του Γιώργου Λαουτάρη
Τόσες τιμές, επισημότητα και κοσμοσυρροή «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη»;
Η λεγόμενη ισαπόστολος και αγία Ελένη, η μητέρα του βυζαντινού Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, που ονομάστηκε Μέγας, λειτουργεί συμβολικά, όπως όλα τα τιμώμενα πρόσωπα των θρησκευτικών συστημάτων. Η λειψανοθήκη με την «κάρα» και τα υπόλοιπα οστά έφτασε την προηγούμενη Κυριακή στο Αιγάλεω από τη Βενετία, όπου φυλάσσεται από τον καιρό των σταυροφοριών, και έγινε φυσικά δεκτή με τη συνοδεία στρατιωτικής μπάντας, παρόντος του Προέδρου της Δημοκρατίας. Τόσο οι ορθόδοξοι όσο και οι καθολικοί θεωρούν το ίδιο το σκήνωμα πηγή αγιασμού και βέβαια θαυματουργό. Όμως το ανθρώπινο αυτό λείψανο έχει κυρίως άλλη λειτουργία. Η μορφή της αγίας, που εκοιμήθη όπως λέγεται περίπου το έτος 335, αποσπάται από την πραγματική ιστορία, εξιδανικεύεται και εξυψώνεται ηθικά, για να νοηματοδοτήσει έπειτα μια σειρά από αντιλήψεις και δοξασίες των σύγχρονων ανθρώπων. «Ο θεός είναι το προϊόν μιας κοπιαστικής διαδικασίας αφαίρεσης», όπως γράφει και ο Ένγκελς.
Για το λόγο αυτό, στη συζήτηση για την υποδοχή του σκηνώματος της Αγίας Ελένης δεν έχει ίσως μεγάλο νόημα να υπενθυμίσουμε αυτό που επισημαίνει ο Κυριάκος Σιμόπουλος στο εμβληματικό βιβλίο του «Ο μύθος των Μεγάλων της Ιστορίας» (εκδόσεις Πιρόγα), όταν χαρακτηρίζει την Ελένη «πανούργα, ραδιούργα και ανενδοίαστη», μεταφέροντας το σχόλιο του Επισκόπου Αντιοχείας Ευστάθιου ότι ο Χριστός «την περιμάζεψε από την κοπριά και την ανέβασε στο θρόνο». Ούτε βέβαια να σταθούμε στο γεγονός ότι ανάρρηση των βυζαντινών αυτοκρατόρων στην εξουσία συνοδευόταν από εκτεταμένες αιματοχυσίες, μια μοίρα που δεν απέφυγε βέβαια ο Κωνσταντίνος, ο οποίος στέφθηκε μονοκράτορας μόνο αφού επικράτησε σε έναν 18ετή εμφύλιο πόλεμο.
Η θρησκεία ως «απατηλός ήλιος» που περιστρέφεται γύρω από τον άνθρωπο, κατά την όμορφη διατύπωση του Μαρξ, σχετικοποιεί τα πάντα, παραμορφώνει την αλήθεια και σερβίρει στο πιστό πλήθος μια ερμηνεία της πραγματικότητας που τις περισσότερες φορές τείνει προς τη συντήρηση της κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Έτσι και στην περίπτωση της Αγίας Ελένης, η παρουσία της στην Αθήνα έδωσε το έναυσμα για μια πραγματικά απροσδόκητη εξύμνηση του ευρωπαϊκού ιδεώδους. «Οι Ισαπόστολοι Κωνσταντίνος και Ελένη έθεσαν και τις βάσεις του τρίτου πυλώνα του Πολιτισμού μας, ήτοι του Ευρωπαϊκού και, γενικότερα, του Δυτικού Πολιτισμού», ανέλυσε εμβριθώς ο Προκόπης Παυλόπουλος, στην ομιλία του μπροστά από το σκήνωμα, αναφερόμενος στο Διάταγμα των Μεδιολάνων που διακήρυξε την ανεξιθρησκεία. Και ο επίσκοπος Φαναρίου Αγαθάγγελος, γενικός διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, που ζήτησε από το Βατικανό το δανεισμό του λειψάνου, δήλωσε μεταξύ άλλων ότι η δράση των Κωνσταντίνου και Ελένης «προσδιόρισαν το περιεχόμενο της παγκόσμιας ιστορίας κατά τρόπο μοναδικό», συμπληρώνοντας ότι «χωρίς αυτά η Ευρώπη δεν θα είχε συγκεκριμένη πνευματική κληρονομιά».