Η άγρια καταστολή και η ήττα των πιο πληβειακών δυνάμεων της «Αραβικής Άνοιξης» οδήγησε στην απόλυτη κυριαρχία των πιο αντιδραστικών στοιχείων, των έντονων αντιθέσεων και των άγριων ανταγωνισμών στον αραβικό κόσμο, εξοστρακίζοντας στο περιθώριο το κοινωνικό και δημοκρατικό ζήτημα. Και επιτρέποντας, παράλληλα, στις παραδοσιακές ηγεμονικές δυνάμεις της περιοχής να αναζητήσουν τη ρεβάνς απέναντι σε όσους τις αμφισβήτησαν.
του Γιώργου Παυλόπουλου
Εκτός από τη Συρία και το Ιράκ, υπάρχει και το Κατάρ! Μια από τις μοναρχίες του Κόλπου, δηλαδή, η οποία στους περισσότερους ήταν μέχρι σήμερα γνωστή κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, για τα τεράστια κοιτάσματά της σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Κοιτάσματα τα οποία διασφαλίζουν αμύθητο πλούτο στους σεΐχηδες και εμίρηδες και μέσο ετήσιο εισόδημα της τάξης των 75.000 δολαρίων σε καθέναν από τους 313.000 πολίτες της (το υψηλότερο παγκοσμίως), ενώ ταυτόχρονα την καθιστούν πόλο έλξης για ξένους εργάτες και επιστήμονες, ο αριθμός των οποίων στη χώρα ανέρχεται σήμερα σε 2,3 εκατομμύρια! Η κρίση, όμως, που έχει ξεσπάσει τις τελευταίες ημέρες με επίκεντρο το Κατάρ έρχεται να υπενθυμίσει το άλυτο κουβάρι των αντιθέσεων στη Μέση Ανατολή και τον Περσικό, ενώ αποτελεί μια ακόμη αδιαμφισβήτητη απόδειξη για την επικίνδυνη κλιμάκωση του ανταγωνισμού ανάμεσα στις παγκόσμιες και περιφερειακές υπερδυνάμεις, αλλά και για το μέγεθος της πολεμικής απειλής στην ευρύτερη γειτονιά μας.
Δεν πρόκειται, βεβαίως, για κεραυνό εν αιθρία, αλλά για μια υπόθεση με βάθος, η οποία καθημερινά προσφέρει νέα επεισόδια και δεν αποκλείεται να έχει δραματικό τέλος. Δίνει δε την ευκαιρία να φανούν κάπως πιο καθαρά οι διαχωριστικές γραμμές που υπάρχουν, μαζί φυσικά με τα συμφέροντα που τις ορίζουν.
Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι οι εξελίξεις που ακολούθησαν την επίσκεψη Τραμπ στην περιοχή είχαν καταιγιστικό ρυθμό: Λίγα 24ωρα μετά το σύνθημα του προέδρου των ΗΠΑ για τη συγκρότηση μιας ακόμη συμμαχίας προθύμων κατά της τρομοκρατίας –η οποία, όπως είναι γνωστό, επισφραγίστηκε με μια συμφωνία-μαμούθ 110 δισ. δολαρίων, με προοπτική να φτάσει τα 300 δισ., για την αγορά όπλων από τη Σαουδική Αραβία– το Ριάντ και οι σύμμαχοί του έσπευσαν να κηρύξουν τον (διπλωματικό καταρχήν) πόλεμο σε βάρος της Ντόχα, διακόπτοντας τις διπλωματικές σχέσεις και επιβάλλοντας πολιτικές-οικονομικές κυρώσεις. Παράλληλα, διαρρέουν νέες λίστες με πρόσωπα και οργανώσεις που έχουν σχέση με το Κατάρ και θεωρούνται πως διατηρούν δεσμούς με τρομομοκρατικά δίκτυα, ενώ μόλις προχθές τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν θέσπισαν εξοντωτικές ποινές σε βάρος όσων τολμούν να εκφράσουν συμπάθεια προς το Κατάρ. Από κοντά και ο οίκος αξιολόγησης S&P, που υποβάθμισε την ικανότητα δανεισμού της μοναρχίας, σφίγγοντας …προειδοποιητικά την οικονομική θηλιά στον λαιμό της.
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι και το Κατάρ κάθε άλλο παρά μοναξιά νιώθει σε αυτήν την κρίση. Κι αυτό διότι, σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει ως τώρα γνωστά, η Τουρκία αποφάσισε εσπευσμένα να ενισχύσει τις δυνάμεις της στη βάση την οποία διατηρεί στο έδαφός του από το 2014, ενώ δεσμεύτηκε να το εφοδιάζει με νερό και άλλα είδη πρώτης ανάγκης σε περίπτωση αποκλεισμού. Το Ιράν, επίσης, φέρεται να έχει στείλει επίλεκτες μονάδες των Φρουρών της Επανάστασης, οι οποίες έχουν αναλάβει τον ρόλο των «πραιτωριανών» για την προστασία του εμίρη, ενώ και η Ρωσία δήλωσε πρόθυμη να προσφέρει οικονομική στήριξη.
Η στάση των τριών αυτών χωρών προφανώς δεν είναι τυχαία και έχει τόσο γεωπολιτική όσο και οικονομική διάσταση — όπως, άλλωστε, συμβαίνει και με το απέναντι στρατόπεδο. Για του λόγου το αληθές, Μόσχα, Άγκυρα και Τεχεράνη ενεργούν πλέον συντονισμένα στις εξελίξεις στη Συρία και το Ιράκ, έχοντας συγκροτήσει τη λεγόμενη «πρωτοβουλία της Αστάνα», χωρίς τη συμμετοχή Αμερικανών και Σαουδαράβων, οι οποίοι έχουν διαφορετικά και ανταγωνιστικά σχέδια. Την ίδια στιγμή δε, οι επιχειρηματικοί-ενεργειακοί δεσμοί που έχουν αναπτύξει και οι τρεις με το Κατάρ είναι εξαιρετικά σημαντικοί.
Έτσι, οι Ρώσοι πούλησαν τον περασμένο Δεκέμβριο το 20% της μεγαλύτερης πετρελαϊκής τους εταιρίας, της Rosneft, στην κοινοπραξία της αγγλο-ολλανδικής Glencore και του κρατικού επενδυτικού ταμείου του Κατάρ. Οι Τούρκοι, από την πλευρά τους, κάνουν απίστευτες μπίζνες με τη χώρα, με την αξία των συμβολαίων που έχουν υπογράψει εκεί οι κατασκευαστικές τους εταιρίες να φτάνει τα 14 δισ. δολάρια. Όσο για τους Ιρανούς, εκμεταλλεύονται από κοινού με το Κατάρ ένα από τα μεγαλύτερα ενεργειακά κοιτάσματα παγκοσμίως. Οι συναλλαγές φτάνουν και στον (εξαιρετικά επικερδή και δημοφιλή) χώρο του ποδοσφαίρου: Όλως …τυχαίως, τα δύο επόμενα Μουντιάλ έχουν ανατεθεί στη Ρωσία (2018) και το Κατάρ (2022), με όλες τις ενδείξεις να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι προηγήθηκε ένα τρελό παζάρι με μίζες και οικονομικές συμφωνίες που διασφάλισαν τις αναγκαίες ψήφους.
Όπως είναι φανερό, τα συμφέροντα και τα λεφτά είναι τόσο πολλά, ώστε να καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την εκτόνωση της κρίσης και, πολύ περισσότερο, τον συμβιβασμό. Κάτι που σημαίνει, πολύ πρακτικά, ότι δεν αποκλείεται ακόμη και το σενάριο μιας νέας πολεμικής ανάφλεξης, η οποία είναι πολύ πιθανό να λάβει γρήγορα ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Όσο για την αιτία όλων αυτών των δραματικών εξελίξεων, δυστυχώς δεν είναι άλλη από την τροπή και το χαρακτήρα που πήρε το μεγάλο ρήγμα το οποίο δημιουργήθηκε με τη λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη» του 2011. Μέσα σε ένα κυκεώνα κοινωνικών, οικονομικών, δημοκρατικών, θρησκευτικών και εθνικών αντιθέσεων, τα όσα συνέβησαν μέσα στα επόμενα χρόνια ανέδειξαν κυρίαρχα τα πιο αντιδραστικά στοιχεία, «θάβοντας» παράλληλα τις ελπίδες για μια γενικευμένη εξέγερση η οποία στο επίκεντρό της θα είχε το κοινωνικό ζήτημα και τις λαϊκές ελευθερίες και δικαιώματα. Δίνοντας, παράλληλα, τη δυνατότητα στις αστικές τάξεις της περιοχής και στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να καταστήσουν ομήρους εκατομμύρια ανθρώπους, στην άγρια και αδυσώπητη σύγκρουσή τους για την ανακατανομή των σφαιρών επιρροής – και, βεβαίως, για την ένταση της κοινωνικής εκμετάλλευσης και βαρβαρότητας.
Ένας γύρος έκλεισε, με μία βαριά ήττα. Η υπόθεση, όμως, παραμένει ανοιχτή και οι ανάγκες επιτακτικές.