του Νίκου Μανάβη, ανταπόκριση από τη Λέσβο
Στις 3.18 το απόγευμα της Δευτέρας 12 Ιουνίου, ένα χωριό της Λέσβου, η Βρίσα, ισοπεδώθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από το σεισμό των 6,3 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Μια νέα γυναίκα καταπλακώθηκε μέσα στα χαλάσματα του σπιτιού της. Οι ζημιές στα γειτονικά χωριά Ακράσι, Λισβόρι, Βασιλικά, Σταυρός, Πολιχνίτος, Πλωμάρι και ορεινός όγκος του Πλωμαρίου ήταν περιορισμένες.
Αυτό το γεγονός επέτρεψε στις τοπικές αρχές να δράσουν γρήγορα και αποτελεσματικά σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των άμεσων ζητημάτων που δημιουργούνται μετά από μια τέτοια καταστροφή.
Η Λέσβος, όπως και τα περισσότερα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, είναι από τις πλέον σεισμογενείς περιοχές της χώρας. Ιστορικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι η Βρίσα είχε ισοπεδωθεί από ομοειδή σεισμό το 1845. Επίσης, γύρω από τη Λέσβο αλλά και πάνω στο νησί είναι καταγεγραμμένα πολλά σεισμικά ρήγματα. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι σήμερα ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει για την αντισεισμική θωράκιση του νησιού και την εκπαίδευση του πληθυσμού για το πώς πρέπει να δρα κατά τη διάρκεια και μετά από έναν καταστροφικό σεισμό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1999, που αποφασίσθηκε να γίνει προσεισμικός έλεγχος στα δημόσια κτήρια της χώρας, ως σήμερα δεν έχουν ελεγχθεί παρά μόνο το 15%. Ακόμη και σε περιοχές όπως η Λέσβος που υπάρχει μεγάλος αριθμός δημόσιων κτιρίων που έχουν χτιστεί πριν από πολλές δεκαετίες, όταν δεν είχε θεσπιστεί κανένας σύγχρονος αντισεισμικός κανονισμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι το δημοτικό σχολείο της Βρίσας κατέρρευσε ολοσχερώς. Τρομάζει κανείς στη σκέψη του τι θα είχε συμβεί ο αν σεισμός της 12ης Ιουνίου είχε γίνει μερικές ώρες νωρίτερα, όταν τα παιδιά βρίσκονταν μέσα στο σχολείο.
Εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς τι θα είχε συμβεί σε όλη τη Λέσβο αν το επίκεντρο του σεισμού δεν ήταν μέσα στη θάλασσα, 15 χιλιόμετρα από την ακτή, και ήταν σε ρήγμα εντός του νησιού.
Άλλο δείγμα έλλειψης αντισεισμικής πολιτικής είναι η ανυπαρξία γεωλογικών μελετών που προσδιορίζουν την καταλληλότητα ή μη των εδαφών για δόμηση.
Δύο ημέρες μετά το σεισμό της Δευτέρας, σε χωριά της νότιας Λέσβου, Παλαιόκηπος, Πλωμάρι και άλλα, διαδίδεται η φήμη πως επίκειται νέος μεγάλος σεισμός, που θα πραγματοποιηθεί μεταξύ 3 και 5 το απόγευμα. Εκατοντάδες άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους και τις πλατείες πιστεύοντας ότι επίκειται νέος μεγάλος σεισμός. Ο πανικός είναι έκδηλος στα πρόσωπα των κατοίκων της νότιας Λέσβου, αντίστοιχες σκηνές σε μικρότερη έκταση παρατηρούνται και στη Μυτιλήνη. Οι τοπικές αρχές αναγκάζονται να βγάλουν σειρά έκτακτων ανακοινώσεων για να καθησυχάσουν τους κατοίκους του νησιού. Η έλλειψη εκπαίδευσης και σοβαρής ενημέρωσης αποδεικνύεται για ακόμη μια φορά ότι αποτελούν εξαιρετικά μεγάλο κίνδυνο.
Αν στη Λέσβο εφαρμόζονταν ολοκληρωμένη αντισεισμική πολιτική, ίσως οι ζημιές στον οικισμό της Βρίσας να ήταν πολύ μικρότερες από αυτές που συνέβησαν στις 12 Ιουνίου. Ίσως να μην καταγραφόταν κανένα θύμα και σήμερα οι άστεγοι να ήταν πολύ λιγότεροι από τους 330 που έχουν καταγραφεί.
Η επόμενη ημέρα του σεισμού βρίσκει τους κατοίκους της Βρίσας με πίκρα να διαπιστώνουν ότι αδυνατούν να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους, καθώς τα εισοδήματά τους έχουν συρρικνωθεί σε τέτοιο βαθμού που δεν τους επιτρέπουν να κάνουν σκέψεις για την οικοδόμηση νέων κατοικιών. Το χωριό κινδυνεύει άμεσα με ερήμωση. Κάποιοι υπερήλικες λένε πως τα λίγα χρόνια ζωής που τους μένουν θα τα ζήσουν στις μικρές εξοχικές κατοικίες που διαθέτουν στον παραλιακό οικισμό των Βατερών. Οι κυβερνητικές υποσχέσεις για την παροχή δανείων δεν είναι τίποτα περισσότερα από πικρόχολο αστείο. Διότι ακόμη κι αν χορηγηθούν δάνεια, οι κάτοικοι του χωριού, πολλοί από τους οποίους είναι υπερήλικες με μεγάλα προβλήματα υγείας και πετσοκομμένες συντάξεις, αδυνατούν να τα αποπληρώσουν. Η μόνη ουσιαστική λύση που μπορεί να δοθεί για να αποκτήσει ξανά ζωή το χωριό είναι το κράτος να αναλάβει τον ανασχεδιασμό και την ανακατασκευή του. Μόνο έτσι μπορεί να ολοκληρωθεί γρήγορα και με χαμηλό κόστος η κατασκευή του οικισμού.