκε με τόσο βίαιο τρόπο η κρίση, σε μια στιγμή μάλιστα που ΕΕ και ΕΚΤ ήταν απροετοίμαστες και ευάλωτες σε ένα «ατύχημα», τα κέντρα εξουσίας πήραν πολύ γρήγορα την απόφαση να την μετατρέψουν σε πειραματόζωο – τόσο από την άποψη του μοντέλου που εφαρμόστηκε όσο και της παραδειγματικής τιμωρίας που της επιβλήθηκε. Φυσικά, με τον τρόπο υπήρχε το ενδεχόμενο να τη χάσουν, κάτι που θα έθετε σε άμεσο κίνδυνο τα συμφέροντά τους σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη περιοχή. Εκτίμησαν, όμως, ότι είχαν πολύ περισσότερα να κερδίσουν – και γι’ αυτό πήραν το ρίσκο και δικαιώθηκαν, υπολογίζοντας (ορθότατα) πως ούτε η ελληνική αστική τάξη ήταν τόσο ισχυρή ώστε να απειλήσει και να εκβιάσει, ούτε βεβαίως τα κόμματα που βρέθηκαν στην κυβέρνηση την τελευταία δεκαετία (των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συμπεριλαμβανομένων) είχαν οποιαδήποτε πρόθεση να οδηγήσουν τη χώρα σε ρήξη με την ΕΕ και το ευρώ.
Στην περίπτωση της Ιταλίας, όμως, παρόμοια αντιμετώπιση είναι αδιανόητη. Όχι μόνο ή κυρίως επειδή η χώρα ανήκει στα πρώτα έξι μέλη της ΕΟΚ (μάλιστα, η ιδρυτική πράξη υπογράφηκε στη Ρώμη τον Μάρτιο του 1957). Αλλά, πάνω από όλα, επειδή είναι «πολύ μεγάλη για να διασωθεί και πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει», όπως συνηθίζεται να λέγεται. Και μόνο το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος της αγγίζει τα 2,3 τρισ. ευρώ, είναι δηλαδή επταπλάσιο από το ελληνικό, θα αρκούσε για να αποδείξει του λόγου το αληθές.
Κάτι ανάλογο, προφανώς, ισχύει για τη Γαλλία και, δευτερευόντως, για την Ισπανία. Αυτός είναι ο λόγος που το Βερολίνο, οι σύμμαχοί του και το κατεστημένο των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης σήμαναν συναγερμό στις περυσινές γαλλικές προεδρικές εκλογές, υποχρεώνοντας το «δημοκρατικό τόξο» της χώρας να συσπειρωθεί και να εκλέξει τον άνθρωπο που εμφάνισαν κυριολεκτικά από το πουθενά στο πολιτικό σκηνικό: Τον Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος ήταν ο πρώτος που έσπευσε να υποκλιθεί στο πραξικοπηματικό βέτο του Ιταλού προέδρου Ματαρέλα στην προτεινόμενη κυβέρνηση, κάνοντας λόγο για υπεύθυνη στάση. Ο ίδιος λόγος, αν και με διαφορετική αφορμή (εκεί δεν αμφισβητήθηκε το ευρώ, αλλά κινδύνευσε να ανοίξει ο ασκός του αιόλου που θα απειλούσε τη συνοχή αρκετών ευρωπαϊκών κρατών), οδήγησε την ΕΕ να σταθεί αποφασιστικά στο πλευρό της Μαδρίτης στην επιχείρηση καταστολής και κατάλυσης της δημοκρατίας στην Καταλονία, εξαιτίας της κήρυξης της ανεξαρτησίας της.
Όπως και να έχει, οι παραπάνω εξελίξεις δεν αφήνουν πλέον οποιοδήποτε μυστήριο αναφορικά με το DNA του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα δημιούργημα των αστικών τάξεων της Ευρώπης, με σκοπό την συνέχιση και ενίσχυση της ηγεμονίας του κεφαλαίου, καθώς και την καλύτερη και αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων του – τόσο εντός ευρωπαϊκών συνόρων όσο και εκτός, στον ανταγωνισμό με τους άλλους καπιταλιστικούς σχηματισμούς. Όταν αυτά τα συμφέροντα απειλούνται από τους «κάτω», τότε στο οικοδόμημα σημαίνει συναγερμός και ενεργοποιείται το οπλοστάσιο της πολιτικής και οικονομικής καταστολής. Το ίδιο συμβαίνει όταν απειλούνται από κάποιους «πάνω», οι οποίοι αισθάνονται αδικημένοι στη μοιρασιά και βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση από αυτή που θεωρούν ότι τους αξίζει – όπως έδειξε η βίαιη επίθεση των «αγορών» στην Ιταλία, καθώς και η χωρίς περιστροφές δήλωση του Γερμανού επιτρόπου Έτινγκερ, ότι αυτές είναι που θα μάθουν τους Ιταλούς να ψηφίζουν.
Βεβαίως, είναι γεγονός ότι στη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή της ανταρσίας των «πάνω», η καταστολή και οι απειλές συνοδεύονται συνήθως από παζάρια για την αποφυγή της κατά μέτωπο σύγκρουσης, μιας και οι αντίπαλοι προέρχονται από την ίδια μήτρα. Αυτό συνέβη και στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου τελικώς επιτράπηκε στους ντι Μάγιο και Σαλβίνι να σχηματίσουν κυβέρνηση αφού πρώτα υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν στο θέμα του υπουργού Οικονομικών και να αλλάξουν την αρχική τους πρόταση.
Εδώ βρίσκεται και το μεγάλο ζητούμενο για τις αστικές τάξεις των χωρών της ΕΕ και κυρίως των πιο ισχυρών: Θα επιχειρήσουν και θα καταφέρουν να τα βρουν με συμβιβασμό και αμοιβαίες υποχωρήσεις, χωρίς να γκρεμίσουν ό,τι έχτιζαν επί 70 και πλέον χρόνια; Ή θα βγάλουν τα μαχαίρια και θα αρχίσουν να πληγώνουν η μία την άλλη, κινδυνεύοντας να βρεθούν όλες θανάσιμα τραυματισμένες;
Το σίγουρο είναι ότι για την ώρα, παρά τους κλυδωνισμούς και τις σοβαρές αβαρίες, παρά τη χαλασμένη πυξίδα, το καράβι αντέχει. Η ΕΕ και το ευρώ είναι, άλλωστε, δικά τους έργα και θα προσπαθήσουν να τα προασπίσουν και να τα διασώσουν με κάθε τρόπο. Θεωρίες που λένε ότι δήθεν θα βυθίσουν το καράβι μόνοι τους ή θα πηδήξουν από αυτό και θα αφήσουν καπετάνιους τους λαούς είναι τουλάχιστον αφελής. Οι λαοί, άλλωστε, είναι οι σκλάβοι που τραβούν το κουπί στη γαλέρα της κερδοφορίας του κεφαλαίου, ενώ ενίοτε γίνονται το έρμα που πετιέται για να συνεχίσει την πορεία της και να γλιτώσει από τα κύματα.
Ο Ματαρέλα δεν έκανε πραξικόπημα…
Εγγυητής της αστικής κυριαρχίας, κυματοθραύστης των… παρεκτροπών
Αναμφίβολα, προκάλεσε απύθμενη οργή το βέτο που πρόβαλε ο πρόεδρος της ιταλικής δημοκρατίας στην αρχική πρόταση των Πέντε Αστέρων και της Λίγκας για τη νέα κυβέρνηση της Ιταλίας. Σε περίπτωση δε που η χώρα οδηγούνταν τελικώς σε νέες εκλογές, είναι βέβαιο ότι θα ήταν πολύ περισσότεροι οι ψηφοφόροι που θα στήριζαν τα δύο κόμματα σε σύγκριση με την αναμέτρηση της 4ης Μαρτίου, έστω κι αν δεν ταυτίζονται μαζί τους ούτε συμφωνούν με τις προτάσεις τους. Κι αυτό διότι το μόνο που θα τους ενδιέφερε θα ήταν να εκδικηθούν για την προσβολή που υπέστησαν από τον Ματαρέλα, αλλά και τη «γερμανική ΕΕ».
Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε, ωστόσο, προκειμένου να μην υπάρχουν παρανοήσεις, ότι η κίνηση του Ματαρέλα υπήρξε καθ’ όλα νόμιμη, καθώς το σύνταγμα της Ιταλίας και συγκεκριμένα το άρθρο 92 του δίνει αυτό το δικαίωμα, όπως και πολλά ακόμη. Επί της ουσίας, με τη στάση του, απλώς επιβεβαίωσε το γεγονός ότι η συγκεκριμένη θέση, με τις αρμοδιότητες που διαθέτει, λειτουργεί ως θεματοφύλακας της αστικής εξουσίας και ως κυματοθραύστης απέναντι σε επικίνδυνες… παρεκτροπές, αλλοιώνοντας αν χρειαστεί ακόμη και το αποτέλεσμα των εκλογών.
Πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε ότι η Ιταλία δεν είναι η μοναδική χώρα της «δημοκρατικής» Δύσης στην οποία συμβαίνει κάτι τέτοιο. Όπως έχουμε γράψει ξανά, άλλωστε, στις ΗΠΑ τυπικά ο πρόεδρος δεν εκλέγεται από τον λαό, αλλά από το σώμα των εκλεκτόρων, οι οποίοι έχουν το συνταγματικό δικαίωμα να αλλάξουν στάση και να μη στηρίξουν το κόμμα που τους εξέλεξε και τον υποψήφιο που αυτό επέλεξε. Η δημοκρατία έχει και τα όριά της…
Αντισυστημική ψήφος και «εθνική ανασυγκρότηση»
Ο άνθρωπος στον οποίο έδωσε προσωρινά την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ο πρόεδρος της Ιταλίας, ο Πάολο Κοταρέλι, είναι γέννημα-θρέμμα του ΔΝΤ και αποδεδειγμένα ικανός να αναλαμβάνει επικίνδυνες και βρόμικες αποστολές. Αλλά και ο 82χρονος «ευρωσκεπτικιστής» Σαβόνα, ο οποίος είχε αρχικά προταθεί ως υπουργός Οικονομικών και αποτέλεσε την αφορμή για το βέτο (πλέον θα είναι υπουργός Ευρωπαικών Υποθέσεων), επίσης δεν είναι άγνωστος στα σαλόνια της ιταλικής ελίτ. Ενδεικτικά, έχει διατελέσει υπουργός Βιομηχανίας και γενικός διευθυντής της ένωσης βιομηχάνων Confindustria, υπήρξε στέλεχος σε καίριες θέσεις του τραπεζικού τομέα, αλλά και συντονιστής της πολιτικής της Ρώμης έναντι της ΕΕ επί κυβέρνησης Μπερλουσκόνι…
Ο ίδιος έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν τάσσεται κατά της οικονομίας της αγοράς και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ούτε καν του ευρώ – ταυτόχρονα, όμως, έχει διαμηνύσει ότι η Ιταλία πρέπει και απαιτεί να είναι στις θέσεις των οδηγών. Εάν αυτό δεν συμβεί, όπως υποστηρίζει, διαθέτει ισχυρή βιομηχανική βάση που μπορεί να της επιτρέψει να είναι ανταγωνιστική και από μόνη της, εκτός ευρωζώνης, στο πλαίσιο μιας εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης και ενός νέου εθνικού κοινωνικού συμβολαίου με τους εργαζόμενους. Εκφράζει, έτσι, την ουσία της πολιτικής συμφωνίας του Σαλβίνι και του ντι Μάγιο, η οποία έδειξε αν όχι να πείθει, τουλάχιστον να συγκινεί μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, που δεν βλέπουν διέξοδο στη σημερινή γερμανοκρατούμενη «ενωμένη Ευρώπη».
Το κακό είναι ότι σε αυτό το μοντέλο, της εθνικής ανασυγκρότησης, υποκλίνεται και μεγάλο μέρος της Αριστεράς και μάλιστα όχι μόνο στην Ιταλία. Αδυνατώντας να συνειδητοποιήσει πως όχι απλώς δεν εκφράζει μια αντισυστημική επιλογή, αλλά είναι βαθύτατα συστημικό.