ΦΟΙΒΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ*
«Όπως τα βάζει ο Σκόμπι, εμείς θα πιαστούμε με τους Εγγλέζους», είπε ο Γ. Ιωαννίδης στον Ποπόφ, της σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής στην Αθήνα
Βρετανικό σχέδιο εξουδετέρωσης ΚΚΕ και ΕΑΜ
Κινήθηκε αυτόνομα το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ή με συγκατάθεση της ΕΣΣΔ;
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1944, ολοκληρώθηκε στην πράξη η ελληνική κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» που είχε αρχικά συμφωνηθεί στη διάσκεψη του Λιβάνου με την ορκωμοσία ενώπιον του πρίγκιπα Παύλου των νέων υπουργών του ΕΑΜ, της ΠΕΕΑ και του ΚΚΕ. Πρωθυπουργός της κυβέρνησης ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Την ίδια περίοδο τα συμμαχικά στρατεύματα από τη Δύση και την Ανατολή προελαύνουν προς το Βερολίνο, την καρδιά της Γερμανίας. Ο Κόκκινος Στρατός ήδη προελαύνει στα Βαλκάνια και στ’ αντάρτικα βουνά έχει φτάσει η οκταμελής σοβιετική στρατιωτική αποστολή που συνδέεται, όπως και οι άλλες ξένες αποστολές, με τις ειδικές υπηρεσίες της πατρίδας της.
Τις πρώτες ημέρες του Νοεμβρίου, τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής πέρασαν στη Γιουγκοσλαβία αποχωρώντας από την Ελλάδα. Η αποχώρησή τους από το Νότο προς το Βορρά έγινε βαθμιαία. Στο κενό της εξουσίας που εμφανιζόταν με την αποχώρησή τους φαινόταν ότι το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ κέρδιζε σταθερά έδαφος, νικώντας ένοπλα τους αντιπάλους του από την Πελοπόννησο μέχρι το Κιλκίς στη Βόρεια Ελλάδα. Αλλά το πολιτικό καθεστώς που θα οικοδομούνταν στη χώρα δεν ήταν ένα θέμα που θα καθοριζόταν μόνο από τον εσωτερικό συσχετισμό των δυνάμεων. Από τα τέλη Σεπτεμβρίου παράλληλα με τη σταδιακή αποχώρηση των Γερμανών, έφταναν στην Ελλάδα αγγλικές ένοπλες δυνάμεις, με τη σύμφωνη γνώμη των Σοβιετικών και Αμερικανών συμμάχων τους.
Οι Βρετανοί στο βάθος επιδίωκαν να εξουδετερώσουν κάθε ελληνική δύναμη που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την επιρροή τους στη χώρα. Αλλά και οι δυνάμεις του ΚΚΕ, αν και επιφανειακά εμφανίζονται φιλικές προς τη Μεγάλη Βρετανία και χαιρετίζουν την άφιξη αγγλικών δυνάμεων στην Ελλάδα, στην πραγματικότητα δεν έχουν αμφιβολία ότι είναι πιθανή ή επικείμενη μια σύγκρουση με τους Άγγλους.
Το ερώτημα που τίθεται επιτακτικά είναι αν το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ κινήθηκε με δική του πρωτοβουλία στη σύγκρουση με τους Άγγλους ή αν είχε την υπόγεια συγκατάθεση και ηθική ενίσχυση από τη Σοβιετική Ένωση. Τι πραγματικά συνέβη;
Οι Σοβιετικοί, που οδήγησαν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, να υπογράψουν τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας (παρά τις εσωτερικές αντιδράσεις), ήταν ενήμεροι για την πρόθεση της ηγεσίας του ΚΚΕ να αντισταθεί στην επέμβαση των Άγγλων. Επικοινωνία με τα στελέχη του ΚΚΕ είχε και ο Δημητρόφ.
Το Μάιο του 1943 η Κομμουνιστική Διεθνής, που η έδρα της ήταν στην ΕΣΣΔ, αποφάσισε την αυτοδιάλυσή της. Αν κάποιος διαβάσει το σκεπτικό της απόφασης θα το χαρακτήριζε ιδιαίτερα μετριοπαθές, όπου δεν υπάρχει καμιά αναφορά στις λέξεις «καπιταλισμός», «ιμπεριαλισμός» ή «επανάσταση». Όπως δήλωσε επίσημα ο ίδιος ο Στάλιν, η διάλυση της ΚΔ στόχευε να ενδυναμώσει την αντιχιτλερική συμμαχία στον αγώνα της εναντίον του Άξονα.
Το ερώτημα που δεν συνηθίζεται να τίθεται για τη σύγκρουση του Δεκέμβρη είναι το ακόλουθο: Η ηγεσία του ΚΚΕ που ουσιαστικά καθοδηγούσε τον ΕΛΑΣ ήταν δυνατό να προχωρήσει με δική της πρωτοβουλία σε ένοπλη αντιπαράθεση με τους Άγγλους, γεγονός που θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στις διασυμμαχικές σχέσεις ή να δυσαρεστήσει τη σοβιετική κυβέρνηση και τον Στάλιν;
Μόνο λίγους μήνες πριν από τη σύγκρουση, το Εαμικό κίνημα, μετά από σοβιετική συμβουλή και παρ’ όλες τις εσωτερικές αντιδράσεις, υπέγραψε τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας.
ΚΚΕ και Σοβιετική Ένωση ήταν έννοιες σχεδόν ταυτόσημες. Μόνο λίγες μέρες μετά τη γερμανική εισβολή στο σοβιετικό έδαφος, η ηγεσία του ΚΚΕ την 1η Ιουλίου 1941 κάλεσε τα μέλη του κόμματος να παλέψουν «για το διώξιμο της γερμανοϊταλικής κατοχής», όπως και για «την καθημερινή υποστήριξη και υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης». Θα μπορούσε λοιπόν με δική της πρωτοβουλία η ηγεσία του ΚΚΕ να προχωρήσει σε μια σύγκρουση μ’ έναν σύμμαχο του Στάλιν, αλλά και δικό της, όπως ήταν οι Άγγλοι και καθώς ο Παγκόσμιος Πόλεμος συνεχιζόταν;
Για να ξεκινήσει αυτή η σύγκρουση που στο βάθος την επιδίωκαν και οι Άγγλοι, υποτιμώντας όμως τη δύναμη του ΕΛΑΣ, η ηγεσία του ΚΚΕ πήρε υπόψη της τη γνώμη των Σοβιετικών, αλλά και των αδελφών κομμάτων της Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας.
Αφοί οι Σοβιετικοί κινήθηκαν με άκρα μυστικότητα και δεν επιθυμούσαν ν’ αποκαλυφθεί ο ρόλος τους, η ηγεσία του ΚΚΕ ανέλαβε όλη την ευθύνη. Άρχισε η μυθολογία περί των «ακατανόητων ύποπτων λαθών της ηγεσίας και ιδιαίτερα του Σιάντου». Και όμως η ηγεσία του ΚΚΕ, πέρα από λάθη, ανεπάρκειες, ανεξήγητη σκληρότητα μελών της μερικές φορές, είχε φθάσει στα πρόθυρα της εξουσίας, έχοντας δημιουργήσει πολύ ισχυρές πολιτικές και στρατιωτικές οργανώσεις. Η κεντρική της αδυναμία ήταν η μεγάλη πίστη και ένα είδος λατρείας προς την ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης. Θεωρούσε ως θέσφατο κάθε γνώμη ή συμβουλή της ρωσικής ηγεσίας.
Τα πρώτα μηνύματα για μια αναθεώρηση της θέσης για τη δήθεν σοβιετική «σιωπή» στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, θέση που υποστήριξαν μια σειρά ιστορικοί και «ιστορικοί» συμπεριλαμβανομένου και του Τσόρτσιλ, άρχισαν να φτάνουν δειλά τη δεκαετία του ’60.
Το 1965 ο αντιπρόσωπος του ιστορικού τμήματος του ΚΚΕ Αλέκος Παπαπαναγιώτου συναντήθηκε με τον παλιό οργανωτικό γραμματέα του κόμματος, Γιάννη Ιωαννίδη, για να καταγράψει τις αναμνήσεις και εμπειρίες του για τη δεκαετία του ’40. Ενώ συνομιλούσαν για τα Δεκεμβριανά και την κομματική απόφαση να μην παραδοθούν τα όπλα του ΕΛΑΣ, ο Ιωαννίδης, χωρίς να ρωτηθεί σχετικά, ανέφερε ξαφνικά: «Οπότε ο Ποπόφ, ο Ρώσος, έρχεται στο νοσοκομείο (στο Αρεταίειο, όπου βρισκόταν ο Ιωαννίδης) γιατί εγώ είχα επαφή μ’ αυτόν». Ο Παπαπαναγιώτου εκπλήσσεται και ρωτάει: «Στην Αθήνα;». Ιωαννίδης: «Ναι, στην Αθήνα. Έρχεται στο νοσοκομείο και μου λέει: Τι θα γίνει; Του λέω: Εμείς θα πιαστούμε. Όπως τα βάζει ο Σκόμπι θα πιαστούμε. Θα πιαστούμε οπωσδήποτε. Φανερό αυτό το ‘χαμε πάρει απόφαση…». Επειδή στη δεκαετία του ’60 όπως και μεταγενέστερα είχε διαδοθεί η άποψη ότι η Αριστερά συνεργαζόταν με τους Άγγλους στη διάρκεια της Κατοχής, ο Ιωαννίδης στην παραπάνω συνομιλία, με μια νέα ευκαιρία, επανέλαβε ότι στο Αρεταίειο ήρθαν «όλα τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου και εκεί πήραμε απόφαση ότι εμείς θα χτυπηθούμε με τους Εγγλέζους».
Αλλά και ο Σιάντος με το δικό του λακωνικό και απλό τρόπο, μίλησε έμμεσα, για τη σοβιετική ανάμιξη στα του Δεκέμβρη, τον Απρίλιο του 1945 στην 11η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, απαντώντας έτσι στις κατηγορίες για ότι έκανε ακατανόητες ενέργειες, του κεφαλιού του. Εκείνη την περίοδο: «Η Σοβιετική Ένωση είναι το γενικό επιτελείο όλων των επαναστατικών λαϊκών κινημάτων του κόσμου». Επομένως και της επαναστατικής σύγκρουσης του Δεκέμβρη.
Το 1984 ο γράφων παρουσίασε για πρώτη φορά την ανέκδοτη μαρτυρία του Κώστα Δεσποτόπουλου, στενού συνεργάτη του Σιάντου, που είχε βρεθεί μαζί του στην ΚΕ του ΕΛΑΣ, στη διάρκεια των Δεκεμβριανών. Το τηλεγράφημα που του είχε δείξει ο Σιάντος περί τα μέσα Δεκεμβρίου και είχε μείνει από τότε ανεξίτηλο στη μνήμη του, έγραφε: «Παππούς επαναλαμβάνουμε. Παππούς συμβουλεύει συνεχίστε αντίσταση. Κάνουμε παν το δυνατόν προς βοήθειά σας». (Παππούς ήταν το ψευδώνυμο του Δημητρόφ).
Με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού άνοιξαν διάφορα αρχεία στις βαλκανικές χώρες που παρέμεναν κλειστά. Τότε κάποια χρονική στιγμή (1999) βρέθηκε και το ραδιοτηλεγράφημα του Κόστοφ (15.12.1944) προς το Σιάντο και ήταν σχεδόν ταυτόσημο με τη μαρτυρία Δεσποτόπουλου: «…Ο παππούς συμβουλεύει ο αγώνας να συνεχιστεί. Εμείς κάνουμε κάθε τι το δυνατό».
Στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) όπου υπάρχουν τα τηλεγραφήματα του αρχείου του ΚΚΕ για το Δεκέμβρη, δίνουν την εντύπωση ενός μονόλογου, όπου ο Σιάντος ενημερώνει σχετικά με τις εξελίξεις τη Μόσχα, τη Σόφια και το Βελιγράδι, χωρίς να δέχεται κάποια απάντηση. Με το πέρασμα του χρόνου έρχονται στην επιφάνεια διάφορα άγνωστα τηλεγραφήματα που αποδείχνουν ένα διάλογο ανάμεσα στις δύο πλευρές. Διάλογο που θ’ αναφερθεί μεταξύ άλλων σ’ ένα προσεχές βιβλίο που δεν θ’ αργήσει να εκδοθεί.
Η σοβιετική ανάμιξη στα Δεκεμβριανά δεν μειώνει κατά κανένα τρόπο τη σημασία της αγγλικής ιμπεριαλιστικής επέμβασης στην Ελλάδα και τη σθεναρή αντίσταση που προβλήθηκε σ’ αυτή. Δείχνει απλά πόσο πιο περίπλοκα ήταν τα ζητήματα σε σύγκριση με τις τότε επικρατούσες απόψεις. Και τη σημασία που έχει ο κάθε ιστορικός ερευνητής να μην αρέσκεται στην επιφάνεια αλλά να προσπαθεί να διεισδύσει όσο μπορεί πιο βαθιά.
*Ιστορικός- δημοσιογράφος, διδάκτορας Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Σορβόνης