Αναδημοσίευσή από τον Σελιδοδείκτη
H κυβέρνηση μέσω του πρωθυπουργού, μετά τη συνάντησή του με την Υπουργό Παιδείας Ζαχαράκη, δήλωσε την ήττα της: “Συζητήσαμε την πορεία της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και εδώ πρέπει να είμαστε ειλικρινείς: είναι μια νέα διαδικασία που δεν έχει φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα». Η παραδοχή αυτή από τον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη, δείχνει ότι η κυβέρνηση της ΝΔ είναι ζορισμένη. Ο αγώνας μας ενάντια στην αξιολόγηση για την υπεράσπιση του δημόσιου σχολείου τους χαλάει τα σχέδια.
Προηγήθηκαν οι δηλώσεις της υπουργού Παιδείας για τα ποσοστά όσων έχουν αξιολογηθεί: από τους/τις νεοδιόριστους/ες των ετών 2020-23, πάνω από το 40% έχει αρνηθεί «να βάλει πλάτη» στη διάλυση του δημόσιου σχολείου, συμμετέχοντας με επιμονή και αποφασιστικότητα, παρά τις απειλές, τους εκβιασμούς, τα χιλιάδες πειθαρχικά, ακόμα και τη δυνητική αργία στην περίπτωση της συναδέλφισσας Χατζόγλου, στον αγώνα ενάντια στην αξιολόγηση και στην απεργία – αποχή. Τέσσερα χρόνια μετά την ψήφιση του διαβόητου νόμου 4823/21, η πλειοψηφία του εκπαιδευτικού σώματος – το 85% – δεν έχει αξιολογηθεί. Η αποφασιστική στάση των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών που η κυβέρνηση προσπάθησε να χρησιμοποιήσει ως το πιο «ευάλωτο» κατά τη γνώμη της σώμα, συνέβαλε αποφασιστικά στο να μην υλοποιηθεί η καθολική εφαρμογή της.
Ταυτόχρονα, η παραδοχή της ήττας φέρνει και αυταρχικό παροξυσμό:
« Η θέση μας είναι ξεκάθαρη και η κατεύθυνση που έχω δώσει στο υπουργείο πολύ σαφής: εάν κάποιος αρνείται επί της αρχής να αξιολογηθεί, δεν πρέπει να έχει θέση στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης».
Είναι σαφές ότι η αντιπαράθεση ανεβαίνει επίπεδο. Ο πρωθυπουργός με αυτή τη δήλωση προσπαθεί να σπείρει φόβο. Απειλεί με απολύσεις, ποινικοποιώντας ακόμα και τη σκέψη. Γιατί αυτή είναι η αφήγηση της κυβέρνησης και της εξουσίας για τον εκπαιδευτικό του παρόντος και του μέλλοντος: με φόβο και σκυμμένο το κεφάλι να εκτελεί αυτό που είναι αποφασισμένο και αρεστό στην εξουσία. Γιατί γνωρίζει ότι «η εκπαίδευση γίνεται επικίνδυνη όταν διδάσκει στους ανθρώπους να σκέφτονται, να αμφισβητούν, να θυμούνται, να ονειρεύονται και να δρουν», όπως πρόσφατα έγραψε ο Henry Giroux. Η στόχευση της αξιολόγησης δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο. Εκείνο που επιδιώκει την υποταγή και τη συμμόρφωσή μας. Όσο για την φράση «εάν κάποιος αρνείται επί της αρχής να αξιολογηθεί», δείχνει το πραγματικό πολιτικό πρόβλημα του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης: την κατανόηση από την πλευρά τους ότι ο αγώνας ενάντια στην αξιολόγηση έχει βάθος, δεν είναι απλά μια αντιπαράθεση πάνω στη συγκεκριμένη μορφή της, αλλά επίγνωση από την πλευρά της μάχιμης εκπαίδευσης ότι αποτελεί τον βασικό πυλώνα για το πέρασμα όλων των αναδιαρθρώσεων.
Το μήνυμα που θέλει να δώσει η κυβέρνηση δεν απευθύνεται μόνο στην εκπαίδευση. Απευθύνεται στο σύνολο της κοινωνίας. Εξάλλου και η «απάντηση» από την κυβέρνηση για το έγκλημα των Τεμπών είναι «η αξιολόγηση του προσωπικού του σιδηρόδρομου». Γνωρίζοντας ότι η πολιτική της έχει γονατίσει κυριολεκτικά τους εργαζόμενους και τη νεολαία, καταλαβαίνει ότι κραδαίνοντας απλά τα ψίχουλα που τάζει να δώσει από τα δημοσιονομικά πλεονάσματα, αφού το μεγαλύτερο μέρος τους πρέπει να επενδυθεί στην «οικονομία του πολέμου», δεν καταλαγιάζει την οργή. Θεωρεί ότι το μαστίγιο είναι πιο «πειστικό».
Όμως και στις υπόλοιπες δηλώσεις του δείχνει τον σαφή ταξικό του προσανατολισμό: οι μαθητές και οι μαθήτριες πρέπει από πιο μικρή ηλικία – από την Γ΄ Γυμνασίου – να έχουν ξεκαθαρίσει το «επαγγελματικό και ακαδημαϊκό τους μέλλον», προκαθορίζοντας από τα 15 τους τη διαδρομή τους, ενώ όσοι είναι «παραβατικοί» να στοιβάζονται στα Τεχνικά Γυμνάσια που η συμβουλευτική του επιτροπή προτείνει να φτιαχτούν ειδικά για αυτούς. Η Τεχνητή Νοημοσύνη και τα ψηφιακά φροντιστήρια εμφανίζονται ως νέα πεδία δόξης λαμπρά. Χαράς ευαγγέλια για τις εταιρείες, προσπάθεια εμπέδωσης ότι η τεχνολογία μπορεί να αντικαταστήσει τη ζωντανή διδασκαλία. Στο περιθώριο των δηλώσεων, με πρόσφατες ανακοινώσεις του, το Υπουργείο Παιδείας δηλώνει ότι ετοιμάζει τη διαγραφή 300.000 φοιτητών από τα ΑΕΙ που δεν μπόρεσαν να τελειώσουν τις σπουδές τους στους προβλεπόμενους χρόνους, ετοιμάζει φοιτητικές εστίες με ΣΔΙΤ, ανακοινώνει «ανοιχτά σχολεία» στις εμπορευματικές επιδιώξεις, αναδιαρθρώσεις στην ειδική αγωγή.
Έχουμε συναίσθηση ότι η περίοδος είναι ιστορική. Και όχι μόνο στην εκπαίδευση.
Στα σχολεία μας, η αντίσταση απέναντι σε όλες τις απόπειρες για τη διάλυση του δημόσιου σχολείου και την ιδιωτικοποίηση/εμπορευματοποίησή του, με τα Ωνάσεια σχολεία, τους διαγωνισμούς PISA, διεθνείς και εγχώριους, τις Ακαδημίες Επαγγελματικής Εκπαίδευσης που θα φτιάχνουν εργαζόμενους «μιας χρήσης» για συγκεκριμένες επιχειρήσεις, τα προσοντολόγια, τους διαγωνισμούς ΑΣΕΠ… έχει εμποδίσει την κυβέρνηση να προχωρήσει στην έκταση και στην ένταση που θα ήθελε τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση.
Κι όσο κι αν ο πρωθυπουργός φαίνεται να νοσταλγεί το 2013, τότε που ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης επιχείρησε να απολύσει 2500 εκπαιδευτικούς της Τεχνικής Εκπαίδευσης βγάζοντάς τους σε διαθεσιμότητα – οι οποίοι επανήλθαν στα σχολεία μετά από τον ανυποχώρητο αγώνα εκπαιδευτικών και μαθητών – του δηλώνουμε ότι αν θεωρεί ότι εμείς δεν έχουμε θέση στην εκπαίδευση, εμείς θα κάνουμε ότι περνά από το χέρι μας για να μην έχει εκείνος και η κυβέρνησή του τόπο να σταθούν. Γιατί το μόνο που δεν έχει θέση στην εκπαίδευση είναι η πολιτική τους και όσοι την υλοποιούν.