Γιώργος Παυλόπουλος
Πρόκειται για δύο χώρες στις οποίες κατοικεί σήμερα ο ένας στους πέντε ανθρώπους πάνω στον πλανήτη – συνολικά, δηλαδή, κάπου 1,65 δισ. Στη μία, τη μεγαλύτερη, κυριαρχεί ο ινδουισμός και στην άλλη ο ισλαμισμός – με την πολυπληθή μουσουλμανική μειονότητα της πρώτης να βρίσκεται υπό συνεχές καθεστώς διακρίσεων και διώξεων. Οι δε υδάτινοι πόροι και η διαχείρισή τους έχουν ζωτική σημασία και για τις δύο, ενώ αποτελούν ένα από τα διαχρονικά σημεία τριβής στη σχέση τους – με αρκετούς να πιστεύουν ότι εκεί είναι πιθανό να εκδηλωθεί ένας από τους πιο σοβαρούς «πολέμους για το νερό» του μέλλοντός μας.
Όχι τυχαία, η πορεία τους είναι άκρως ανταγωνιστική καθ’ όλα τα χρόνια της ύπαρξής τους, κάτι που αποτυπώνεται σε μεγάλο βαθμό και στις συμμαχίες τους. Από τη στιγμή, άλλωστε, που αμφότερες απέκτησαν την ανεξαρτησία τους από τη Βρετανική Αυτοκρατορία, το 1947, έχουν βρεθεί τέσσερις φορές σε εμπόλεμη κατάσταση, ενώ δεκάδες είναι τα «θερμά επεισόδια» που έχουν καταγραφεί ανάμεσά τους. Με επίκεντρο, τις περισσότερες φορές, το Κασμίρ, η πληθυσμιακή σύνθεση και η στρατηγική θέση του οποίου (από εκεί πηγάζουν ή διέρχονται, εκτός των άλλων, τα μεγαλύτερα ποτάμια της περιοχής) το καθιστούν ιδανικό «γήπεδο» για να λυθούν οι εκκρεμείς «λογαριασμοί».
Ένα ακόμη μέτωπο, όπως η Ουκρανία και η Μέση Ανατολή, που απειλεί με γενικευμένη και παγκοσμίων διαστάσεων ανάφλεξη. Στο «παιχνίδι» και η Ελλάδα που, παίρνοντας το πλευρό της Ινδίας, φιλοδοξεί να κερδίσει πόντους έναντι της Τουρκίας, η οποία στηρίζει το Πακιστάν.
Πρόκειται για μια περιοχή 220 τετραγωνικών χιλιομέτρων με περίπου 20 εκατομμύρια κατοίκους, που βρίσκεται στο δυτικό άκρο των Ιμαλαΐων και έχει μακρά ιστορία, την πλήρη κυριαρχία της οποίας διεκδικούν και οι δύο χώρες, για την ώρα όμως ελέγχουν καθεμία από ένα τμήμα της. Μια περιοχή η οποία έχει μετατραπεί εκατέρωθεν σε απέραντο οχυρό, καθώς εκεί εκτιμάται ότι οι δύο ανταγωνίστριες έχουν αναπτύξει περισσότερους από ένα εκατομμύριο στρατιώτες – εκ των οποίων πολλοί στις δύο πλευρές της διαχωριστικής γραμμής.
Τα παραπάνω, όπως έχει ήδη γίνει αντιληπτό, αφορούν την Ινδία και το Πακιστάν. Τους δύο γείτονες που βρίσκονται για μια ακόμη φορά με το δάχτυλο στη σκανδάλη και δείχνουν έτοιμοι να την πατήσουν, με αφορμή την τρομοκρατική επίθεση με τους 26 νεκρούς (κυρίως τουρίστες) που σημειώθηκε στις 22 Απριλίου – σε σημείο που ανήκει στη δικαιοδοσία της πρώτης και εξαρχής αποδόθηκε σε «δάκτυλο» της δεύτερης. Από εκείνη τη στιγμή, η απειλή μιας νέας γενικευμένης σύρραξης είναι τόσο μεγάλη και άμεση (το Πακιστάν ισχυρίζεται πως είναι ζήτημα ωρών η εκδήλωση μιας ινδικής επίθεσης και διαμηνύει ότι τα αντίποινά του θα είναι σκληρά), ώστε οι πάντες έχουν σπεύσει να ζητήσουν «αυτοσυγκράτηση», καθώς φοβούνται τα χειρότερα. Ειδικά καθώς και οι δύο είναι πυρηνικές δυνάμεις, διαθέτοντας από 170 κεφαλές εκάστη.
Στους διαμεσολαβητές συγκαταλέγεται και η Κίνα, έστω και αν η ίδια ελέγχει μια «άκρη» του Κασμίρ και βρίσκεται διαρκώς στα μαχαίρια με την Ινδία – την οποία έτσι κι αλλιώς θεωρεί ως τη μεγάλη ανταγωνίστριά της στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ασίας – έχοντας ταυτόχρονα εντάξει στους συμμάχους της το Πακιστάν. Το ίδιο και η Τουρκία, η οποία επίσης έχει αναπτύξει στενές σχέσεις με το Ισλαμαμπάντ, αξιοποιώντας και τη θρησκευτική «συγγένεια» μαζί του. Η Ρωσία, από την άλλη, βρίσκεται πιο κοντά στο Νέο Δελχί, στο οποίο πουλά όπλα αξίας δισεκατομμυρίων – κάτι που ισχύει και για τη Γαλλία. Όσο για τις ΗΠΑ, επίσης κλίνουν προς την Ινδία, καθώς επιδιώκουν να την αξιοποιήσουν σε βάρος της Κίνας.
Όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς, λοιπόν, στο Κασμίρ ανοίγει (πάλι) ένα ακόμη μέτωπο στο οποίο, λιγότερο ή περισσότερο, εμπλέκονται οι πιο ισχυροί ιμπεριαλιστές. Κι αυτό σημαίνει, πολύ απλά, πως μια ανάφλεξη μπορεί να προκαλέσει σύρραξη με παγκόσμια διάσταση – όπως ακριβώς συμβαίνει στις περιπτώσεις της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής.
Σε αυτό το φόντο, η Αθήνα θεωρεί ότι έχει μια ακόμη ευκαιρία, εφόσον εμπλακεί πιο ενεργά, να κερδίσει πόντους στον ανταγωνισμό της με την Τουρκία. Γι’ αυτό, εδώ και καιρό, «κλείνει το μάτι» στην Ινδία και την ακραία εθνικιστική κυβέρνηση Μόντι, με την οποία αναπτύσσει εντατικά τους δεσμούς της. Δείχνοντας, έτσι, να αδιαφορεί όχι μόνο για τον κίνδυνο μιας πολεμικής εμπλοκής, αλλά και για τις επιπτώσεις που ενδέχεται να υπάρξουν στις σχέσεις με την πολυπληθή (μία από τις πολυπληθέστερες στην Ελλάδα) κοινότητα των Πακιστανών μεταναστών και προσφύγων.
Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα…