Δύο εβδομάδες μετά την ορκωμοσία του, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ καταγράφει χαμηλότερα ποσοστά δημοφιλίας από σχεδόν όλους τους προκατόχους του, που μετά βίας φτάνουν το 50%. Κι όμως, όσο οι αντίπαλοί του οργίζονται και ορκίζονται να πάρουν ρεβάνς και να τον υπονομεύσουν, οι υποστηρικτές του «χαλυβδώνονται» από την επιθετική πολιτική του, ελπίζοντας σε απτά οφέλη. Το ρήγμα βαθαίνει, σε όλα τα επίπεδα.
του Γιώργου Παυλόπουλου
Οι μαζικές διαδηλώσεις και οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά του Ντόναλντ Τραμπ συνεχίζονται, με αφορμή το διάταγμα που υπέγραψε για το κλείσιμο των συνόρων στους πολίτες επτά χωρών του ισλαμικού κόσμου, το «πάγωμα» κάθε διαδικασίας υποδοχής προσφύγων και το χτίσιμο του τείχους στα σύνορα με το Μεξικό — ένα έργο στο οποίο, για να μην …ξεχνιόμαστε, ως βασικός ανάδοχος επελέγη μια ισραηλινή εταιρία, η οποία προφανώς διαθέτει τη σχετική τεχνογνωσία. Αυτή τη φορά, επίκεντρο έγιναν τα αεροδρόμια της χώρας, σε αρκετά από τα οποία οργανώθηκαν συγκεντρώσεις από τη στιγμή που έγινε γνωστό ότι είχε απαγορευτεί η είσοδος στις ΗΠΑ σε εκατοντάδες ανθρώπους, ακόμη και σε περιπτώσεις που εργάζονταν στο έδαφός τους ή έρχονταν για να επισκεφθούν τις οικογένειές τους.
Ακόμη και ο Μπαράκ Ομπάμα έκανε, δια του εκπροσώπου του, την πρώτη δημόσια παρέμβαση μετά την αποχώρησή του από τον Λευκό Οίκο. Γεγονός που είναι επίσης πρωτόγνωρο για τις ΗΠΑ, πολύ δε περισσότερο που ο τέως πρόεδρος ουσιαστικά κάλεσε τους συμπολίτες του να συνεχίσουν να διαδηλώνουν κατά του διαδόχου του — μην αφήνοντας, έτσι, καμία αμφιβολία για τον «εμφύλιο» που διεξάγεται στη χώρα.
Για του λόγου το αληθές, αξίζει να σημειωθεί ότι τα πρώτα μέτρα του νέου προέδρου προκαλούν έντονες αντιδράσεις όχι μόνο στην κοινωνία, αλλά και στις τάξεις των μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων, όπως φαίνεται και από τις επιθετικές δημόσιες δηλώσεις καταδίκης του επίμαχου διατάγματος. Για του λόγου το αληθές, την περασμένη Δευτέρα, οι επικεφαλής των περισσότερων «γιγάντων» του κλάδου της τεχνολογίας, όπως Άπλ, Μάικροσοφτ, Φέισμπουκ, Γκουγκλ και άλλες, αποδοκίμασαν τα μέτρα Τραμπ, τονίζοντας ότι θα αναλάβουν δράση τόσο για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειές τους όσο και για να τα ακυρώσουν. Πράγματι, τις επόμενες ημέρες, εκπρόσωποί τους συναντήθηκαν προκειμένου να καταθέσουν αγωγή — ενώ την ίδια στιγμή, σε ανάλογες κινήσεις προχωρούσαν τουλάχιστον τρεις πολιτείες (Μασαχουσέτη, Νέα Υόρκη, Βιρτζίνια και Ουάσινγκτον), αλλά και η πόλη του Σαν Φρανσίσκο.
Γιατί, όμως, η Κοιλάδα της Σιλικόνης βρέθηκε στα κάγκελα κατά του Τραμπ και του «πολέμου» που κηρύσσει αφενός στους μετανάστες και, αφετέρου, σε ορισμένους από τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους των Ηνωμένων Πολιτειών; Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι η ίδια με εκείνη που δόθηκε στην απορία η οποία είχε εκφραστεί προεκλογικά και αφορούσε τον λόγο για τον οποίο οι επιχειρήσεις αυτού του κλάδου διοχέτευσαν σχεδόν κατά 100% τις ενισχύσεις τους προς το στρατόπεδο της Χίλαρι Κλίντον: Καθώς κυριαρχούν στις διεθνείς αγορές και την παγκόσμια «ψηφιακή επανάσταση» στην παραγωγική διαδικασία, είναι φυσικό να τρέμουν ότι η ένταση του ανταγωνισμού, του προστατευτισμού και, πολύ περισσότερο, το ξέσπασμα ενός εμπορικού πολέμου είναι πολύ πιθανό να τους τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια.
Αυτός είναι και ο λόγος που ώθησε και πασίγνωστες εταιρίες από άλλους κλάδους να υιοθετήσουν ανάλογη στάση -και όχι, φυσικά, ο πόνος που τους έπιασε για τους πρόσφυγες και η ανάγκη να επιδείξουν αλληλεγγύη προς αυτούς τους οποίους εκμεταλλεύονται άγρια για να παράγουν τα προϊόντα τους. Ας μην λησμονούμε, άλλωστε, ότι ανάμεσά τους βρίσκεται η «σεσημασμένη» για τις πρακτικές της και την εκμετάλλευση ανήλικων παιδιών Νάικ, καθώς και η αλυσίδα των Στάρμπακς, η οποία μάλιστα ανακοίνωσε πρόγραμμα για την πρόσληψη 5.000 προσφύγων στα καταστήματά της σε διάφορες χώρες — προφανώς, με μισθούς πείνας, που θα μοιάζουν με φιλοδωρήματα.
Έτσι, στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η Φορντ, η οποία αποκομίζει τεράστια έσοδα και κέρδη από τις πωλήσεις της εκτός ΗΠΑ, ο κυρίαρχος στον χώρο των μπαταριών Τέσλα, η Ούμπερ που στηρίζεται στην εργασία των μεταναστών, αλλά και η «βασίλισσα» της Γουόλ Στριτ, η Γκόλντμαν Σακς, η οποία δεν θέλει με τίποτα να δει να υψώνονται τείχη στην ανεξέλεγκτη ουσιαστικά δράση της σε όλο τον πλανήτη. Πρέπει, ωστόσο, να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν βρίσκεται το σύνολο των αμερικανικών επιχειρήσεων απέναντι στον Τραμπ -για την ακρίβεια, υπάρχει μια σημαντική μερίδα η οποία όχι απλώς τηρεί στάση ανοχής, αλλά τον στηρίζει, έστω και όχι ανοιχτά για την ώρα.
Τα μεγαθήρια του ασφαλιστικού κλάδου, για παράδειγμα, γνωρίζουν ότι η προωθούμενη κατάργηση του συστήματος υγείας του Ομπάμα σημαίνει έκρηξη των εσόδων και των κερδών τους. Οι πετρελαιάδες τρίβουν τα χέρια τους με την κατάργηση του συνόλου σχεδόν των περιβαλλοντικών περιορισμών, που συνεπάγεται αφενός την επιτάχυνση της εκμετάλλευσης των πλούσιων κοιτασμάτων που βρίσκονται εγκλωβισμένα σε περίπλοκα σχιστολιθικά πετρώματα και κάτω από τους πάγους της Αρκτικής και, αφετέρου, την κατασκευή όλων των αγωγών που είχαν «κολλήσει» επειδή περνούν μέσα από προστατευόμενες ζώνες. Οι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, επίσης, εκτιμούν ότι τα προστατευτικά μέτρα θα τις βοηθήσουν να αντέξουν στο περιβάλλον του σκληρού ανταγωνισμού. Και όλοι μαζί, υποδέχονται με ενθουσιασμό την προαναγγελθείσα μείωση της φορολογίας και του εργατικού κόστους, που θα συμβάλει στη δημιουργία συνθηκών …Μεξικού και Κίνας στην αμερικανική αγορά εργασίας.
Τέλος, αλλά όχι τελευταίο σε σημασία, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι εκτός από την Αμερική που ξεχύνεται στους δρόμους κατά του Τραμπ και βάζει φωτιά στο Μπέρκλεϊ και τις αστερόεσσες, εκτός από την Καλιφόρνια και τη Νέα Υόρκη όπου η Κλίντον έλαβε αστρονομικά ποσοστά στις εκλογές, υπάρχει και η «βαθιά Αμερική». Η Αμερική του ρατσιστικού Νότου και των μεσοδυτικών πολιτειών του βιομηχανικού προλεταριάτου, η οποία βλέπει τον Τραμπ να υλοποιεί έστω και μέρος αυτών που είχε υποσχεθεί, κάτι που αποτυπώνεται και στα μαζικά σχόλια υπέρ του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ίσως γι’ αυτό, το κατεστημένο των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων), παρ’ ότι μισεί τον Τραμπ, επισήμως στηρίζει το σύνολο των διαταγμάτων που έχει ανακοινώσει μέχρι σήμερα.
«Θερμά επεισόδια»
ανάμεσα σε ΗΠΑ-ΕΕ
ΔΙΧΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Ένα όνομα πλανιόταν την Παρασκευή πάνω από τους διαδρόμους και την αίθουσα συνεδριάσεων της άτυπης συνόδου κορυφής των «27»: Ντόναλντ Τραμπ. Για την ακρίβεια, ο νέος πρόεδρος κυριάρχησε ολόκληρη την εβδομάδα, τόσο στις δηλώσεις διάφορων αξιωματούχων όσο και στην επιστολή-πρόσκληση του Ντόναλντ Τουσκ για τη σύνοδο της Μάλτας. Εκεί, δηλαδή, όπου ο πρόεδρος της ΕΕ χαρακτήρισε ουσιαστικά τις ΗΠΑ του Τραμπ ως ισοδύναμη απειλή για την Ευρώπη με την Κίνα, τη Ρωσία, τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή και τους …τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους!
Η αιτία δεν είναι άλλη από τον «πόλεμο» που μοιάζει έτοιμος να κηρύξει ο Τραμπ στην ΕΕ και κυρίως τη Γερμανία, θέτοντας στο στόχαστρό του τις επιχειρήσεις οι οποίες, όπως ισχυρίζεται, αποκομίζουν τεράστια κέρδη στην αγορά της χώρας του σε βάρος των αμερικανών εργαζομένων. Η νέα αφορμή που δόθηκε στον Τραμπ και τους συνεργάτες του για να εξαπολύσουν τα βέλη τους ήταν τα στοιχεία που αποτύπωσαν το πλεόνασμα-ρεκόρ που κατέγραψε η Γερμανία για το 2016, συμβάλλοντας έτσι στο να διογκωθεί περαιτέρω το έλλειμμα των ΗΠΑ. Η αιτία, όμως, βρίσκεται βαθύτερα και στον ανταγωνισμό ανάμεσα στις δύο οικονομικές «υπερδυνάμεις» της Δύσης που διαπιστώνουν πλέον ότι, καθώς η κρίση συνεχίζεται, η «πίτα» δεν αρκεί -ειδικά καθώς οι νέοι «παίκτες», με πρώτη και καλύτερη την Κίνα, διεκδικούν δυναμικά το δικό τους μερίδιο.
Το ερώτημα που τίθεται εδώ, βεβαίως, είναι κατά πόσο το Βερολίνο έχει τη διάθεση και τη δυνατότητα να σηκώσει το γάντι και να απαντήσει στις επιθέσεις του Τραμπ. Και πριν το απαντήσουμε, οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι η κατά τα άλλα παντοδύναμη Γερμανία έχει να λύσει πολλά και σημαντικά προβλήματα προτού σηκώσει το όπλο της. Ένα από αυτά, ίσως το κυρίαρχο σήμερα, είναι να αποφασίσει τι θα κάνει με την ΕΕ, όπου οι φυγόκεντρες τάσεις πληθαίνουν και εντείνονται (παρά τις εκκλήσεις για ενότητα απέναντι στην απειλή Τραμπ), αλλά και στο εσωτερικό της. Εκεί, δηλαδή, όπου καθώς πλησιάζουν οι εκλογές, μοιάζουν να διαμορφώνονται στους κόλπους της αστικής τάξης και να συγκρούονται δύο γραμμές.
Η μία αποτυπώνεται στη σκληρή γραμμή Σόιμπλε, ο οποίος μοιάζει να απαιτεί ξεκαθάρισμα λογαριασμών εδώ και τώρα, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξηλωθεί ένα τμήμα του πουλόβερ. Η άλλη αποτυπώνεται στην επιλογή του Σουλτς ως αντιπάλου της Μέρκελ, ο οποίος μοιάζει να εκφράζει διάθεση μερικών υποχωρήσεων και συμβιβασμού, προκειμένου να παραμείνει περίπου ως έχει το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα».
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι ο διχασμός στο εσωτερικό της Γερμανίας δεν είναι -για την ώρα- τόσο έντονος και βίαιος όσο στις ΗΠΑ. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να αποκλείσει ότι θα αποκτήσει τέτοια χαρακτηριστικά, ειδικά μετά τις εκλογές στην Ολλανδία και, κυρίως, τη Γαλλία.