Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η επιθετικότητα μιας χώρας έναντι άλλης δεν καθορίζεται κυρίως απ’ τη σχετική διαφορά ισχύος και απ’ το «πρώτο χτύπημα», που η απανταχού εθνικιστική ρητορεία το ανάγει σε αιτία πολέμου. Η επιθετικότητα καθορίζεται από πάγια και στρατηγικά αντιτιθέμενα συμφέροντα και απ’την αμφίπλευρα κλιμακούμενη ένταση, πολιτική και στρατιωτική μεταξύ χωρών, όπως στην περίπτωση Ελλάδας και Τουρκίας.
Ταξική ειρήνη και ουδέτερος πασιφισμός
Η, από θέση αρχών αλλά και πολιτικού ρεαλισμού, υποστήριξη μιας δίκαιης ειρήνης απ’ το ΝΑΡ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες δυνάμεις δεν έχει αταξικό, πασιφιστικό και αντιπατριωτικό χαρακτήρα. Ο πασιφισμός διακηρύσσει την άρνησή του στον πόλεμο γενικά, ανεξαρτήτως αν είναι δίκαιος ή άδικος, διάκριση που δεν εξετάζει καν. Το κυριότερο, θεωρεί ότι το φαινόμενο του πολέμου μπορεί να εξαλειφθεί, χωρίς να καταργηθεί το εκμεταλλευτικό σύστημα, ο καπιταλισμός που το γεννά. Αυτή η αντίληψη οδηγεί σε μιαν αναποτελεσματική ή και αντιδραστική θέση. Οι πασιφιστές δεν συμμαχούν με τις φιλειρηνικές δυνάμεις που μάχονται για την αποτροπή του άδικου πολέμου, αλλά και για την ήττα και εξάλειψη του καπιταλιστικού συστήματος που τον προκαλεί. Επιπλέον, καταδικάζουν και τον δίκαιο πόλεμο (όπως η άμυνα μιας λαογέννητης επανάστασης κατά του αστικού στρατιωτικού πραξικοπήματος), θέση κατάφωρα, πολιτικά και κοινωνικά, αντιδραστική.
Απεναντίας, η πολιτική του ΝΑΡ υπέρ της αποτροπής της πολεμικής σύρραξης Ελλάδας-Τουρκίας έχει χαρακτήρα ταξικό, καθώς υπερασπίζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Αλλά και αντιιμπεριαλιστικό, αφού στρέφεται κατά των ηγετικών καπιταλισμών, που στο βωμό των συμφερόντων τους και των επιθετικών τυχοδιωκτισμών τους, εντείνουν υπαρκτές αντιθέσεις χωρών. Η πολιτική αυτή της δίκαιης ειρήνης επιστεγάζεται και με την αντικαπιταλιστική έκφανσή της, την ήττα και ανατροπή του γεννήτορα του πολέμου, του καπιταλισμού, στις χώρες ή τη χώρα που θα δημιουργηθούν αναγκαίες και επαρκείς συνθήκες.
Επιπλέον, η αντιπολεμική στάση είναι πατριωτική και διεθνιστική. Περιφρουρεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων (του έθνους των εργαζομένων) από την πολεμοκαπηλία των αστικών τάξεων.
Ειρήνη, πόλεμος και επανάσταση στο Αιγαίο
Αντιφατικές στο θέμα του πολέμου και του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού είναι οι θέσεις του ΚΚΕ και άλλων αριστερών δυνάμεων και αγωνιστών
Η πλειοψηφία πολιτικών δυνάμεων και αναλυτών, με διάφορες παραλλαγές, θεωρούν επιτιθέμενη την Τουρκία και αμυνόμενη την Ελλάδα. Τμήματα του ελευθεριακού χώρου, απεναντίας, θεωρούν ως επιτιθέμενη την ελληνική αστική τάξη. Μειοψηφία αναλύσεων και πολιτικών, με κύριο εκφραστή το ΝΑΡ, θεωρεί αμφίπλευρα επιθετικές τις αστικές τάξεις Τουρκίας και Ελλάδας και, επομένως, τον πόλεμο άδικο και απ’τις δύο πλευρές.
Η αντίληψη για την επιθετικότητα Τουρκίας και Ελλάδας εδράζεται σε αντικειμενικά στοιχεία: Η Τουρκία εμφανίζεται επιτιθέμενη ως δύναμη αναθεώρησης των συνθηκών Λωζάνης και Παρισίων (ήδη ανακήρυξε τα Ίμια τμήμα της τουρκικής επικράτειας) ερωτοτροπεί με θερμά επεισόδια (εμβολισμός ελληνικού σκάφους, σύλληψη στρατιωτικών στον ‘Εβρο), διεκδικεί ΑΟΖ που το ελληνικό και κυπριακό κράτος θεωρούν ιδιοκτησία τους. Έχει εισβάλει σε τρεις χώρες και κατέχει τμήμα τους (Κύπρος, Συρία, Ιράκ). Η θέση ισχύος της Τουρκίας εδράζεται στην οικονομία της (7,4% ανάπτυξη φέτος, παρά τα προβλήματα), στην πολεμική βιομηχανία της, στην παραγγελλία πολεμικού υλικού τελεταίας γενεάς –F-35, S-400, εξοσέτ, φρεγάτες και υποβρύχια– ενώ υπάρχει συμφωνία με τη Ρωσία για την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου στο Ακούγιου, στις ακτές του Αιγαίου, που θεμελιώθηκε αυτή την εβδομάδα. Έχει σχέσεις με τους ηγετικούς καπιταλισμούς, εναλλασσόμενης προτίμησης, ανάλογα με τις εξελίξεις και τα συμφέροντά της. Δεν ποδηγετείται απ’ αυτούς, υπολογίζει όμως τις αντιδράσεις τους.
Η ελληνική αστική τάξη, παρά τα φαινόμενα, υιοθετεί επίσης επιθετική στάση κατά της Τουρκίας. Υπάρχουν χρόνια προβλήματα στα οποία η ελληνική αστική τάξη τηρεί αδιάλλακτη στάση, με αποτέλεσμα τη διαρκή ένταση στο Αιγαίο. Δεν έχει αποποιηθεί του δικαιώματος να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια αντί των 6 που αναγνωρίζει η συνθήκη του Μοντρέ (1936). Αυτή η επέκταση θα λύσει και το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας σύμφωνα με τις ελληνικές επιδιώξεις. Ήδη ο Κοτζιάς δήλωσε ότι προωθείται η επέκταση των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο στα 12 μίλια, γεγονός που θα δημιουργήσει προβλήματα με την Αλβανία, στενό σύμμαχο της Τουρκίας, υποβρύχια της οποίας ναυλοχούν στο Ιόνιο. Η τουρκική πλευρά υποστηρίζει ότι η Ελλάδα παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, αφού το εύρος του εναερίου χώρου (10 μίλια) δεν αντιστοιχεί στο εύρος των χωρικών υδάτων (6 μίλια). Οι τουρκικές παραβιάσεις, σε μεγάλο βαθμό, αναφέρονται εντός των 4 αυτών διαφιλονικούμενων μιλίων. Τέλος, η Τουρκία αιτιάται την Ελλάδα για παραβίαση των συνθηκών Λωζάνης και Παρισίων, οι οποίες επέβαλαν καθεστώς μερικής ή και ολικής αποστρατικοποίησης στα νησιά του Αιγαίου.
Και το κυριότερο, με τη συγκρότηση του άξονα Ελλάδας, Κύπρου και των αντιδραστικών καθεστώτων Ισραήλ και Αιγύπτου, επιδιώκεται μέσω Καστελόριζου και Κύπρου η ενιαιοποίηση της ΑΟΖ αυτών των χωρών και η εξασφάλιση αγωγών και ροών ενέργειας προς Ευρώπη, αποκλειομένης της Τουρκίας απ’ αυτήν την πλούσια σε υδρογονάνθρακες περιοχή και από τις ενεργειακές ροές σ’αυτήν. Επιθετική ενέργεια τη ελληνικής και της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης ήταν η πρόσκληση σκαφών έρευνας με συνοδεία πολεμικών σκαφών –ακόμα και απ’ την αρμάδα του Έκτου Στόλου– χωρίς προσυνεννόηση και συμφωνία με τους Τουρκοκυπρίους (με το πρόσχημα της νομιμότητας) για τη διανομή της ΑΟΖ. Αποτέλεσμα, η βίαιη εκδίωξη από τουρκικά πολεμικά πλοία του ιταλικού ωκεανογραφικού από το οικόπεδο 3, επαπειλώντας βαρύ πολεμικό επεισόδιο. Ως επιθετική ενέργεια εκτιμάται και η άσκηση Ηνίοχος και περισσότερο η άσκηση Πυρπολητής στην περιοχή των 18 βραχονησίδων, που η Τουρκία θεωρεί δικό της έδαφος και έχει συνομολογηθεί μορατόριουμ με τη συμφωνία του Ελσίνκι.
Χαρακτηριστικό της επιθετικότητας της ελληνικής αστικής τάξης, είναι η οργανική και πρόθυμη ένταξή της στους επεκτατικούς σχεδιασμούς του ευρωατλαντισμού στη νοτιανατολική Μεσόγειο, με κύρια επιδίωξη ν’αποτελέσει τον πάτρωνά της στη διένεξη με την Τουρκία και να συναινέσει σε μια, περιορισμένη έστω, ιδιοποίηση των κοιτασμάτων και των ενεργειακών ροών απ’το ελληνικό κεφάλαιο… Είναι φρούδες όμως οι ελπίδες της ελληνικής αστικής τάξης ότι ο ευρωατλαντισμός θα επωμιστεί ρόλο πάτρωνα στη φημολογούμενη σύρραξη με την Τουρκία. Το ΝΑΤΟ και η ΕΕ δεν είναι καθόλου διατεθειμένοι να διαρρήξουν τις –κλυδωνιζόμενες μάλιστα– οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές σχέσεις τους με την Τουρκία. Πιθανόν να προβούν σε εδαφικές μικροπαραχωρήσεις (ανοχή στην ανακήρυξη των Ιμίων ως τουρκικού εδάφους, όπως η ανοχή στην εισβολή στο Αφρίν). Αλλά και η Τουρκία, παρά την έξαλλη ρητορική, δεν ενδιαφέρεται για εδαφικές προσαρτήσεις και μάλιστα κλίμακας, αλλά για τη γεωστρατηγική της ασφάλεια στη Μέση Ανατολή, αποτρέποντας τη δημιουργία κουρδικού κράτους στο νότιο μαλακό της υπογάστριο και καταλαμβάνοντας στο Αιγαίο ορισμένες βραχονησίδες, ίσως και κάτι ευρύτερο, για να ικανοποιήσει τις διεκδικήσεις της στα πλούσια κοιτάσματα των ΑΟΖ.
Η ανώτερη ισχύς της Τουρκίας και η μεγαλύτερη πιθανότητα πολεμικής πρωτοβουλίας εκ μέρους της δεν στοιχειοθετεί τη θέση μιας αμυνόμενης Ελλάδας. Η επιθετικότητα μιας χώρας έναντι άλλης δεν καθορίζεται κυρίως απ’ τη σχετική διαφορά ισχύος και απ’ το «πρώτο χτύπημα» που η απανταχού εθνικιστική ρητορεία το ανάγει από έκφραση της επιθετικότητας σε αιτία πολέμου. Η επιθετικότητα καθορίζεται από πάγια και στρατηγικά αντιτιθέμενα συμφέροντα και απ’την αμφίπλευρα κλιμακούμενη ένταση, πολιτική και στρατιωτική, μεταξύ χωρών, όπως στην προκείμενη περίπτωση στη σχέση Τουρκίας Ελλάδας. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, υπήρξαν και υπάρχουν περιπτώσεις επιθετικής συμπεριφοράς απ’την Ελλάδα και την Κύπρο εις βάρος της Τουρκίας. ‘Ενδειξη της επιθετικότητας της ελληνικής αστικής τάξης είναι οι υπέρογκες πολεμικές δαπάνες της στο ΝΑΤΟ (2%) και η προαγγελλόμενη νέα κούρσα εξοπλισμών άνω του 1 δις ευρώ.
Αντιφατικές είναι οι θέσεις του ΚΚΕ και άλλων αριστερών δυνάμεων και αγωνιστών, που από τη μια εναντιώνονται στην ένταξη της εξωτερικής μας πολιτικής στα επιθετικά σχέδια του ΝΑΤΟ, ενώ από την άλλη, στα σενάρια της πολεμικής σύρραξης Ελλάδας-Τουρκίας, η επιθετικότητα της ελληνικής αστικής τάξης εξαφανίζεται και απολυτοποιείται η επιθετικότητα της Τουρκίας «με την αμφισβήτηση της εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδας μας», δηλαδή με την γνωστή λογική του «πρώτου πλήγματος». Πραγματική, όμως, αιτία της σύρραξης είναι η ομολογούμενη επιθετικότητα των δύο αστικών τάξεων, η απροθυμία τους για δίκαιη ειρήνη και η διαρκής πολυμέτωπη και αλληλοτροφοδοτούμενη κλιμάκωση της έντασης.
Αναδιφώντας την ιστορία επιβεβαιώνουμε αυτή τη θέση. Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία και σημαντική στρατιωτική υπεροχή διέθετε έναντι της Γαλλίας και στο έδαφος της εισέβαλε. Παρά ταύτα, η Γαλλία δεν ήταν χώρα αμυντική έναντι της Γερμανίας , αλλά επιθετική έναντι αυτής, αφού μάλιστα πρωταγωνίστησε στην εξοντωτική εις βάρος της Γερμανίας συνθήκη των Βερσαλλιών, με στόχο την αναδιανομή των εδαφών, που αποτέλεσε τη θρυαλλίδα του πολέμου. Αντίθετη είναι η περίπτωση της επίθεσης της φασιστικής Ιταλίας στην Ελλάδα, που δεν είχε εκδηλώσει καμία επιθετική κίνηση εναντίον της.
Υπαρκτός ο κίνδυνος πολεμικού επεισοδίου
Η προτεραιότητα αποτροπής του πολέμου με πρωτεργάτη το εργατολαϊκό κίνημα δεν αγνοεί τον κίνδυνο πολεμικού επεισοδίου και την δυνατότητα κλιμάκωσής του. Αυτή, όμως, η προτεραιότητα είναι αυτονόητη, αφού ο κίνδυνος υφίσταται αυτή τη στιγμή, άρα αυτός πρέπει να αποτραπεί. Εξάλλου,αν η στρατιωτική εμπλοκή κυριαρχήσει στη σκέψη των μαζών, ο αγώνας για ειρήνη θα υποβαθμιστεί επικίνδυνα. Θα πρυτανεύσει ο αχαλίνωτος εθνικισμός και η απρόσκοπτη υλοποίηση, χωρίς αντίσταση, της μνημονιακής πολιτικής που θα επιβληθεί, χάριν της εθνικής ενότητας και με στόχο τη «σωτηρία της πατρίδας».
Ωστόσο, η αντικαπιταλιστική κομμουνιστική Αριστερά έχει θέση για τον πόλεμο και ανεξαρτητα από την προτεραιότητα των συνθημάτων που υπαγορεύει η συγκυρία, δύναται και πρέπει να προβάλλει την αρχειακή θέση της περί άδικου και δικαίου πολέμου, προσαρμοσμένη βέβαια στη σύγχρονη πραγματικότητα. Το θέμα του πολέμου έχει ήδη τεθεί στο θέατρο της συζήτησης, ιδίως από αριστερές πλευρές. Η αντιπολεμική προπαγάνδα και δράση, ακόμη και όταν έχει εκραγεί πόλεμος, απαξιώνεται άμεσα και έμμεσα ακόμα και από αριστερούς ως «ντεφετισμός».
Υπενθυμίζεται ότι ντεφετισμός είναι η πολιτική που πρόταξαν οι μπολσεβίκοι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ρίχνοντας το σύνθημα της μετατροπής του σε εμφύλιο πόλεμο. Οι μπολσεβίκοι συνδέσανε την υπόθεση της ειρήνης με την υπόθεση της προλεταριακής επαναστάσης, πιστεύοντας ότι το πιο σίγουρο μέσον για να τεθεί τέρμα στον πόλεμο και να κερδηθεί δίκαιη ειρήνη δίχως προσαρτήσεις και αποζημιώσεις, είναι η ανατροπή της εξουσίας της αστικής τάξης. Δεν πρότειναν, όμως, την άμεση επανάσταση,την άρνηση στράτευσης, τη λιποταξία,την ατομική εξέγερση, αλλά την προπαγάνδα και τον αγώνα κατά του πολέμου και την καταψήφιση των πολεμικών πιστώσεων (Κ.Λίμπκνεχτ).
Ο άδικος πόλεμος και η επαναστατική δυνατότητα
Οι κομμουνιστές, σε όλους τους θεσμούς της αστικής κοινωνίας, ακόμη και στον στρατό, δεν αποκόπτονται απ’τις μάζες, παλεύουν μαζί τους, πρωτοστατώντας στους αγώνες, ώστε η τάση χειραφέτησης να νικήσει την τάση υποταγής. Η επανάσταση για την ανατροπή της αστικής τάξης, που εξασφαλίζει και την ειρήνη, δεν κηρύσσεται από την αρχή του πολέμου, αλλά όταν οι δραματικές του συνέπειες και η δράση της πρωτοπορίας δημιουργήσουν επαναστατική κατάσταση και εξεγερτική διάθεση στη πλειοψηφία.
Η θέση του Λένιν από το 1907 ήταν ότι «οι σοσιαλιστές σε περίπτωση πολέμου θα έπρεπε ν’αξιοποιήσουν την οικονομική και πολιτική κρίση που θα προκαλούσε ο πόλεμος, ώστε να επιταχύνουν τη συντριβή της ταξικής κυριαρχίας της κεφαλαιοκρατίας». Η θέση του επιβεβαιώθηκε από την ιστορική πραγματικότητα. Η ήττα της γερμανικής αυτοκρατορίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργεί όρους επαναστατικής κατάστασης. Στο Κίελο ξεσπά η πρώτη εξέγερση σρατιωτών και εργατών. Στη Ρωσία οι αλλεπάλληλες ήττες του Τσαρικού στρατού το 1917, οι εκατόμβες νεκρών, η εξαθλίωση του λαού, οδηγούν σε εξεγέρσεις στρατιωτών (αγροτών) και εργατών. Η αστική τάξη επωφελείται και ηγεμονεύει στην αστικοδημοκρατική επανάσταση το Φλεβάρη του 1917. Συνεχίζει όμως τον πόλεμο και τα δεινά για τον λαό και τον στρατό επιδεινώνονται. Οι μπολσεβίκοι, αξιοποιώντας τις επαναστατικές συνθήκες, θα ηγηθούν της Οκτωβριανής Επανάστασης και θα εκδώσουν άμεσα διάταγμα τερματισμού του πολέμου, κάνοντας πράξη την ειρηνόφιλη πολιτική τους.
Ο πόλεμος, βέβαια, δεν οδηγεί πάντα σε επαναστατική κατάσταση. Ούτε η επαναστατική κατάσταση οδηγεί πάντα σε νίκη των επαναστατικών δυνάμεων. Μπορεί και το αστικό καθεστώς να νικήσει ή να επικρατήσει άλλη μορφή αστικής κυριαρχίας, όπως η στρατιωτική δικτατορία. Αυτό συνέβη το 1923, όταν λόγω της κρίσης της Μικρασιατικής Καταστροφής, ανέλαβε την εξουσία ο ελληνικός στρατός, υπό την ηγεσία των Πλαστήρα, Γονατά.