Ανακοίνωση του Γραφείου της ΠΕ της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης για τις διεθνείς εξελίξεις.
1. Ο σύγχρονος καπιταλισμός βρίσκεται σε μια οριακή καμπή, η οποία ήδη πυροδοτεί σειρά εξελίξεων σε όλα τα επίπεδα, τροφοδοτώντας κρισιακά φαινόμενα, οικονομική αβεβαιότητα, τριγμούς στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς.
Στο πλαίσιο αυτό ξεχωρίζουν δύο βασικές αλληλένδετες εξελίξεις που καταλήγουν αφενός στην ένταση της επίθεσης στην εργατική τάξη, την όξυνση του κοινωνικού ζητήματος και αφετέρου σε πρωτοφανή επίθεση σε κατακτημένες ελευθερίες.
α. Όξυνση ενδοκαπιταλιστικών- ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, ακόμη και εντός των ίδιων στρατοπέδων και συμμαχιών. Μαζί με την κήρυξη ανοιχτού οικονομικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας, αναπτύσσονται αντιθέσεις ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΕ και ανάμεσα στα κράτη της ΕΕ, τόσο σε ότι αφορά τους δασμούς, όσο και σε σχέση με την Ουκρανία, τη στάση απέναντι στη Ρωσία. Ο πόλεμος δασμών – αντιδασμών, με συνέπειες τα σημάδια στασιμοπληθωρισμού στις ΗΠΑ, η αναθεώρηση προς τα κάτω των προβλέψεων για ανάπτυξη ΗΠΑ, ΕΕ, Κίνας, η αποδυνάμωση του δολαρίου ως αποθεματικό νόμισμα, εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο.
β. Στροφή προς την «πολεμική οικονομία» και ρητορική, γενικά και ειδικά στην ΕΕ που μέσω του Rearm Europe επιδιώκει να ανατάξει την οικονομική στασιμότητά της (και ύφεση σε Γερμανία).
2.Κατά την εκτίμησή μας, τα παραπάνω δεν σχετίζονται μόνο και κυρίως με αυθαίρετες «επιλογές Τραμπ», όσο και αν δεν πρέπει να υποτιμάται ο ρόλος ειδικά των ηγετών ισχυρών οικονομιών και κρατών. Το πεδίο εντός του οποίου παροξύνονται οι αντιθέσεις και αντιφάσεις του ολοκληρωτικού καπιταλισμού έχει ιστορικό και κοινωνικό βάθος, που υπερβαίνει την τρέχουσα περίοδο. Πρόκειται, ακριβώς, για την εκδήλωση στοιχείων κρίσης του, που σχετίζονται με τις εγγενείς αντιφάσεις που καθόρισαν την διαμόρφωσή του (πέρασμα σε αυτόν από το προηγούμενο στάδιο/βαθμίδα του μονοπωλιακού καπιταλισμού) και την εξέλιξή του.
Ξεχωρίζουν οι αντιφάσεις του κεφαλαίου στην διαδικασία παραγωγής, ανταλλαγής και διανομής. Από τη μια, αναζήτηση ταχύτατης ανάπτυξης και ενσωμάτωσης νέων τεχνολογιών για αύξηση της σχετικής υπεραξίας, από την άλλη, αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και τάση για πτώση του ποσοστού κέδρους. Η ίδια η συζήτηση για τη λεγόμενη «τεχνητή νοημοσύνη» αποδεικνύεται ως «ρόπαλο με δύο άκρες». Από τη μια, αναζήτηση τόπων φτηνής εργασίας για μείωση του κόστους παραγωγής και ανάταξη κερδών, από την άλλη, (αντικειμενική) υποβοήθηση νέων περιφερειακών καπιταλιστικών κέντρων που ορθώνονται από ένα σημείο και πέρα ως ανταγωνιστικά.
Η ηγεμονική θέση των πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων (ΠΠΜ) στη διεθνή οικονομία, μαζί και η συγκρότηση των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων, από τη μια αποτελούν αιχμές ισχύος και κυριαρχίας των ΗΠΑ και άλλων ισχυρών καπιταλιστικών κρατών (ως εθνικές βάσεις), από την άλλη περιπλέκουν, σχετικοποιούν ή/και ακυρώνουν τις δυνατότητες και επιλογές για προσωρινή έστω «επιστροφή στην εθνική βάση».
Γενικότερα, ενώ η μετάβαση από τον μονοπωλιακό καπιταλισμό στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, φιλοδοξούσε – μεταξύ των άλλων- να σταθεροποιήσει παλιότερους και να δημιουργήσει νέους υπερεθνικούς μηχανισμούς του κεφαλαίου (ΠΟΕ, περιφερειακές ολοκληρώσεις ή σύμφωνα ανταλλαγών και άλλα) σε ρόλο προστατών του «ελεύθερου εμπορίου» σε διεθνή βάση, το αδιέξοδο αυτών των θεσμίσεων σήμερα πολλαπλασιάζει τη τάση του διεθνούς ανταγωνισμού.
Ειδικότερα, η σχετική υποχώρηση του αμερικάνικου καπιταλισμού, παρά τη στρατιωτική και πολιτική υπεροπλία του, δυναμώνει τις τάσεις απώλειας της ηγεμονίας/κυριαρχίας. Ως αποτέλεσμα οδηγείται σε κρίσιμες αναπροσαρμογές στρατηγικής για τον επόμενο γύρο θανατηφόρου ανταγωνισμού. Με την ματιά πρωτίστως στην καπιταλιστική Κίνα που διεκδικεί να οδηγήσει ηγεμονικά τον επόμενο γύρω καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι ΗΠΑ επιχειρούν μια ξεχωριστή δική τους ισχυροποίηση σε όλα τα πεδία, τοποθετώντας σε νέα βάση ακόμη και την ως τώρα ευρωατλαντική συμμαχία της «Δύσης», στο πλαίσιο ΝΑΤΟ και ΕΕ.
Από την άλλη, η σημερινή κλιμάκωση του ανταγωνισμού και των κρισιακών φαινομένων σχετίζεται με την οικονομική καχεξία της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, την πτωτική τάση των ποσοστών κερδών και αδυναμία τοποθέτησης συσσωρευμένου κεφαλαίου. Το ΔΝΤ αναμένει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα ανέλθει στο 2,8% φέτος, ποσοστό αναθεωρημένο προς τα κάτω κατά 0,5% σε σύγκριση με την προηγούμενη εκτίμηση, τον Ιανουάριο. Ο κίνδυνος ύφεσης έχει αυξηθεί σημαντικά, τόσο για την παγκόσμια οικονομία όσο και για τις ΗΠΑ ειδικότερα, αλλά και σταθερά για τη Γερμανία και την ΕΕ, όπου η ανάπτυξη της οικονομίας αναθεωρήθηκε προς τα κάτω κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες και αναμένεται να φτάσει το 0,8%. Το ΔΝΤ προβλέπει μηδενική ανάπτυξη για τη Γερμανία, 0,6% για τη Γαλλία και 0,4% για την Ιταλία (αντίστοιχη μείωση 0,2 και 0,3 σε σχέση με τις προβλέψεις του Ιανουαρίου). Η Κίνα, η οποία αποτελεί τον βασικό στόχο των δασμών του προέδρου Τραμπ, ενδέχεται να καταγράψει τη χαμηλότερη ανάπτυξη από το 1990, μόλις 4%. Και εδώ, το ΔΝΤ έχει αναθεωρήσει προς τα κάτω την προηγούμενη πρόβλεψή του.
Στο πλαίσιο αυτό, η επιβολή ή/και απειλή επιβολής δασμών, όπως τελικά αποκρυσταλλωθεί, έχει διπλό στόχο: Αφενός να «προστατεύσει» την οικονομία των ΗΠΑ, πλήττοντας ταυτόχρονα τις ανταγωνιστικές οικονομίες και κυρίως της Κίνας και δίνοντας κίνητρα για μια ορισμένη επιστροφή επιχειρήσεων στις ΗΠΑ (συζητήσιμο έως αδύνατο προοπτικά) και αφετέρου να χρηματοδοτήσει (μέσω δασμών/φόρων και ανόδου του τιμών) ένα νέο γύρο εσωτερικής ανασυγκρότησης του καπιταλισμού με απαλλαγή φόρων στην αστική τάξη και περαιτέρω απο-μείωσης κάθε είδους κοινωνικών πολιτικών.
Συμπερασματικά, η επιβολή κύματος δασμών από την κυβέρνηση Τραμπ (και τις παλινωδίες που ακολούθησαν), εμπεριέχει ταυτόχρονα δύο πλευρές:
Δεύτερο, συνιστά ταυτόχρονα επιθετική, τυχοδιωκτική πολιτική με την επιδίωξη να δείξουν οι ΗΠΑ ότι έχουν την ισχύ να απειλήσουν και να πλασαριστούν στην επόμενη φάση ως ισχυρό κέντρο ισχύος, κόβοντας σε κάποιο βαθμό προς το παρόν ορισμένα «βαρίδια» στήριξης των συμμάχων τους.
3. Οι ΗΠΑ με την επιβολή δασμών, πρωτίστως θέλουν να πλήξουν την Κίνα που είναι η μεγάλη απειλή για αυτές, αναγκαστικά όμως -για να την πλήξουν- πρέπει να τα βάλουν με όλους, με διαφορετικό τρόπο. Έτσι εκβιάζουν χώρες με παρουσία Κινεζικών Επενδύσεων στο Νότο, για να μη λειτουργήσουν σαν bypass για Κινεζικές εξαγωγές, αλλά πιέζουν και την ΕΕ (και ειδικά τη Γερμανία), λόγω του εμπορικού ελλείμματος που έχουν με αυτήν, αλλά και την αλληλεξάρτηση που έχει με Κίνα. Για την επιβολή της γενικότερης πολιτικής τους επιχειρούν ένα συνδυασμό διμερών διαπραγματεύσεων με διάφορα δέλεαρ (πχ για αποσύνδεση του Βιετνάμ από την Κίνα, αξιοποίηση της Ινδίας στο πλαίσιο των BRICS) και ιταμών απαιτήσεων (Γροιλανδία, διώρυγα Παναμά, κρίσιμα μέταλλα Ουκρανίας κλπ).
Τα μέτρα θα έχουν αντιφατικά και ίσως απρόοπτα αποτελέσματα. Πλήττονται αμερικάνικες πολυεθνικές στο εξωτερικό. Για παράδειγμα η Apple μόνο το 2% του κόστους πληρώνει σε κόστος παραγωγής στην Κίνα, ενώ έχει 58% περιθώρια κέρδους που πραγματώνεται στη συνολική αλυσίδα διακίνησης των προϊόντων της. Επίσης, πλήττονται βιομηχανίες στις ΗΠΑ, λόγω δασμών στα ανταλλακτικά. Ο κλονισμός στην αγορά ομολόγων απείλησε την ευστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος με κίνδυνο να οδηγήσει σε μεγάλη κρίση. Ενώ στόχος είναι η προσέλκυση αμερικανικών και άλλων επιχειρήσεων στις ΗΠΑ, δημιουργείται επενδυτική αβεβαιότητα και απραξία, ενώ δυναμώνει η αίσθηση ότι οι ΗΠΑ και το δολάριο δεν είναι ασφαλείς προορισμοί. Δύσκολα μπορεί να υπάρξει βιομηχανική άνθιση με παράλληλο κυνήγι (φθηνών) μεταναστών εργατών. Η άνοδος τιμών όλων των προϊόντων και του κόστους παραγωγής δυναμώνει πληθωριστικές πιέσεις. Τα μέτρα θα προκαλέσουν προβλήματα σε οικονομίες άλλων χωρών, αλλά το ερώτημα είναι πάντα ποιος θα «πονέσει» περισσότερο. Οι εξαγωγές της Κίνας στις ΗΠΑ αποτελούν το 3% του ΑΕΠ της, ενώ την ίδια στιγμή η Κίνα έχει το 35% της παγκόσμιας μεταποίησης και οι ΗΠΑ το 13%.
4. Οι αναπροσαρμογές αυτές αναμφίβολα πλήττουν την «εικόνα» των ΗΠΑ στα μάτια εχθρών και φίλων της. Το δέος ή/και ο θαυμασμός για τη χώρα της απόλυτης ιμπεριαλιστικής ισχύος και των «μεγάλων ευκαιριών», θρυμματίζονται. Τα μέτρα των δασμών αντιστοιχούν σε αδύναμες οικονομίες, αντιφατικών ως προς τα αποτελέσματά τους για το ίδιο το κεφάλαιο, συνεπώς από μια άποψη ενδέχεται να οδηγήσουν σε νέα κρίση ή και πόλεμο. Ταυτόχρονα συνοδεύονται από μισανθρωπιστικές, ρατσιστικές αποφάσεις (βλέπε πογκρόμ απελάσεων) και οπισθοδρομικά σινιάλα και μέτρα (με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον πόλεμο κατά της παιδείας/πανεπιστημίων, το θέμα των εκτρώσεων και άλλα). Η ρητορική Τραμπ συνιστά και κάποια γελοιοποίηση για τις ΗΠΑ. Από ποιον αλήθεια «απελευθερώθηκαν» οι ΗΠΑ στις 2 Απρίλη (γιορτάστηκε στις ΗΠΑ ως τέτοια μέρα φέτος); Αποτελεί πλήρη αντιστροφή της ιστορικής αλήθειας τα περί αποτίναξης της τυραννίας από το… Μπαγκλαντές, το Βιετνάμ ή το Λεσόθο(!). Την «αποβιομηχάνιση» των ΗΠΑ δεν την επέβαλε η Κίνα ούτε κανείς άλλος με «πονηριά». Αντίθετα, είναι οι αμερικάνικες πολυεθνικές εταιρείες που έφυγαν (ορισμένες) από αυτήν για προορισμούς με χαμηλότερα εργατικά κόστη και μεγαλύτερο κέρδος.
5.Η κυβέρνηση Τραμπ καταριέται αλλά και κηρύσσει το τέλος της «παγκοσμιοποίησης». Στην ουσία αναφέρεται σε όλες τις μεταπολεμικές ρυθμίσεις από μεριάς των ηγεμονικών καπιταλιστικών χωρών που τοποθετούσαν τις ΗΠΑ σε ηγετικό ρόλο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Όχι μόνο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, αλλά και του πλαισίου που έθετε η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT), του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Ήταν αυτές που απογείωσαν τη δυνατότητα των ΗΠΑ και του πολυεθνικού κεφαλαίου για ιμπεριαλιστική ληστεία και διπλή καπιταλιστική εκμετάλλευση των πιο αδύνατων οικονομιών και κυρίως των εργατικών τάξεων και λαών σε όλο τον κόσμο. Οι άλυτες αντιφάσεις του υπερώριμου ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας, «αντιστρέφουν» σε ένα βαθμό τους όρους του παγκόσμιου παιχνιδιού. Η βίαιη (με όρους πολιτικού, οικονομικού εκβιασμού, αλλά και πολέμων) επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων σε όλο τον κόσμο, γέννησε και τις προϋποθέσεις για ανάδυση νέων καπιταλιστικών κέντρων. Κατά τον ίδιο τρόπο που «τα πόδια γύρισαν να χτυπήσουν το κεφάλι» στην περίπτωση των πρώην αποικιών ΗΠΑ έναντι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας εκθρονίζοντας την, είναι οι ΗΠΑ που σήμερα απειλούνται όχι μόνο από την ανερχόμενη οικονομική, βιομηχανική υπερδύναμη Κίνα, αλλά και από φίλιες καπιταλιστικές χώρες όπως η Ινδία ή η Σαουδική Αραβία. Το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί. Είναι η άλλη όψη της κυριαρχίας του δολαρίου ως βασικού αποθεματικού νομίσματος. Αλλά και το εσωτερικό χρέος είναι η άλλη όψη της ακραίας καπιταλιστικοποίησης των πάντων και της «ιδιωτικοποποίησης» της δημόσιας κρατικής διοίκησης: Το κράτος δεν επιβάλει (αλλά μειώνει διαρκώς) φόρους στην αστική τάξη και όταν ξεμένει από χρήματα …δανείζεται από αυτήν, αυξάνοντας έτσι και την δομική «εξάρτησή» του ακριβώς από το μεγάλο κεφάλαιο.
6. Ο Τραμπ δεν πρόκειται να σταματήσει καμιά «παγκοσμιοποίηση». Διότι τέτοια «παγκοσμιοποίηση»-με την έννοια της σταδιακής δήθεν διαμόρφωσης μιας αρμονικής παγκόσμιας οικονομίας όπου «όλοι κερδίζουν στο πλαίσιο της αγοράς, ο καθένας με το συγκριτικό πλεονέκτημά του»- απλούστατα δεν υπήρξε ποτέ. Αντίθετα, είναι βέβαιο ότι ο αμερικάνικος καπιταλισμός, όπως και ο ευρωπαϊκός ή αυτός της Κίνας δεν μπορούν να καταργήσουν τον απόλυτο «νόμο» του καπιταλισμού, να αναζητά πάντα το κεφάλαιο, μετά από ένα ορισμένο επίπεδο εθνικής, εσωτερικής συσσώρευσης, τη διεθνή του έξοδο και επέκταση στη μορφή εμπορευμάτων, χρηματοοικονομικών ροών ή επενδύσεων, αναζητώντας κέρδη αλλά και αντιρρόπηση της τάσης για πτώση του ποσοστού κέρδους. Το έλλειμμα (αγαθών) των ΗΠΑ δεν μπορεί εύκολα να αντιμετωπιστεί, καθώς τμήματα της μεταποίησης μετακόμισαν προ πολλού προς την Ασία, το Μεξικό και αλλού, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις και για τεχνολογική άνοδο, οικονομική ανάπτυξη και αύξηση ισχύος στους τόπους προορισμού. Η διεθνική «έξοδος» του κεφαλαίου ωστόσο ή αλλιώς η τάση για καπιταλιστική διεθνοποίηση, ακριβώς επειδή συντελείται ταυτόχρονα (αν και με διαφορετικούς όρους) για τα ξεχωριστά εθνικά κεφάλαια, είναι εξ ορισμού ανταγωνιστική, σε ένα πλαίσιο όπου οι επιτυχίες κάθε πλευράς, συνιστούν απώλειες για άλλες και κάθε άλλο παρά υπάρχει χώρος αρμονικής συνύπαρξης για όλους.
7. Το πιο σημαντικό ωστόσο, είναι ότι ο κοινός παρονομαστής των αποτελεσμάτων της όξυνσης του ενδο-καπιταλιστικού ανταγωνισμού, είναι η αύξηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης τόσο στις «κερδισμένες» όσο και τις «χαμένες» καπιταλιστικές οικονομίες και χώρες. Διότι τελικά το περίφημο «συγκριτικό πλεονέκτημα» μετριέται απόλυτα και σε όλες τις περιπτώσεις με την ικανότητα αφενός της συμπίεσης των εργατικών μισθών στο εσωτερικό των χωρών και αφετέρου με την περιστολή των εργατικών και λαϊκών ελευθεριών, του δικαιώματος στην οργάνωση, την αντίσταση, την επαναστατική πάλη
8. Παρά την προσωρινή ανισορροπία στο πλαίσιο του οξύτατου ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, της υποχώρησης των ΗΠΑ και γενικά του ευρω-ατλαντικού καπιταλιστικού μπλοκ, όπως ήταν μύθος η πορεία προς μια ήρεμη «παγκοσμιοποίηση», είναι και μύθος ότι μέσω της ανόδου του ρόλου Κίνας και BRICS η ανθρωπότητα βαδίζει προς κάποιο πολυπολικό κόσμο που θα χωράει περισσότερους «παίκτες». Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει ούτε ειρηνικά, ούτε μόνιμα. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, αλλά και η τάση για (πολεμική τελικά) διαμόρφωση μιας ξεκάθαρης ιεραρχίας οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος (με ανάδειξη κυρίαρχου ηγεμόνα), αποτελεί «νόμο» του καπιταλισμού, αλλά και τη θεμέλια βάση του κινδύνου του πολέμου που αναγεννάται διαρκώς εντός του.
9. Η σύμμαχος των ΗΠΑ Ευρωπαϊκή Ένωση, παρακολουθεί τις εξελίξεις από θέσεις αδυναμίας, με ορατά ήδη τα σημάδια της οικονομικής στασιμότητας ή και ύφεσης, ειδικά στον ανεπτυγμένο πυρήνα της (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία). Επιχειρεί να ξεφύγει από την υπαρξιακή απειλή με πρωτοφανή στροφή προς την «πολεμική οικονομία». Διατυπώνεται ανοιχτά η πρόθεση για ανοιχτή, άμεση εμπλοκή στην Ουκρανία. Η ακροδεξιά στις βασικές χώρες της ΕΕ θέτει περισσότερο από ποτέ την ατζέντα στο σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων σε όλα τα θέματα. Δεν επιβεβαιώνεται ο ισχυρισμός ότι η στροφή προς την πολεμική οικονομία, είναι «αναγκαστική», λόγω του κινδύνου να αρθεί η υποστήριξη των ΗΠΑ προς το ακροδεξιό καθεστώς Ζελένσκι στην Ουκρανία ή εξαιτίας της αφαίρεσης της «προστατευτικής ομπρέλας» των ΗΠΑ στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Παρά την σημασία αυτών των παραμέτρων, η ΕΕ έχει και την δική της αυτοτελή στρατηγική προς αυτή την κατεύθυνση, ακόμη και πριν την εκλογή Τραμπ. Είναι χαρακτηριστική η έκθεση Ντράγκι όπου τίθεται η στροφή προς την πολεμική οικονομία ως δρόμος ανάταξης της οικονομικής στασιμότητας. Μιλούν ανοιχτά για μετάβαση από το «κράτος πρόνοιας» (ότι έχει απομείνει), στο «κράτος πολέμου», με ενδεχόμενη καταφυγή σε ένα είδος «στρατιωτικού κεϋνσιανισμού», σε ένα πλαίσιο όπου τα αστικά κράτη ενώ θα περιορίζουν κοινωνικές δαπάνες θα αυξάνουν πολεμικές επενδύσεις. Η Κομμουνιστική Απελευθέρωση εκτιμά ότι παρά τις σφοδρές αντιθέσεις ΗΠΑ- ΕΕ, έχουν συμφέρον (οι αστικές τάξεις) να συμμαχήσουν παρά να τα σπάσουν με λυκοφιλίες με άλλα κέντρα, που δεν μπορεί παρά είναι προσωρινές (πχ προσέγγιση ΗΠΑ-Ρωσίας για Ουκρανία ή/και Αρκτική).
10. Το ανταγωνιστικό προς τη Δύση μπλοκ είναι ασταθές και δεν έχει διαμορφώσει συγκροτημένες πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές δομές. Η επιθετικότητα ΗΠΑ και ΕΕ έχει να κάνει και με την πρόληψη του κινδύνου μεγαλύτερης ομογενοποίησης και ανόδου του αντίπαλου στρατοπέδου, με προσπάθεια διάσπασής του. Η Κίνα προχωρά με γρήγορα βήματα την διεθνοποιημένη οικονομική, αλλά και γεωπολιτική της άνοδο. Τα γιγαντιαία projects που προωθεί σε πλήθος χωρών, συνοδεύονται σε κάποιες περιπτώσεις και με πρόβλεψη στρατιωτικής χρήσης υποδομών. Για παράδειγμα, το λιμάνι Chancay στο Περού, το μεγαλύτερο στη Λατινική Αμερική, που εγκαινιάστηκε πρόσφατα και περιλαμβάνει την δυνατότητα χρήσης από το κινεζικό Ναυτικό, χωρίς το κράτος του Περού να έχει δικαιοδοσία εντός του. Πρόκειται για μια συγκαλυμμένη βάση που φανερώνει ότι η άνοδος της Κίνας δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά αποκτά και την -αναγκαία στο μέλλον- στρατιωτική ισχύ. H αυτοπροβολή της σήμερα ως «προστάτιδα δύναμη» του «ελεύθερου εμπορίου» και της «παγκοσμιοποίησης» αποτυπώνει την πλήρη διάστασή της από κάθε κατάλοιπο του παρελθόντος της, παρά την παρουσία ισχυρού κράτους, το οποίο όμως είναι θεματοφύλακας της καπιταλιστικής ανάπτυξης και όχι κάποιας «κοινωνικής πρόνοιας». Αυτό το μοντέλο είχαν ακολουθήσει στο παρελθόν η Ιαπωνία και οι «ασιατικές τίγρεις», σε άλλο ιστορικό και οικονομικό περιβάλλον βέβαια. Εμφανίζονται ενδείξεις όχι μόνο κόπωσης, αλλά και πρώιμα κρισιακά σημάδια του κινέζικου καπιταλισμού (φούσκα ακινήτων, στεγαστική κρίση, χρεοκοπίες κολοσσών όπως η Evergrade που συστάθηκε στον φορολογικό παράδεισο των νήσων Κεϊμάν!). Η διεθνοποίηση του κινέζικου καπιταλισμού δεν μπορεί να μείνει αλώβητη από ενδογενείς και εξωγενείς «ιούς» κρίσης. Για αυτό και το κράτος παρεμβαίνει συχνά για τη διάσωση ιδιωτικών εταιριών ή έχει επιβάλει επίσης μονομερώς επιθετικούς δασμούς π.χ σε γεωργικά προϊόντα και μέταλλα της Αυστραλίας.
11. Ο κίνδυνος γενικότερης πολεμικής ανάφλεξης ενισχύεται στο φόντο της εκτίναξης του ανταγωνισμού στο πεδίο της οικονομίας. Η σύγκρουση Ινδίας-Πακιστάν (πυρηνικές χώρες), έρχεται να προστεθεί στο φονικό πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, τη σφαγή στην Παλαιστίνη, τις εντάσεις στη Θάλασσα της Κίνας. Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες έφτασαν τα 2,718 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024, σημειώνοντας αύξηση 9,4% σε πραγματικούς όρους από το 2023 και την πιο απότομη ετήσια αύξηση τουλάχιστον από το τέλος του ψυχρού πολέμου. Οι πέντε χώρες με τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες – οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα, η Ρωσία, η Γερμανία και η Ινδία – αντιπροσώπευαν το 60% του παγκόσμιου συνόλου, με συνδυασμένες δαπάνες 1.635 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι 15 χώρες με τις μεγαλύτερες δαπάνες στον κόσμο το 2024 αύξησαν όλες τις στρατιωτικές τους δαπάνες. Το παγκόσμιο στρατιωτικό βάρος – το μερίδιο του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) που διατίθεται για στρατιωτικές δαπάνες – αυξήθηκε στο 2,5% το 2024. Οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 5,7% φτάνοντας τα 997 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο 66% των συνολικών δαπανών του ΝΑΤΟ και στο 37% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών το 2024, έχοντας σαφή υπεροπλία και αποτελώντας το βασικό παράγοντα που οδηγεί την κούρσα προς τον πόλεμο. Όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ αύξησαν τις στρατιωτικές τους δαπάνες το 2024. Οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες των μελών του ΝΑΤΟ ανήλθαν σε 1.506 δισεκατομμύρια δολάρια, ή στο 55% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών. Από τα 32 μέλη του ΝΑΤΟ, τα 18 δαπάνησαν τουλάχιστον 2,0% του ΑΕΠ για τους στρατούς τους, σύμφωνα με τη μεθοδολογία του SIPRI, από 11 το 2023 και τον υψηλότερο αριθμό από τότε που το ΝΑΤΟ υιοθέτησε την κατευθυντήρια γραμμή δαπανών το 2014. Οι στρατιωτικές δαπάνες στην Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας) αυξήθηκαν κατά 17% στα 693 δισεκατομμύρια δολάρια και ήταν ο κύριος παράγοντας που συνέβαλε στην παγκόσμια αύξηση το 2024. Οι στρατιωτικές δαπάνες της Γερμανίας αυξήθηκαν κατά 28% φτάνοντας τα 88,5 δισεκατομμύρια δολάρια, καθιστώντας την χώρα με τις μεγαλύτερες δαπάνες στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη και τον τέταρτο μεγαλύτερο στον κόσμο. Οι στρατιωτικές δαπάνες της Πολωνίας αυξήθηκαν κατά 31% στα 38,0 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024, αντιπροσωπεύοντας το 4,2% του ΑΕΠ της Πολωνίας. Η Κίνα , η δεύτερη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στον κόσμο, αύξησε τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά 7,0%, φτάνοντας περίπου τα 314 δισεκατομμύρια δολάρια, σηματοδοτώντας τρεις δεκαετίες συνεχόμενης ανάπτυξης. Οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας έφτασαν περίπου τα 149 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024, σημειώνοντας αύξηση 38% από το 2023 αντιπροσωπεύοντας το 7,1% του ΑΕΠ της Ρωσίας και το 19% όλων των δαπανών της ρωσικής κυβέρνησης. Οι στρατιωτικές δαπάνες της Ιαπωνίας αυξήθηκαν κατά 21% στα 55,3 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024, η μεγαλύτερη ετήσια αύξηση από το 1952. Το 2024, το Ηνωμένο Βασίλειο αύξησε τις στρατιωτικές του δαπάνες κατά 2,8% φτάνοντας τα 81,8 δισεκατομμύρια δολάρια, καθιστώντας την έκτη χώρα σε ύψος δαπανών παγκοσμίως. Οι στρατιωτικές δαπάνες της Γαλλίας αυξήθηκαν κατά 6,1% φτάνοντας τα 64,7 δισεκατομμύρια δολάρια, καθιστώντας την ένατη χώρα σε δαπάνες. Η Σουηδία αύξησε τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά 34% το 2024, στα 12,0 δισεκατομμύρια δολάρια. Κατά το πρώτο έτος της ένταξής της στο ΝΑΤΟ, το στρατιωτικό βάρος της Σουηδίας έφτασε το 2,0% του ΑΕΠ.
12. Οι εξελίξεις αυτές επανατοποθετούν τη συζήτηση εντός των πολιτικών ρευμάτων, ήδη από την κρίση του 2007-09, αλλά και την καμπή της πανδημίας (2020-21). Στον αστικό πολιτικό κόσμο, αναπτύσσονται πολιτικά ρεύματα με κοινή εκμεταλλευτική ταξική βάση, αλλά και αυξανόμενες αποκλίσεις που προκαλούν πολιτικές αναταράξεις. Δυναμώνουν, ειδικά μετά την δεύτερη εκλογή Τραμπ, τα ρεύματα και κόμματα της ακροδεξιάς με έμφαση στην «επιστροφή και ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας» ως απάντηση στην «παγκοσμιοποίηση που ισοπεδώνει», στον λεγόμενο οικονομικό εθνικισμό, ενισχυμένη επιθετικότητα απέναντι στην εργατική τάξη, αλλά και ιδιαίτερο βάρος στην προβολή υπερσυντηρητικών αξιών, παλιού και νέου τύπου, σε σχέση με μετανάστες, πρόσφυγες, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Ωστόσο, στις στιγμές των πολιτικών κρίσεων συστρατεύονται με ευκολία, όπως για παράδειγμα έγινε στη Γαλλία με τη συγκρότηση της κυβέρνησης Μπαϊρού που ένωσε στην πράξη το “ακραίο κέντρο” με την παραδοσιακή δεξιά υπό την ανοχή της Λεπέν
13. Η συζήτηση για τη σχέση του Τραμπ και ακροδεξιών κομμάτων με τον ιστορικό φασισμό, έχει τη σημασία της. Κάθε πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο κρίνεται στο πλαίσιο της εποχής εμφάνισής του, αλλά και με την εξέλιξη που έχει στη συνέχεια. Υπάρχουν ομοιότητες με την εποχή του Μεσοπολέμου, όπου εμφανίστηκε στην Ευρώπη ο φασισμός, ωστόσο υπάρχουν και νέες παράμετροι που πρέπει να αναλυθούν. Τα φασίζοντα καθεστώτα και κόμματα έχουν σήμερα σημαντική γεωγραφική εξάπλωση, στη «Δύση» αλλά και στην «Περιφέρεια», στη Λατινική Αμερική, την Ασία (Ινδία, Ισραήλ, Τουρκία, Νότια Κορέα κ.α.) όπου συνδυάζουν εθνικές ή θρησκευτικές ιδιαιτερότητες με παραδοσιακές φασιστικές πολιτικές. Τα σύγχρονα φαινόμενα είναι ίσως ακόμα πιο επικίνδυνα από την ιστορική αναφορά τους και μας εισάγουν σε μια νέα εποχή. Είναι πάνω απ’ όλα φαινόμενα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού με τα νέα στοιχεία του και η απάντηση δεν μπορεί να είναι «μέτωπα δημοκρατίας». Ήδη, αυτά που έχουν συγκροτηθεί (Γαλλία του Μακρόν, κυβερνήσεις χριστιανοδημοκρατών/σοσιαλδημοκρατών/ Πρασίνων στη Γερμανία κ.α.), ενώ μιλούν για «τείχος δημοκρατίας», υιοθετούν πλήρως την ατζέντα του «αντιπάλου» τους. Αλλά και στην αριστερά, οι προτάσεις «λαϊκών μετώπων» είναι άσφαιρη, καθώς δεν πατάει στη βάση της σημερινής περιόδου του καπιταλισμού, προτάσσει αποτυχημένες απαντήσεις του παρελθόντος, υποτιμά εσκεμμένα το ζήτημα της αντικαπιταλιστικής τομής ή κρίσιμες πτυχές όπως το ζήτημα της στάσης απέναντι στην ΕΕ.
14.Η συζήτηση περί «τέλους του νεοφιλελευθερισμού» διχάζει αστικές δεξαμενές σκέψης, αλλά και την αριστερά. Η βάση όμως αυτής της συζήτησης αφορά κυρίως την οικονομική διάσταση του νεοφιλελευθερισμού, όπως εμφανίστηκε ως Σχολή του Σικάγου, Ρηγκανισμός/θατσερισμός και όπως εξαπλώθηκε τα τελευταία 35 χρόνια σε όλο τον πλανήτη. Όμως, αυτή η περίοδος του διεθνούς καπιταλισμού δεν αφορά μόνο την οικονομική πολιτική. Πρόκειται για πλευρά της εδραίωσης του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, ο οποίος όμως αφορά όλη τη σφαίρα της παραγωγής, της εργασίας και της ζωής των ανθρώπων. Ο καπιταλισμός σε κάθε μεταβατική περίοδο του δεν σταματάει να αξιοποιεί «παλιά» εργαλεία του, τα οποία σε κάθε νέα εποχή αποκτούν άλλο περιεχόμενο. Για παράδειγμα, ο κρατικός παρεμβατισμός ελάχιστα αφορά πλέον και κάποιο «κοινωνικό συμβόλαιο», αλλά αποκλειστικά σχεδόν τη στήριξη των κερδών του κεφαλαίου. Άρα, δεν υπάρχει «επιστροφή σε προηγούμενη εποχή», αλλά εμβάθυνση της εκμεταλλευτικής φύσης του σύγχρονου καπιταλισμού σε συνθήκες αστάθειας και κρίσης.
15. Στο χώρο της ρεφορμιστικής αριστεράς, η κυρίαρχη απάντηση ως τώρα ήταν το «αντί-νεοφιλελεύθερο μέτωπο», σε απάντηση του «μεγαλύτερου κακού», με ρητή άρνηση αντικαπιταλιστικού μετώπου, αντικαπιταλιστικής πάλης και ανατροπής (ως αδύνατων ή αχρείαστων) και ρητή ή άρρητη υπόδειξη της «προοδευτικής» απάντησης σε κάποιου είδους κεϋνσιανισμό και «αριστερές, προοδευτικές κυβερνήσεις». Αυτή η πολιτική κατεύθυνση μπαίνει σε κρίση. Η σημερινή τροπή των εξελίξεων, ακόμη και η ωμή ρητορική του Τραμπ και άλλων, αναδεικνύουν την καθοριστικότητα αφενός του καπιταλιστικού ανταγωνισμού στο παγκόσμιο στερέωμα και αφετέρου της ταξικής κοινωνικής διαπάλης σε όλα τα κρίσιμα πεδία σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Τα ερωτήματα της αντικαπιταλιστικής πολιτικής και της ίδιας της επαναστατικής ανατροπής της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, επανέρχονται με επείγοντα και απαιτητικό τρόπο. Είναι αναγκαία η πολιτική ανεξαρτησία από την αστική πολιτική, της γραμμής παρέμβασης της αντικαπιταλιστικής κομμουνιστικής αριστεράς. Αυτό κρίνεται και στην ανάλυση αλλά και στις πολιτικές επιλογές στην πράξη. Κρίνεται και στην ανεξαρτησία από έμμεσες ή άμεσες πολιτικές στήριξης ή «συμμαχιών» με λογικές «δημοκρατικού, αντί-ακροδεξιού ή λαϊκού μετώπου», «προοδευτικής εναλλακτικής λύσης» και στην απόρριψη λογικών ουράς στο ένα ή στο άλλο ιμπεριαλιστικό/καπιταλιστικό μπλοκ.
16. Στο πλαίσιο αυτό, η αντικαπιταλιστική κομμουνιστική αριστερά αντιπαρατίθεται τόσο με την κλασική φιλελεύθερη θεωρία και πολιτική που βλέπει “πρόοδο”, ειρήνη και δήθεν ισορροπία τιμών σε χαμηλό επίπεδο λόγω των ευεργετημάτων του ανταγωνισμού, όσο και με νεοκεϋνσιανές ή μετακεϋενσιανές πολιτικές διαχείρισης «Δυτικού» ή ασιατικού τύπου. Η ρήξη με τον καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό σε εθνικό και διεθνές πεδίο και η επιδίωξη μιας οικονομικής και κοινωνικής πορείας προς όφελος των εργατικών τάξεων και λαών, στηρίζεται σε ένα τρίπτυχο κομβικών πολιτικών στόχων, που έχουν ταυτόχρονα τακτική και στρατηγική διάσταση. α. εκτεταμένη δημόσια ιδιοκτησία των κύριων τομέων αυτών των οικονομιών, σχεδιασμένες κρατικές επενδύσεις, με άμεσες εθνικοποιήσεις, επανα-εθνικοποιήσεις με εργατικό έλεγχο, με προβολή της ανάγκης και δυνατότητας για κοινωνική εργατική ιδιοκτησία στο σοσιαλισμό/κομμουνισμό. Η θέση αυτή αντιμάχεται το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν τεράστιες αρνητικές συνέπειες σήμερα β. Εργατικός έλεγχος ή/και βέτο σε κρίσιμα ζητήματα της λειτουργίας των κρατικών επιχειρήσεων από τη σκοπιά της προάσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων σε αυτές και της εργατικής τάξης γενικά, με προβολή της ανάγκης για δημοκρατία της εργατικής τάξης σε όλη την κλίμακα των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων και πρωτίστως στην παραγωγή. Η θέση αυτή αντιπαλεύει την οικονομική λειτουργία των αστικών κρατών με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια, την ανοιχτή προικοδότηση του κεφαλαίου με δημόσιο χρήμα μέσου κράτους και τραπεζών, την εγκαθίδρυση αντεργατικών γκέτο στις όποιες κρατικές επιχειρήσεις υπάρχουν. γ. Διεθνιστικός αγώνας σήμερα, με αλληλοϋποστήριξη στο πεδίο των εργατικών και λαϊκών κινημάτων, αλλά και διμερών ή και πολυμερών σχέσεων με διαγραφή εξωτερικών χρεών, κατάργηση όλων των μέτρων που σαρώνουν τις τοπικές αγορές από τη δικτατορία των πολυεθνικών ή αντίστροφα ακυρώνουν εξαγωγικές δυνατότητες αδύναμων οικονομιών φτωχών χωρών και άλλα μέτρα, στην προοπτική της διεθνιστικής κομμουνιστικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, της μοναδικής παγκοσμιοποίησης που μπορεί να υπάρξει. Η θέση αυτή αντιμάχεται ρητά τόσο την ιμπεριαλιστική ληστεία των ισχυρών καπιταλιστικών χωρών, αλλά και την υποκριτική θέση για «μη πολιτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής και μη ανάμιξης σε εσωτερικές υποθέσεις» (πάλι στο όνομα του ελεύθερου εμπορίου). Την ίδια υποκριτική λογική της «μη πολιτικοποίησης της εξωτερικής πολιτικής» αναπτύσσουν οι αστικές τάξεις στο εσωτερικό των χωρών, καλώντας σε «εθνική ομοψυχία».
17. Ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας έχει όλα τα χαρακτηριστικά ιμπεριαλιστικού, άδικου και αντιδραστικού πολέμου και από τις δύο πλευρές. Εγκαινιάζει ωστόσο ταυτόχρονα ένα νέο γύρο φονικών πολέμων (μεγάλης κλίμακας) του κεφαλαίου στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, όπου εμφανίζονται όλα τα απαίσια χαρακτηριστικά των πολέμων της εποχής του ιμπεριαλισμού, μαζί με την υπερ-ανάπτυξη άλλων ποιοτικών πλευρών όπως η οργανικότερη σύμφυση με τους οικονομικούς πολέμους, ο πυρηνικός κίνδυνος, η ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης, ο πόλεμος των πληροφοριών, ο δορυφορικός διαστημικός πόλεμος και άλλα. Είναι τραγική για την αριστερά η υποστήριξη από μεριάς οργανώσεών της, της πολεμικής εκστρατείας του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στο όνομα του «δικαιώματος της Ουκρανίας να αμυνθεί». Πλήθος άλλων αριστερών δυνάμεων και αναρχο-κομμουνιστικών ρευμάτων, πανηγυρίζουν για ρωσικές στρατιωτικές νίκες ακόμα κι αν αυτές προήλθαν από ένα πραγματικό σφαγείο σε συνθήκες «χαρακωμάτων Α’ Παγκοσμίου Πολέμου». Άλλες κρίνουν τα γεγονότα στη Γάζα με βάση το ερώτημα της «φύσης της Χαμάς», παραβλέποντας την σφαγή του Παλαιστινιακού λαού από το σιωνιστικό δολοφονικό κράτος του Ισραήλ με στήριξη ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Παραβλέπουν επίσης, ότι συντελείται η πρώτη γενοκτονία «Τεχνητής Νοημοσύνης» (ΑΙ) της ιστορίας, οι εφαρμογές της οποίας δεν αφορούν μόνο τον παλαιστινιακό λαό, αλλά όλους τους εκμεταλλευόμενους μελλοντικά. Η χρήση παλιών και νέων μορφών πολέμου δημιουργεί συνθήκες αδιανόητης φρίκης, η οποία «κανονικοποιείται» ακόμα κι εντός της αριστεράς.
18.Τα ερωτήματα, η κίνηση εκατομμυρίων ανθρώπων, τα γεγονότα και οι πολύπλευρες διεργασίες στη συνείδηση της κοινωνίας αλλά και το πολιτικό σκηνικό, επιβάλλουν μια ουσιαστική πολιτική συζήτηση και παρέμβαση από την πλευρά της επαναστατικής, εργατικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς και της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης. Από αυτή την άποψη, πρέπει να εμβαθύνουμε τη συζήτηση σε σχέση με τα πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα που αναπόφευκτα αναπτύσσονται στο φόντο των παραπάνω εξελίξεων και στο πλαίσιο της ταξικής και πολιτικής διαπάλης. Να παρακολουθήσουμε καλύτερα την «άλλη όψη» των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων. Τα αστικά πολιτικά συστήματα είναι σε πρωτοφανή πολιτική κρίση και αστάθεια, ειδικά στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Καθώς το κοινωνικό ζήτημα οξύνεται σε όλες τις πλευρές (χαρακτηριστική η κρίση του στεγαστικού σε όλο τον κόσμο παρά τα «βασίλεια» των real estate επενδύσεων που λάμπουν), πλατιά τμήματα εργατικών και λαϊκών στρωμάτων αποστοιχίζονται από τη σταθερή πολιτική υποστήριξη των καθεστωτικών κομμάτων, παρά την ολοφάνερη αδυναμία στράτευσης προς μια αντικαπιταλιστική πολιτική ανατροπής. Η ταξική πάλη και εργατική αντίσταση είναι πάντα παρούσες στις διεργασίες αυτές και οφείλουμε να αναπτύσσουμε ιδιαίτερα τις πιο ανατρεπτικές πολιτικές τάσεις τους και κυρίως την τάση μετασχηματισμού σε συνολική πολιτική πάλη. Από το μεγαλειώδες κίνημα υπεράσπισης της υπόθεσης της Παλαιστίνης ως τις απεργίες σε όλο τον κόσμο, από τις ΗΠΑ έως την ανερχόμενη Κίνα (μεγάλη άνοδος μαζί και με κατακτήσεις αύξησης μισθών) και από τις διαδηλώσεις για τα Τέμπη στην Ελλάδα, ως τις κινητοποιήσεις στην Αργεντινή, οι εργατικές τάξεις και οι λαοί δηλώνουν παρουσία. Οι πολιτικοί συσχετισμοί κάθε άλλο παρά είναι σταθεροί. Αστικά και μικροαστικά κόμματα είναι σε πολιτική και οργανωτική κρίση, ενώ εντός της αριστεράς αναδιατάσσονται οι πολιτικές γραμμές, συχνά ξεπερνώντας λογικές διαχείρισης και ψυχολογίες ήττας και αναζητώντας νέα κομμουνιστική εκκίνηση. Οι διεθνείς πρωτοβουλίας της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης αναδεικνύουν αυτές τις ελπιδοφόρες τάσεις και είναι όλο και πιο σημαντικές.