Τα πεπερασμένα όρια της κεφαλαιοκρατίας
του Περικλή Παυλίδη*
*Επίκουρος καθηγητής ΠΤΔΕ ΑΠΘ
Τα ζητήματα της μόρφωσης όχι τυχαία έχουν αποκτήσει μεγάλη σημασία για τους κοινωνικούς αγώνες, από τη στιγμή που άπτονται των θεμελιωδών αντιθέσεων της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας αλλά και των δυνατοτήτων και προοπτικών εναλλακτικής κοινωνικής εξέλιξης.
Ως γνωστόν, για μεγάλο διάστημα της ιστορίας η μόρφωση δεν αφορούσε παρά μια μειοψηφία ανθρώπων, οι οποίοι χάρη στην προνομιακή κοινωνική τους θέση διέθεταν τη δυνατότητα ενός βίου της σχόλης, αφιερωμένου σε διανοητικές αναζητήσεις και δραστηριότητες. Οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής είναι αυτές που για πρώτη φορά ανέδειξαν την κοινωνική σημασία της μόρφωσης, φέρνοντας τη γνώση, διαμέσου της βιομηχανικής και σήμερα πλέον της επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης, μέσα στο σύστημα της εργασίας, μετατρέποντας την επιστήμη και τις διανοητικές ικανότητες των ανθρώπων σε κρίσιμη παραγωγική δύναμη.
Δεδομένης της διαρκώς διευρυνόμενης χρήσης επιστημονικών γνώσεων για τη σχεδίαση, διεύθυνση και λειτουργία των σύγχρονων μέσων παραγωγής, καθίσταται εμφανές ότι η περαιτέρω ανάπτυξη της εργασίας και του πολιτισμού θα καθορίζεται ολοένα και περισσότερο από τη δυνατότητα της κοινωνίας να προσφέρει στους εργαζόμενους βαθιά και πολύπλευρη μόρφωση, θεμελιώδεις και σφαιρικές γνώσεις, αλλά και ευρεία καλλιέργεια των διανοητικών τους ικανοτήτων. Η κεφαλαιοκρατία, έχοντας εισέλθει από τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα στο στάδιο της ως επί το πλείστον εντατικής ανάπτυξής της, χαρακτηριστικό γνώρισμα του οποίου είναι η τάση αυτοματοποίησης της εργασίας και διεύρυνσης του διανοητικού της περιεχομένου, προσκρούει στην αδήριτη ανάγκη να διασφαλίσει τη διαρκή, συστηματική καλλιέργεια των γνωσιακών-πολιτισμικών δυνάμεων της κοινωνίας. Ως εκ τούτου, τα ισχυρά φαινόμενα παρακμής της μόρφωσης που η ίδια προκαλεί είναι δηλωτικά των ορίων της, με την έννοια της κραυγαλέας αδυναμίας της να υποστηρίξει την περαιτέρω αυθεντική πρόοδο του πολιτισμού, ανταποκρινόμενη στις θεμελιώδεις τάσεις κοινωνικής εξέλιξης, τις οποίες αφενός ενεργοποιεί, αφετέρου ανακόπτει, υπονομεύει και στρεβλώνει.
Οι αντιμορφωτικές διαστάσεις των κεφαλαιοκρατικών κοινωνικών σχέσεων συνάπτονται πρωτίστως με το γεγονός ότι ο πνευματικός-πολιτισμικός πλούτος των ανθρώπων και η ζωντανή εργασιακή τους δραστηριότητα υποτάσσονται στη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου, και συνεπώς οι ικανότητές τους ως εργαζομένων διαμορφώνονται και αναπτύσσονται βάσει της αντιστοιχίας τους προς τις συγκεκριμένες ανάγκες παραγωγής υπεραξίας και ιδιοποίησης του μέγιστου κέρδους.
Βέβαια, το αυθεντικό ενδιαφέρον για την πολύπλευρη και σε βάθος μόρφωση προϋποθέτει, αφενός την ύπαρξη πραγματικών προοπτικών ενασχόλησης με δημιουργική εργασία, αφετέρου την αφοσίωση σε πανανθρώπινες υποθέσεις και την επιδίωξη ενεργούς συμμετοχής στην αντιμετώπιση των κρίσιμων προβλημάτων της κοινωνικής ολότητας. Όμως, οι καθολικά κυρίαρχες κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής εγκλωβίζουν τις μορφωτικές σκοποθεσίες στο στενό ορίζοντα της συγκρότησης του εμπορεύματος «εργατική δύναμη» (ως συνόλου πιστοποιημένων, εμπορεύσιμων προσόντων) με όρους αυστηρής – ανταγωνιστικής εξειδίκευσης, συνεπαγόμενης την οδυνηρή αποσπασματικότητα και μερικότητα της διαμορφούμενης προσωπικότητας. Στις μέρες μας η σημασία και το περιεχόμενο της μόρφωσης συρρικνώνονται σημαντικά και στρεβλώνονται από εξόχως χρησιμοθηρικές επιδιώξεις, από τη στιγμή που οι ικανότητες των εργαζομένων θα πρέπει να αναπτυχθούν με σκοπό να αλλοτριωθούν και να λειτουργήσουν ως μέσο υπηρέτησης των συμφερόντων του κεφαλαίου, μιας δύναμης ξένης προς τις ανάγκες τους, η οποία μάλιστα πολύ συχνά απαξιώνει εκατομμύρια εξ αυτών, καθιστώντας τους περιττούς.
Η κεφαλαιοκρατική κοινωνία υπονομεύει τη μόρφωση μέσα από το σύνολο των καθημερινών βιωμάτων των ανθρώπων, καθώς αυτά συγκροτούνται υπό συνθήκες ανταγωνισμού και αποξένωσης. Η εκτενής αποσταθεροποίηση των όρων επιβίωσης εξαιτίας της χαώδους κίνησης της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας γεννά καθημερινά μιαν εξαιρετικά κατακερματισμένη συνείδηση, η οποία ρέπει διαρκώς προς φετιχοποιήσεις και ανορθολογισμό. Ενώ η πρωτόγνωρη εξάπλωση των επιστημονικών γνώσεων και της σχολικής εκπαίδευσης σε όλο τον κόσμο δίνει την αίσθηση του οριστικού θριάμβου του Διαφωτισμού, την ίδια στιγμή βρίσκονται σε έξαρση κάθε μορφής παραεπιστημονικές δοξασίες και μεταφυσικές φαντασιοπληξίες. Ο ανορθολογισμός θάλλει σε κοινωνίες τυπικά εγγράμματων ανθρώπων, ως συνέπεια της άμεσης καθημερινής πρόσληψης μιας πραγματικότητας όπου τα πάντα φαντάζουν ασύνδετα, ανεξέλεγκτα και εχθρικά και, συνεπώς, άνευ νοήματος, ακατάληπτα.
Η κατάσταση επιδεινώνεται από το γεγονός ότι η πανταχού παρούσα «βιομηχανία της κουλτούρας» γεμίζει τον ελεύθερο χρόνο με προϊόντα μαζικής κατανάλωσης, προερχόμενα από όλους σχεδόν τους χώρους του πολιτισμού (μουσική, λογοτεχνία, κινηματογράφο, εικαστικές τέχνες), των οποίων η ενδεδειγμένη (εν είδει ιδιότυπης συνταγής) στερεοτυπία, αισθητική ευτέλεια και επιδερμικότητα είναι αναγκαία προϋπόθεση της εμπορευσιμότητάς τους. Στο βαθμό που οι αγοραίες πρακτικές καταλαμβάνουν τους χώρους της πνευματικής δημιουργίας, η «πολιτισμική» εμπειρία των ανθρώπων καθίσταται εξόχως αντιμορφωτική.
Τροχοπέδη ο ανταγωνισμός
Η μόρφωση όμως στις μέρες μας παρακμάζει κι εντός του πλέον σημαντικού θεσμού της, της εκπαίδευσης, στο σύνολο των βαθμίδων της.
Είναι αυτονόητο ότι υπάρχουν ποικίλες μορφωτικές δραστηριότητες, οι οποίες μπορούν να λάβουν χώρα σε διάφορες στιγμές της κοινωνικής ζωής. Ωστόσο, μόρφωση δε νοείται χωρίς εκπαίδευση, δηλαδή χωρίς σκόπιμη, θεσμικά οργανωμένη και συστηματική μετάδοση των κεκτημένων γνώσεων και καλλιέργεια των διανοητικών δυνάμεων των ανθρώπων, βάσει του διδακτικού έργου των εκπαιδευτικών. Η τεράστια κοινωνική σημασία της εκπαίδευσης συνίσταται στη διαμέσου της διδασκαλίας μεθοδική, κλιμακούμενη και ευσύνοπτη αφομοίωση από την νέα γενιά των πολιτισμικών επιτευγμάτων της ανθρωπότητας (επιστημονικών γνώσεων, καλλιτεχνικών παραδόσεων, κοινωνικών ιδεών), τα οποία με κανένα άλλο τρόπο (βιωματικό-εμπειρικό) δε θα μπορούσαν να μεταδοθούν.
Η εκπαίδευση συνάπτεται με τον αποφασιστικό ρόλο των εκπαιδευτικών, ως εργαζόμενων που δε μεταδίδουν απλώς γνώσεις, αλλά συμβάλουν με το σύνολο των διανοητικών τους δυνάμεων και της προσωπικότητάς τους στη διαμόρφωση των συνειδήσεων και της προσωπικότητας των μαθητών. Το έργο τους, όπως και κάθε είδος γνωσιακής – διανοητικής δραστηριότητας, τροφοδοτείται και επηρεάζεται από όλες τις κοινωνικές – πολιτισμικές εμπειρίες της προσωπικότητάς τους, από όλους τους κοινωνικούς όρους διαμόρφωσής της. Ως εκ τούτου, η βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου καθορίζεται από το κατά πόσο οι συνθήκες εργασίας και ζωής των ίδιων των εκπαιδευτικών είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξη και αυτοπραγμάτωσή τους ως προσωπικοτήτων. Με άλλα λόγια, η εκπαιδευτική-διδακτική δραστηριότητα μπορεί να είναι γόνιμη μόνο όταν πραγματοποιείται σε συνθήκες που προσφέρουν στους λειτουργούς της συναισθηματική, διανοητική και ηθική ικανοποίηση.
Εν γένει, σημαντικά έργα του ανθρώπινου πνεύματος, σε τομείς όπως η παιδαγωγία, η τέχνη, η επιστήμη και η φιλοσοφία, μπορούν να προκύψουν μόνο όταν πραγματοποιούνται βάσει των ιδεωδών της καλοσύνης, της ομορφιάς και της αλήθειας (βάσει δηλαδή κινήτρων που μόνο σε μια κοινωνία καθολικά συντροφικών σχέσεων δύνανται να καταστούν κυρίαρχα) και σε καμία περίπτωση βάσει σκοπιμοτήτων ιδιωτικής κερδοφορίας και εμπορευματικής ανταγωνιστικότητας. Συνακόλουθα, τα έργα αυτά είναι ουσιωδώς ασύμβατα με τους θεμελιώδεις νόμους της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας.
Εμπόδια στην πρόοδο
Δέον να σημειωθεί εμφατικά ότι στην περίπτωση της εκπαιδευτικής δραστηριότητας, όπως και σε όλες τις περιπτώσεις διανοητικής εργασίας (επιστημονικής – καλλιτεχνικής κλπ), είναι αδιανόητη η επίτευξη δημιουργικών αποτελεσμάτων, όταν οι εργαζόμενοι υφίστανται πρακτικές γραφειοκρατικού ελέγχου, εντατικοποίησης, αλλοτρίωσης και εκμετάλλευσης.
Την ίδια στιγμή και σε αντίθεση προς τα παραπάνω ο θεσμός της εκπαίδευσης υποβάλλεται παγκοσμίως σε αλλεπάλληλες κι εξαιρετικά καταστροφικές νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις, συνέπεια των οποίων είναι η μετατροπή μεγάλου μέρους των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων σε τυποποιημένες, ισχνού διανοητικού και παιδαγωγικού περιεχομένου και πολύ συχνά εμπορεύσιμες υπηρεσίες, υποταγμένες σε χρησιμοθηρικές ανάγκες της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας. Πίσω από την πομπώδη φλυαρία του κυρίαρχου λόγου περί ποιότητας της εκπαίδευσης κρύβεται η επιβολή στο εκπαιδευτικό έργο της κατεξοχήν καπιταλιστικής «λογικής» της παραγωγικότητας – αποδοτικότητας, της μετρησιμότητας του αποτελέσματος, του έντονου ανταγωνισμού και του ασφυκτικού ελέγχου, σε συνδυασμό με τη διαρκή μείωση της κρατικής χρηματοδότησης των δημόσιων εκπαιδευτικών συστημάτων και τη ραγδαία επιδείνωση της θέσης των εκπαιδευτικών, εξαιτίας πρωτίστως της υπαγωγής μεγάλου μέρους τους σε καθεστώτα εργασιακής επισφάλειας.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι τα σύγχρονα μαζικά εκπαιδευτικά συστήματα των πλέον ανεπτυγμένων και ισχυρών καπιταλιστικών χωρών να παράγουν στρατιές λειτουργικά αμόρφωτων ατόμων, ανίκανων να συνειδητοποιήσουν τη θέση τους στον κόσμο, να κατανοήσουν τα κρίσιμα προβλήματα της ανθρώπινης κατάστασης και να εμπλακούν ενεργά στην αντιμετώπισή τους.
Εν κατακλείδι, αν η μέγιστη αναγκαιότητα και σημασία της μόρφωσης για τους ανθρώπους συνάπτεται με τη προοπτική μιας κοινωνίας θεμελιωμένης στη γνώση στην οποία κυριαρχεί η εργασία ως δημιουργική, διανοητική, πολιτισμική δραστηριότητα, τότε η σύγχρονη κεφαλαιοκρατία εμφανίζεται εξόχως αναντίστοιχη προς τις προοπτικές της μόρφωσης και της κοινωνικής προόδου. Δεδομένου ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα εδράζεται στην υλική και πνευματική αποστέρηση του κόσμου της μισθωτής εργασίας, οι προοπτικές της μόρφωσης εξαρτώνται αναπόδραστα από τον αγώνα για την υπέρβαση των ορίων του, στην κατεύθυνση της σοσιαλιστικής χειραφέτησης της εργασίας και ανάδειξης της πολύπλευρης ανάπτυξης εκάστου ανθρώπου σε ύψιστο κοινωνικό σκοπό ή αλλιώς (σύμφωνα με την περίφημη δήλωση των Μαρξ και Ένγκελς) της «ελεύθερης ανάπτυξης του καθενός σε προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων».