ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΡΜΟΥΡΗΣ
Ένα ακόμα έγκλημα σε βάρος των δικαιωμάτων των προσφύγων έλαβε χώρα στην Κρήτη την προηγούμενη εβδομάδα, καθώς με μεθοδευμένες κινήσεις βήμα-βήμα 38 πρόσφυγες που είχαν υποβάλει αίτημα ασύλου μεταφέρθηκαν υπό άκρα μυστικότητα από το Ρέθυμνο σε προαναχωρησιακό κέντρο στην Κω.
Όλα άρχισαν όταν 44 πρόσφυγες και μετανάστες, οι περισσότεροι Κουρδικής καταγωγής, εντοπίστηκαν στη βραχονησίδα «Παξιμάδια», στο Λιβυκό πέλαγος -στην οποίαν αναγκάστηκαν να διανυκτερεύσουν, και μεταφέρθηκαν στο Ρέθυμνο την Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου. Έκτοτε άρχισαν οι μεθοδικές κινήσεις από το λιμενικό και την αστυνομία για την απέλασή τους, που ολοκληρώθηκαν με τη μεταμεσονύχτια μεταφορά τους με κλούβες στο Ηράκλειο και από εκεί στην Κω τα ξημερώματα της Παρασκευής, 29 Σεπτεμβρίου.
Τη Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου, μετά από τρεις ημέρες παραμονής τους υπό άθλιες συνθήκες στο λιμεναρχείο Ηρακλείου, στους πρόσφυγες και μετανάστες επιδόθηκε έγγραφο στα ελληνικά, το οποίο δεν μεταφράστηκε καθώς στο σημείο δεν βρισκόταν εξουσιοδοτημένος διερμηνέας, ενώ δεν επετράπη η είσοδος σε εθελοντή μεταφραστή. Όπως κατήγγειλαν αλληλέγγυοι, με βάση το έγγραφο πρόσφυγες και μετανάστες δήλωναν ότι έχουν ενημερωθεί για τα νόμιμα δικαιώματά τους και ότι εντός τριών ημερών από την υπογραφή του υπήρχε το ενδεχόμενο να ανακοινωθεί η απέλασή τους. Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο την Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 7 πρόσφυγες ξεκίνησαν απεργία πείνας και δίψας, ζητώντας να μεταφερθούν στην Αθήνα ώστε να εκκινήσουν τη διαδικασία υποβολής αίτησης ασύλου.
Την Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου στέλεχος του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου του Ηρακλείου εξήγησε στους πρόσφυγες τη διαδικασία υποβολής αιτήματος ασύλου, με τους 38 από τους 44 να δηλώνουν ότι θα υποβάλουν το σχετικό αίτημα. Η διαδικασία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να σταματήσει η απεργία πείνας και δίψας των 7 προσφύγων.
Η τελευταία πράξη του δράματος παίχτηκε τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας. Η αστυνομία περίμενε να αποχωρήσουν και οι τελευταίοι αλληλέγγυοι που επί μία εβδομάδα περιφρουρούσαν τους πρόσφυγες για να μην απελαθούν. Σε μία επιχείρηση-αστραπή που διεξήχθη υπό άκρα μυστικότητα, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες κατασχέθηκαν μέχρι και τα κινητά των προσφύγων για να μην ενημερώσουν τους αλληλέγγυους, οι αιτούντες άσυλο μεταφέρθηκαν σιδηροδέσμιοι με κλούβες στο Ηράκλειο, όπου επιβιβάστηκαν σε πλοίο με τελικό προορισμό προαναχωρησιακό κέντρο στην Κω. Στο Ρέθυμνο σύμφωνα με πληροφορίες παρέμεινε ένας πρόσφυγας που νοσηλευόταν από την πρώτη ημέρα καθώς είχε τραυματιστεί σοβαρά όταν το σκάφος που τους μετέφερε προσάραξε στα «Παξιμάδια», τέσσερις πρόσφυγες που δεν υπέβαλαν αίτηση ασύλου και οι οποίοι κρατούνται, και δύο ασυνόδευτοι ανήλικοι.
Αφοπλιστικός κυνισμός διέκρινε για μια ακόμα φορά τη στάση των κυβερνητικών, κρατικών και αυτοδιοικητικών παραγόντων, που για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες εβδομάδες έστειλαν αιτούντες άσυλο σε προαναχωρησιακό κέντρο για να ζήσουν κρατούμενοι υπό άθλιες συνθήκες μέχρι να απελαθούν. Κάνοντας κουρελόχαρτο ακόμα και την έτσι κι αλλιώς αντιπροσφυγική νομοθεσία τους και εξευτελίζοντας τις υποτυπώδεις δομές που έχουν στήσει, αντιμετώπισαν από την πρώτη ημέρα τους πρόσφυγες ως παρείσακτους που διαταράσσουν την ομαλή αναπαραγωγή της «τουριστικής βιομηχανίας» της Κρήτης, καθιστώντας σαφές πως αν από την πρώτη στιγμή δεν κινητοποιούνταν αλληλέγγυοι η απέλαση θα ήταν ζήτημα λίγων ωρών.
Εκτός από την ελλιπέστατη ενημέρωση, την απουσία διερμηνέων και δικηγόρων -πλην αυτών που κινητοποιήθηκαν εθελοντικά από κοινού με τους αλληλέγγυους, ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι παραμένει άγνωστο αν η αστυνομία εισήγαγε τα στοιχεία των αιτούντων άσυλο στο σύστημα ή αν η σχετική ενημέρωση έγινε μόνο για να καθησυχάσει τους πρόσφυγες που ένοιωθαν πλέον έντονη την απειλή της απέλασης.
Η κρεατομηχανή τη κρατικής διαχείρισης του προσφυγικού είχε ως αποτέλεσμα να μην επανενωθεί μία πενταμελής οικογένεια, της οποίας ο πατέρας και τα τρία παιδιά διέμεναν νόμιμα στη Βρετανία ενώ η μητέρα κρατούταν στο Ρέθυμνο μαζί με τους υπόλοιπους 43 πρόσφυγες. Τα τέσσερα μέλη της οικογένειας ταξίδευσαν από το Λονδίνο στην Κρήτη για να επανενωθούν με τη μητέρα, ενώ κατά τη συνάντησή τους διαδραματίστηκαν συγκινητικές στιγμές, καθώς η νεαρή κουρδικής καταγωγής γυναίκα λιποθύμησε στη θέα του συζύγου και των παιδιών της. Η επανένωση όμως ουδέποτε επετεύχθη, καθώς η μητέρα οδηγήθηκε σιδηροδέσμια μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες τα ξημερώματα της Παρασκευής 29 Σεπτεμβρίου στο Ηράκλειο με την προοπτική της απέλασης, καθώς για το ελληνικό κράτος, την κυβέρνηση και την ΕΕ οι ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες δε χωρούν στη διαχείριση του προσφυγικού ως προβλήματος.