του Γιάννη Περακάκη
1. Το ελληνικό κεφάλαιο έκανε δύο στρατηγικές επιλογές. Πρώτον, την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και μετέπειτα ΕΕ, που αποδιάρθρωσε την ελληνική οικονομία, επιδρώντας άμεσα σε πρωτογενή και δευτερογενή τομέα και δεύτερον την ένταξη στην Ευρωζώνη, δηλαδή σε έναν ενιαίο νομισματικό χώρο με μεγάλες εσωτερικές ανισορροπίες και χωρίς μεταβιβαστικές πληρωμές, που οδήγησε σε αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, με αποτέλεσμα τη διόγκωση του χρέους.
2. Η καταπολέμηση των ελλειμμάτων ήταν η κύρια μέριμνα των θεσμών και της ελληνικής ολιγαρχίας ώστε να αποπληρωθούν απρόσκοπτα τα χρέη, να αυξηθούν τα κέρδη του ξένου κεφαλαίου, να εμπεδωθεί το μοντέλο κηδεμονίας του μέσω των διεθνών οργανισμών που ελέγχει, αλλά και να διατηρήσει το ελληνικό κεφάλαιο τον ρόλο του στον διεθνή καταμερισμό με τις λιγότερες δυνατόν απώλειες.
Η επιλογή αυτή απαιτεί μόνιμη λιτότητα, δραστική μείωση του κοινωνικού κράτους, ισοπέδωση των εργασιακών δικαιωμάτων, δραματική μείωση των συντάξεων, μείωση του μισθολογικού κόστους του δημοσίου, αιματηρή υποβάθμιση της υγείας και της παιδείας. Μείωση των δαπανών του δημοσίου δηλαδή, η οποία σε συνδυασμό με τη διακηρυγμένη θέση για μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου συνοδεύεται και από εξοντωτική υπερφορολόγηση εργαζομένων και συνταξιούχων.
3. Το μέλλον για τα λαϊκά στρώματα είναι παραπάνω από δυσοίωνο. Η εξωφρενική απαίτηση για διαρκή υψηλά πλεονάσματα θα οδηγήσει σε πρωτοφανή φτώχεια, θα αναγκάσει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να πληρώσει με τα περιουσιακά του στοιχεία, ενώ η ελληνική οικονομία θα χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλό εργατικό κόστος, υψηλή ανεργία, μετανάστευση στο εξωτερικό, υποαπασχόληση και υποβάθμιση των σπουδών ώστε να αντιστοιχούν σε μια οικονομία υπηρέτη των αστικών τάξεων των μεγάλων χωρών. Όποια μορφή και να έχει η πολυπόθητη για τις εθελόδουλες κυβερνήσεις αναδιάρθρωση του χρέους, η Ελλάδα θα μετατραπεί σε χώρα υπό κηδεμονία για τις επόμενες δεκαετίες.
4. Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι κεφάλαιο και εργασία έχουν (διαχρονικά άλλωστε) εντελώς αντιδιαμετρικά συμφέροντα και όχι κοινές επιδιώξεις όπως δήλωσε πρόσφατα ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όσοι θεωρούν ότι μπορούμε να κάνουμε μονομερή ή συναινετική παύση πληρωμών του χρέους χωρίς ανοικτό πόλεμο με την ΕΕ και το ελληνικό κεφάλαιο, εθελοτυφλούν και δεν έχουν διδαχθεί τίποτα από την καταστροφική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Η υποβάθμιση του εύρους της ταξικής σύγκρουσης που απαιτείται για μια φιλολαϊκή λύση, αλλά και οι ψευδαισθήσεις περί συμμαχιών με τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης θα οδηγήσουν το λαϊκό κίνημα σε μια ακόμη ήττα.
5. Αρκεί η έξοδος από την Ευρωζώνη; Η στρατηγική της εξόδου από την ΟΝΕ θεωρεί ότι η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα θα ξαναδώσει τα εργαλεία της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, που σε συνδυασμό με μια υποτίμηση θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και συνεπώς το εμπορικό ισοζύγιο. Η πρόταση αυτή είναι όμως ελλιπής διότι αφενός μεν η συναλλαγματική υποτίμηση από μόνη της έχει βραχύβια αποτελέσματα, αφετέρου, υποτιμά τις βαθιές αλλαγές που απαιτούνται στην παραγωγική δομή της οικονομίας ώστε και να γίνει ανταγωνιστική αλλά και να πάψει να εξαρτάται από εισαγωγές ενδιάμεσων προϊόντων. Η ανασυγκρότηση της οικονομίας απαιτεί ρήτρες εξαίρεσης από την απαγόρευση επιδοτήσεων και προστατευτισμού της ΕΕ, που αποκλείεται να δοθούν διότι θα υπέσκαπταν την ίδια την ΕΕ και θα άνοιγαν την όρεξη και σε άλλες χώρες. Εν ολίγοις, ο απαραίτητος κρατικός παρεμβατισμός για την ανόρθωση της οικονομίας απαιτεί άρνηση του συμφώνου σταθερότητας, υποχρεωτικό και καθολικό οικονομικό σχεδιασμό και βιομηχανικές πολιτικές που απαγορεύονται από την Κοινή Αγορά. Ούτε όμως και το ελληνικό κεφάλαιο θα συναινέσει.
6. Η έξοδος από την ΕΕ είναι προϋπόθεση για λύση σε όφελος της εργατικής τάξης και του λαού. Δίνει τη δυνατότητα υποστήριξης άμεσων κρατικών επενδύσεων. Βασίζεται στην επανεκκίνηση της βιομηχανίας που ρημάζει σήμερα, με κρατική ιδιοκτησία και λαϊκό έλεγχο. Αυτό δεν γίνεται μέσα στην ΕΕ (ανεξάρτητα από το εάν έχουμε ευρώ ή όχι). Επίσης βασίζεται και στην αναζωογόνηση της αγροτικής παραγωγής μακριά από τις λογικές των ποσοστώσεων και των περιορισμών της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.
Συνεπώς, προτείνεται η υιοθέτηση ενός υποδείγματος αυτόκεντρης (ή αυτοδύναμης) ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ανασυγκροτηθεί μία εθνική οικονομία (και ιδιαίτερα η παραγωγική δομή της), που να έχει εσωτερική συνοχή, να λειτουργεί με κριτήριο τις δικές της ανάγκες, προσανατολισμένη στην ικανοποίηση κυρίως της εσωτερικής ζήτησης και να ακολουθήσει μία αυτοτελή εξωτερική οικονομική πολιτική. Αυτός ο στρατηγικός στόχος δεν χωρά μέσα στα πλαίσια της ΕΕ (και όχι απλά της ΟΝΕ).
Άρα το πραγματικό ερώτημα δεν είναι «εάν υπάρχουν οικονομικές δυνατότητες» για έναν άλλο δρόμο. Αντίθετα, για να υπάρξουν οικονομικές δυνατότητες πρέπει να ακολουθήσουμε έναν άλλο δρόμο που έχει αφετηρία την αποδέσμευση από την ΕΕ.