Οι απεργίες δεν καταργούνται
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΝΤΙΚΟΣ
Στις 5 Μαρτίου 1976 ο ΣΕΒ, με μια συνέντευξη Τύπου, «παραγγέλνει» στην κυβέρνηση Καραμανλή έναν αντιαπεργιακό νόμο και φυσικά η κυβέρνηση ανταποκρίνεται. Αν αυτό θυμίζει με λίγο διαφορετικές αντιστοιχίες –ΣΕΒ και κυβέρνηση συνεχίζουν να παίζουν το ρόλο τους σε σκηνοθεσία ΕΕ-ΔΝΤ πλέον– τις σημερινές εξελίξεις …σωστά τις θυμίζει.
Ο νόμος 330/1976, τον οποίο υπέγραψε ο Κώστας Λάσκαρης ως υπουργός Εργασίας, προέβλεπε ότι απεργίες μπορούν να γίνονται μόνο για μισθολογικά ζητήματα –μια απόλυση ή μια συμπαράσταση δεν συγκαταλέγονταν στα «νόμιμα» – και επιπλέον, οι απεργίες που κηρύσσονταν από «μη επίσημα-αναγνωρισμένα» σωματεία ήταν παράνομες. Ο ίδιος ο Λάσκαρης, πάντως, έμεινε στην ιστορία ως ο υπουργός που αναγνώρισε επίσημα ότι η «Αγία Αθανασία του Αιγάλεω» συνομιλούσε όντως με την Παναγία… Ο νόμος Λάσκαρη, που επιπλέον νομιμοποιούσε το εργοδοτικό λοκ άουτ, παρότι ψηφίστηκε στη Βουλή και έγινε εργαλείο διώξεων κατά συνδικαλιστών, έσπασε στα πεζοδρόμια της Κάνιγγος και στους δρόμους της Αθήνας.
Σήμερα, ένας αντίστοιχου περιεχομένου νόμος, στον οποίο το λοκ άουτ το κηρύσσει πρακτικά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για λογαριασμό των εργοδοτών, προσπαθεί να περιστείλει το απεργιακό δικαίωμα και να το διαμορφώσει σε …γιαπωνέζικου τύπου απεργία – στην καλύτερη περίπτωση.
Δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται κάτι τέτοιο με νομοθέτημα. Ο νόμος 3239 του 1955 του υπουργού Εργασίας Ανδρέα Στράτου, επέβαλλε την αναγκαστική διαιτησία για τις εργατικές διαφορές, φτιάχνοντας ουσιαστικά ένα ανάχωμα στην απεργία. Σημειωτέον ότι σήμερα, με μια άλλη νομοθετική διάταξη που πηγαίνει προς ψήφιση στη Βουλή, οι εργασιακές υποθέσεις θα πηγαίνουν σε υποχρεωτική διαμεσολάβηση. Εν ολίγοις, αν απολυθείτε και δεν πάρετε τα νόμιμα (κάτι που πλέον γίνεται συνέχεια), θα πρέπει πρώτα να καταβάλλετε 250 ευρώ για τη διαμεσολάβηση…
Η χούντα έφερε την τροποποίηση του νόμου 3239/55 με το διάταγμα 186/69, αφού έλυσε το πρόβλημά της με πιο δραστικό τρόπο: Διόριζε δικές της ηγεσίες στα σωματεία και τις ενώσεις…
Ο νόμος Λάσκαρη καταργήθηκε με τον 1264/82 του ΠΑΣΟΚ και του υπουργού Εργασίας Απόστολου Κακλαμάνη. Παρά τη θεσμοθέτηση ορισμένων κατακτήσεων του εργατικού κινήματος, ο νόμος γραφειοκρατικοποιούσε τα σωματεία και ήταν το πρώτο «βάπτισμα» για τις μετέπειτα αντεργατικές ηγεσίες ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, «παράδοση» που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. To 1983 ο Γεράσιμος Αρσένης εισηγήθηκε το νόμο 1365 για τις εταιρείες κοινής ωφέλειας, όπου στο περιβόητο άρθρο 4 προέβλεπε απαίτηση για ψήφο 50+1 των εγγεγραμμένων μελών για απεργία, με μυστική ψηφοφορία η οποία δεν επιτρεπόταν να κρατήσει πάνω από 5 μέρες! Ο νόμος ψηφίστηκε μεν, αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη και το 1988 καταργήθηκε.
Τώρα, αφού οι κυβερνήσεις των τελευταίων τριών δεκαετιών απεργάστηκαν κάθε τρόπο σπίλωσης του συνδικαλισμού, «ενοχοποίησης» κάθε εργασιακού δικαιώματος και ταύτισης του απεργιακού αγώνα για καλύτερες συνθήκες εργασίας με τους ημέτερους εργατοπατέρες, επιχειρούν και πάλι εναντίον της απεργίας.
Η ρύθμιση του «50+1» δεν έχει φυσικά διάθεση να «εκδημοκρατίσει» τη συνδικαλιστική δράση, αλλά να την περιορίσει δραστικά, έως και να την εξαφανίσει, ξεκινώντας «από τα κάτω». Πρακτικά, αφαιρεί το δικαίωμα της απεργίας σχεδόν αυτόματα από πρωτοβάθμια σωματεία αλλά και από εργασιακούς χώρους με μεγάλο ποσοστό προσωπικού ασφαλείας. Προφανώς, δεν είναι έκπληξη για κανέναν το γεγονός ότι αρκετοί από αυτούς τους κλάδους είναι εκείνοι στους οποίους η εργοδοσία απαιτεί φτηνούς εργαζόμενους, μόνιμα διαθέσιμους, χωρίς δικαιώματα: Επισιτισμός και εμπόριο που ήδη μετατρέπονται σε «γαλέρες» με ανοιχτές Κυριακές, καθώς και τμήματα της «βαριάς βιομηχανίας» του τουρισμού, εργαζόμενοι στην υγεία που δοκίμασαν ήδη μια γεύση «μεταρρυθμίσεων», οι γιατροί με αύξηση των ωραρίων και μείωση αποδοχών κ.α.
Η κυβερνητική υποκρισία, για να περάσει με αριστερό λίφτινγκ τον αντεργατικό νόμο, διατυμπανίζει ότι πρόκειται για «εκδημοκρατισμό» της απεργίας, να μην αποφασίζουν λίγοι για τους πολλούς δηλαδή. Πέραν του ότι το πρόβλημα «δεν συμμετέχει ο κόσμος» αφορά τα σωματεία και όχι την κυβέρνηση (που παρεμπιπτόντως εκλέγεται μειοψηφικά), ως επιχείρημα θυμίζει τις πιο κωμικοτραγικές στιγμές κριτικής στις φοιτητικές εκλογές αλλά και το μόνιμο φαρισαϊσμό της εξουσίας. Όταν οι εργαζόμενοι απεργούν μαζικά και οργανωμένα είναι λαϊκιστές, όταν οι συνελεύσεις απομαζικοποιούνται είναι αντιδημοκρατικές…
Και όμως, η ιστορία του εργατικού κινήματος έχει αποδείξει ότι μόνο με αγώνα και με μαζικές, σκληρές, διαρκείς απεργίες κερδίζονται και εξασφαλίζονται τα δικαιώματα. Ούτε με διαπραγματεύσεις, ούτε με εν λευκώ αντιπροσώπευση που αποδυναμώνει τα αιτήματα και δίνει χώρο στη γραφειοκρατία.
Η καμπή είναι για μια ακόμα φορά ιστορική. Αντεργατικοί νόμοι δεν ψηφίζονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ούτε θα είναι η πρώτη φορά που θα διαλυθούν στα εξ ων συνετέθησαν, στην πράξη, με ανυποχώρητους αγώνες και κινητοποιήσεις από τα κάτω, με μαζικές γενικές συνελεύσεις στα σωματεία και στους χώρους δουλειάς.