Αφιέρωμα: Η χούντα της 21ης Απριλίου και ο σύγχρονος φασισμός
Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η ενδυνάμωση του λαϊκού κινήματος και των ριζοσπαστικών τάσεων, ειδικά μετά την έκρηξη των Ιουλιανών το 1965, ανησύχησε σφόδρα τα αντιδραστικά και βαθιά αντικομμουνιστικά αστικά κέντρα εξουσίας σε παλάτι, στρατό και βαθύ κράτος. Η προσφυγή στην κατάλυση των δημοκρατικών ελευθεριών εξέφραζε και τα συμφέροντα των ΗΠΑ για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
1965 – Τα Ιουλιανά των εργαζομένων και της νεολαίας με δημοκρατικά αιτήματα και κοινωνικά αίτια συγκλονίζουν τη χώρα.
1967, 21η Απριλίου – Πραξικόπημα από στρατιωτικές δυνάμεις πιστές στη «χούντα των συνταγματαρχών».
1973, 14-17 Νοεμβρίου – Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, ανώτερη εκδήλωση του ανερχόμενου αντιδικτατορικού αγώνα, κλονίζει τη χούντα.
1974, 15 Ιουλίου – Χουντικό πραξικόπημα και στην Κύπρο κατά της κυβέρνησης Μακάριου, ανοίγει την πόρτα για την εισβολή της Τουρκίας στις 20 Ιουλίου.
1974, 24 Ιουλίου – Η χούντα καταρρέει και παραδίδει την εξουσία σε κυβέρνηση πολιτικών με επικεφαλής τον Κ. Καραμανλή.
Το κεφάλαιο προσφεύγει και σε δικτατορίες εάν νιώσει άμεση απειλή
Δικτατορία και κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός
Η φασιστική δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, που εκδηλώθηκε με βαρβαρότητα στη χώρα μας ως απροκάλυπτα δικτατορική εκδοχή της αστικής πολιτικής, έχει πλέον απομακρυνθεί, χωρίς να αποκλείεται η ανάκλησή της σε χαλεπούς καιρούς απ’ το σύστημα, που ασκεί πλέον την υπεραντιδραστική πολιτική του με το καθεστώς του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού. Πολιτική, η οποία εξασφαλίζει την ηγεμονία της αστικής τάξης, συγκαλύπτοντας με το φύλλο συκής ενός αυταρχικού κοινοβουλευτισμού την οικονομική, πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία και τυραννία της.
Αυτή η πιο ήπια μορφή πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης είναι συνειδητή επιλογή της. Εξυπηρετεί πιο αποτελεσματικά τα συμφέροντα και την κυριαρχία της, αφού με το πέπλο ενός, αυταρχικού βέβαια, κοινοβουλευτισμού, εδραιώνει την κυριαρχία της και τη διαιωνίζει, συγκαλύπτοντας την τυραννική ταξική κυριαρχία της, σε αντιδιαστολή με την απροκάλυπτη τυραννία της φασιστικής δικτατορίας. Η εκτόνωση της καταπίεσης του λαού απ’ την αστική ταξική δικτατορία εξασφαλίζεται με τον θεσμό των εκλογών, τον πολυκομματισμό και την ανάληψη της διακυβέρνησης από κόμματα αστικά, «προοδευτικά» ή συντηρητικά. Τα κόμματα αυτά δεν εκφράζουν κάποια εναλλακτική πολιτική, διαφοροποιούν εν μέρει τη διαχείριση της αστικής πολιτικής, για να εξασφαλίζουν την ηγεμονία του συστήματος, χωρίς να αποκλείεται η προσφυγή και σε ανοιχτή δικτατορία, αν θεωρηθεί ότι διακυβεύονται τα «άγια» συμφέροντα του κεφαλαίου από τη λαϊκή αγανάκτηση.
Απεναντίας, η συνταγματική εκτροπή και τα στρατιωτικά πραξικοπήματα δεν αποτελούσαν κεραυνό εν αιθρία, για χώρες ιδίως της επιρροής των ΗΠΑ και άλλων ισχυρών καπιταλιστικών χωρών.
Μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η ιμπεριαλιστική Δύση διαμόρφωσε με αδιαμφισβήτητο ηγεμόνα τις ΗΠΑ, ένα ευρύτατο ελεγχόμενο πλέγμα διεθνών σχέσεων. Στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα, οι καπιταλιστικές χώρες, θορυβημένες από το αντίπαλο δέος του υπαρκτού σοσιαλισμού, την αυξημένη επιρροή των κομμουνιστικών και αριστερών κομμάτων και την ισχύ των κινημάτων και την ανάταση του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, υιοθέτησαν την κεϊνσιανή διαχείριση την τριακονταετία 1945-1975, για να εδραιώσουν την κοινωνική ειρήνη και τη συνεργασία των τάξεων, πραγματοποιώντας κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, βελτιωτικές του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών μαζών. Στον πολιτικό, όμως, τομέα, όρθωναν τείχη αντιπαλότητας κατά του υπαρκτού σοσιαλισμού και των χωρών που υποστήριζε για την αποτίναξη του ζυγού των ΗΠΑ. Μάλιστα, ο πυρηνικός Αρμαγεδδών αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή στην περίπτωση της κρίσης των πυραύλων στη Κούβα.
Με αιχμή τη CIA και το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ επιχειρούσαν να καταστείλουν την ενίσχυση ισχυρών κομμουνιστικών και ριζοσπαστικών πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη, για να αποτραπεί η αριστερή στροφή, ενισχύοντας πολύμορφα τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, καθοδηγώντας ακροδεξιές και παραστρατιωτικές οργανώσεις σε τρομοκρατική δράση, οργανώνοντας ακόμη και στρατιωτικά πραξικοπήματα, για να μην αναλάβουν, ακόμη και με νόμιμη κοινοβουλευτική διαδικασία, την κυβερνητική εξουσία ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα, όπως το ιταλικό και το γαλλικό. Είναι αποδεδειγμένο ότι η CIA καθοδήγησε την Απριλιανή δικτατορία στην Ελλάδα το 1967, το πραξικόπημα Σαμψών στην Κύπρο, το στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοσέτ στη Χιλή το 1973, αλλά και την καταστολή του κινήματος των Γαρυφάλλων στην Πορτογαλία το 1974.
Τα αίτια του πραξικοπήματος
Τα αίτια της Απριλιανής Χούντας πρέπει να αναζητηθούν στην επιλογή των αστικών δυνάμεων της χώρας (μεγάλο κεφάλαιο, παλάτι, στρατός, συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις) να συντρίψουν το ισχυρό κίνημα και την Αριστερά. Αυτός ο στόχος των συντηρητικών και αντιδραστικών δυνάμεων της χώρας είχε τη συνηγορία των ΗΠΑ, που την περίοδο του ψυχρού πολέμου ευνοούσαν τη στρατιωτική καταστολή επικίνδυνων γι’ αυτές κινημάτων. Ιδιαίτερα, η Απριλιανή δικτατορία ευνοούσε την προσπάθεια των ΗΠΑ να αποκτήσουν ένα απόλυτα ελεγχόμενο προγεφύρωμα στην καυτή περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Την αφορμή για το Απριλιανό πραξικόπημα αποτέλεσε η διαφωνία του Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου με το παλάτι για τον Υπουργό Άμυνας. Ο Παπανδρέου απαιτούσε να αποπεμφθεί ο Γαρουφαλιάς. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος απέρριψε το αίτημα του Γ. Παπανδρέου και τον εξανάγκασε σε παραίτηση. Αυτή η αντιδημοκρατική και αντισυνταγματική στάση προκάλεσε λαϊκές αντιδράσεις, πρωτοφανείς για τη μετεμφυλιακή περίοδο. Το καλοκαίρι του 1965 το λαϊκό κίνημα έδωσε μάχες για εβδομήντα ημέρες με αδιάπτωτη μαχητικότητα, που προκάλεσαν έντονη ανησυχία στο σύστημα. Η βαθύτερη όμως αιτία ήταν ότι το κίνημα εμπνεόταν από τα οξυμμένα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα. Αυτά αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη των συγκλονιστικών αγώνων και όχι η εκπαραθύρωση του Γ. Παπανδρέου. Αυτός ο ταξικός χαρακτήρας του κινήματος δεν μεταφράστηκε σε ριζοσπαστικά αιτήματα. Απεναντίας, περιορίστηκε σε αιτήματα για αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας, που προέβαλε κυρίαρχα η Ένωση Κέντρου, αλλά και η αριστερή της πτέρυγα υπό τον Α. Παπανδρέου. Στο ίδιο όμως συστημικό αίτημα περιορίστηκε και η ΕΔΑ, αλλά και το ΚΚΕ, που δεν τόλμησαν να προσδώσουν στο κίνημα ριζοσπαστικό περιεχόμενο.
Δεμένο το κίνημα στην προκρούστεια κλίνη της δημοκρατικής εξομάλυνσης, ενώ θα μπορούσε να συνεχιστεί, να οξυνθεί και να μετεξελιχθεί σε επαναστατική κατάσταση, εκτονώθηκε με την ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Στεφανόπουλου, που αποτελούσε μία προσωρινή αστική διέξοδο στην πολιτική κρίση, αποκαθιστώντας την αστική νομιμότητα.
Ο αστικός κόσμος είχε θορυβηθεί σφοδρά από την έξαρση του λαϊκού κινήματος. Τίποτα δεν εγγυόταν ότι η εκτόνωση θα ήταν μόνιμη και όχι προσωρινή. Οι φόβοι της άρχουσας τάξης διογκώνονταν από το γεγονός ότι τα Ιουλιανά δεν αποτελούσαν μία μεμονωμένη περίπτωση, αλλά μία αγωνιστική ακολουθία στη δεκαετία του 1960 εργατικών και νεολαιίστικων κινητοποιήσεων, με αιχμές την ιστορική σύγκρουση των οικοδόμων με την αστυνομία το 1960 και τη δολοφονία του αγωνιστή Γ. Λαμπράκη το 1963 από ακροδεξιούς τρομοκράτες, τους οποίους εξέτρεφε και κάλυπτε η αστυνομία.
Την αστική λύση στη σοβούσα και οξυμμένη πολιτική κρίση έδωσε η στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου. Κυρίαρχη αιτία της επιβολής της ήταν η προτεραιότητα που έδινε εκείνη την περίοδο ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός στην αποτροπή του κινδύνου αριστερής στροφής, με τρομοκρατική δραστηριότητα, την οποία απέδιδε σε ριζοσπαστικές οργανώσεις, αλλά και με στρατιωτικά πραξικοπήματα και επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας.
Η ανησυχία των αστικών κύκλων και των ΗΠΑ βασίζονταν στις εξής βασικές παραμέτρους: Στο εργατικό, πολιτικό, νεολαιίστικο κίνημα της δεκαετίας του 1960, που κορυφώθηκε με τα Ιουλιανά του 1965, στην εμφάνιση μιας κεντροαριστεράς υπό τον Α. Παπανδρέου, που φαινόταν να υπερβαίνει τα όρια του πολιτικού συστήματος, στη δυναμική πρόσβαση της ΕΔΑ στις λαϊκές μάζες, όπως απέδειξε το εκλογικό ποσοστό του 24,4% στις εκλογές του 1958, στην επικράτηση της βίαιης αντιμετώπισης του λαϊκού κινήματος, που εκπροσωπούσαν οι κυρίαρχες συστημικές δυνάμεις (παλάτι, στρατός, συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, μεγάλο κεφάλαιο), αντί της πιο ήπιας εκδοχής της διαχείρισης και ενσωμάτωσης του κινήματος που εκπροσωπούσε η Ένωση Κέντρου. Οι δυνάμεις αυτές ήταν σφυρηλατημένες στη σκληρότητα του εμφυλίου πολέμου, κατάσταση όμως που επιβίωνε και στη μετεμφυλιακή περίοδο, αφού διατηρούνταν η αστική νομοθεσία που θεσμοθέτησε τη δίωξη των κομμουνιστών και αριστερών, κυρίως οι νόμοι 509/1947 και 375/1936, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τα ξερονήσια με χιλιάδες εξόριστους αγωνιστές, ενώ δεκάδες χιλιάδες είχαν εγκατασταθεί στις σοσιαλιστικές χώρες χωρίς δικαίωμα επαναπατρισμού.
Ήταν εύλογο αυτές οι δυνάμεις να πανικοβάλλονται από την ενίσχυση κομμουνιστικών, αριστερών, ακόμη και κεντροαριστερών δυνάμεων, να χαρακτηρίζονται από δυσανεξία για τη νόμιμη πολιτική δράση αυτών των δυνάμεων και να ωθούνται, επομένως, σε ακραίες και ολοκληρωτικές λύσεις, όπως η στρατιωτική δικτατορία, για την πολιτική αντιμετώπισή τους.
Επιπλέον, τη δικτατορική επιλογή επικρότησαν συγκεκριμένα ανώτερα τμήματα του κεφαλαίου, οι εφοπλιστές και ο ΣΕΒ, που διαμαρτύρονταν, γιατί η κρίση των Ιουλιανών είχε υπερβεί τα όρια, πλήττοντας τα κέρδη τους, ενώ φάνταζε και ως απειλή για την ιδιοκτησία τους.
Φυσικά, πρωτεύοντα ρόλο στην προώθηση του στρατιωτικού πραξικοπήματος διαδραμάτισαν και τα επιθετικά συμφέροντα του αμερικανονατοϊκού ιμπεριαλισμού, που συνδέονταν με την αντιαραβική πολιτική και τον έλεγχο των πετρελαϊκών κοιτασμάτων της Μέσης Ανατολής. Η χούντα επέτρεψε στις ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν τις ελληνικές βάσεις στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1967, αλλά και στον πόλεμο του 1973, όταν οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν τη στρατηγικής σημασίας βάση της Σούδας.
Παράγοντα που ευνόησε την επιβολή της Απριλιανής δικτατορίας αποτέλεσε και η αποφασιστική στάση του Μακαρίου απέναντι σε ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, αλλά και στις ελληνικές κυβερνήσεις που πίεζαν την Κυπριακή ηγεσία για ΝΑΤΟϊκή λύση. Αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε με ακραία μορφή σε Ελλάδα και Κύπρο απ’ τις χούντες Ιωαννίδη και Σαμψών, με τα γνωστά δραματικά επακόλουθα.
Τα καθεστώτα έκτακτης ανάγκης
Στα αίτια πρέπει να συμπεριληφθεί επίσης και η εμφάνιση καθεστώτων έκτακτης ανάγκης.
Στον νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτικό καπιταλισμό πολιτικό εποικοδόμημα αποτελεί ο ολοκληρωτικός κοινοβουλευτισμός. Στον σύγχρονο ολοκληρωτικό κοινοβουλευτισμό διατηρούνται οι αστικοδημοκρατικοί θεσμοί, η διάκριση των εξουσιών, η κοινοβουλευτική δημοκρατία, η αρχή της πλειοψηφίας, ο πολυκομματισμός, η ελευθερία της έκφρασης και της πολιτικής δράσης, τα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα. Ωστόσο, αυτοί οι θεσμοί έχουν αποψιλωθεί από το αστικοδημοκρατικό περιεχόμενό τους και τείνουν να αποτελέσουν ένα γυμνό θεσμικό κέλυφος.
Στον σύγχρονο καπιταλισμό σπανίζουν μεν οι στρατιωτικές δικτατορίες. Κυριαρχούν όμως τα καθεστώτα έκτακτης ανάγκης, που δύνανται να εξελιχθούν σε δικτατορικά. Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης τυπικά δεν αποτελεί δικτατορικό καθεστώς, αλλά υιοθετεί δικτατορικές πρακτικές. Εξοικειώνει την κοινωνία με αυτήν την πρακτική και ανοίγει τον δρόμο για ολοκληρωμένη δικτατορία, οψέποτε χρειαστεί, όπως συνέβη στη μεσοπολεμική Γερμανία. Η διακυβέρνηση από τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ με διατάγματα προλείανε το έδαφος για τη στρατιωτική δικτατορία του Χίτλερ το 1933. Αλλά και στον σύγχρονο καπιταλισμό, ιδίως σε συνθήκες κρίσης (μνημόνια, πανδημία, πόλεμος) η κατάχρηση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, οι νόμοι-πλαίσιο, οι υπουργικές αποφάσεις και οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι αποτελούν πλέον πρακτικές που αποκαθηλώνουν τη νομοθετική εξουσία και αποθεώνουν την εκτελεστική, η οποία απορροφά την νομοθετική, αλλά και τη δικαστική εξουσία με την επιλογή της ηγεσίας της και όχι μόνο. Αυτή την ακροδεξιού τύπου αυταρχική διακυβέρνηση υιοθετεί στο σύνολό του το κυβερνών κομματικό σύστημα (συντηρητικοί, σοσιαλδημοκράτες και παραλλαγές τους).
Η πτώση της Χούντας
Με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (Αττίλας 20/7/1974) το δικτατορικό καθεστώς που προέκυψε από το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 αυτοκαταργείται, αναθέτοντας την εξουσία σε πολιτική κυβέρνηση υπό τον Κ. Καραμανλή. Είχε προηγηθεί στις 15 Ιουλίου 1974 στρατιωτικό πραξικόπημα από μονάδες ελεγχόμενες από την ελληνική χούντα που ανέτρεψε τον πρόεδρο Μακάριο και τοποθέτησε στη θέση του τον Νικόλαο Σαμψών. Με αφορμή το χουντικό πραξικόπημα η Τουρκία, επικαλούμενη τα δικαιώματά της ως εγγυήτριας δύναμης εισβάλλει στη διχασμένη και σχεδόν ανοχύρωτη Κύπρο και καταλαμβάνει σημαντική έκταση στο βόρειο τμήμα της. Η τουρκική εισβολή αλλάζει ραγδαία τα πολιτικά δεδομένα στην Ελλάδα. Η χούντα αιφνιδιασμένη από τις συνέπειες της άφρονος πολιτικής της διχάζεται. Ο «αόρατος δικτάτορας» Ιωαννίδης επιμένει στον πόλεμο κατά της Τουρκίας και προχωρεί σε μια άθλια οργανωμένη γενική επιστράτευση. Οι μέχρι τότε όμως πιστοί σ’ αυτόν στρατιωτικοί ηγέτες διαφωνούν και αποφασίζουν να απεκδυθούν κάθε πολιτική εξουσία.
Στις 23 Ιουλίου σε σύσκεψη των στρατιωτικών αρχηγών με κορυφαίους αστούς πολιτικούς και παράγοντες της δημόσιας ζωής αποφασίζεται η παράδοση της εξουσίας σε πολιτική κυβέρνηση με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Έτσι, η 23η Ιουλίου αποτελεί την απαρχή της λεγόμενης «μεταπολίτευσης», της ομαλής μετάβασης από την αστική στρατιωτική δικτατορία σε επιλεγμένη από τη στρατιωτική ηγεσία αστική πολιτική κυβέρνηση μη εκλεγμένη με κοινοβουλευτικές διαδικασίες. H κυβέρνηση συγκροτείται από παράγοντες του αστικού πολιτικού κόσμου και ορισμένες προσωπικότητες με αντιδικτατορική στάση (Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας).
Η κυβέρνηση αυτή προέβη άμεσα σε δέσμη μεταρρυθμίσεων για την ομαλή μετεξέλιξη του στρατιωτικού καθεστώτος σε αστικοκοινοβουλευτικό καθεστώς. Εξήγγειλε γενική αμνηστία από την οποία εξαιρέθηκαν μόνον οι πρωταίτιοι της χούντας. Η πλειοψηφία των χουντικών απαλλάχτηκε με το νομικό εφεύρημα του «στιγμιαίου» εγκλήματος. Μεταξύ αυτών και ο δοτός πρωθυπουργός του 1973, Σπύρος Μαρκεζίνης.
Στη δίκη που ακολούθησε οι βασικοί πρωταίτιοι καταδικάστηκαν σε θάνατο. Αλλά με παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας, δια του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, η θανατική ποινή μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά. Η παρέμβαση αυτή της κυβέρνησης στις αποφάσεις της δικαιοσύνης προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών απ’ την αντιπολίτευση, που απαίτησε την εκτέλεση της θανατικής ποινής. Η διαδικασία ομαλής και συμβιβαστικής μετάβασης από το ένα αστικό καθεστώς στο διάδοχο, εξηγεί αυτόν τον «γενναιόδωρο» συμβιβασμό του Κ. Καραμανλή, που ήταν όμως εξαιρετικά επικίνδυνος για τη νεότευκτη αστική δημοκρατία.
Στην πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης ολοκληρώνεται η ανασυγκρότηση της πολιτικής ζωής σε αστικοδημοκρατικές βάσεις. Καταργούνται οι εμφυλιοπολεμικοί νόμοι 509 και 375 και νομιμοποιείται το ΚΚΕ μετά από 28 χρόνια παρανομίας. Παράλληλα, αποκτούν νομιμότητα όλες οι άλλες δυνάμεις της Αριστεράς, απ’ το ευρωκομμουνιστικό ΚΚΕ Εσωτερικού ως τις μικρότερης εμβέλειας οργανώσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Πραγματοποιούνται οι πρώτες μεταδικτατορικές εκλογές την επέτειο του Πολυτεχνείου (17 Νοέμβρη). Θριαμβεύει με 54% η Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που ίδρυσε ο Κ. Καραμανλής, συσπειρώνοντας την προδικτατορική ΕΡΕ και σημαντικό τμήμα του Κέντρου. Ακολουθεί η Ένωση Κέντρου, σε πτωτική όμως πορεία. Στην πρώτη συμμετοχή του το ΠΑΣΟΚ εξασφαλίζει ένα ποσοστό 13,6%. Εμφανίζει δυναμικές τάσεις και θα κερδίσει τις εκλογές στις 18 Οκτώβρη 1981, με ποσοστό 48,06%. Τέταρτη στις εκλογές του 1974 ήλθε η Ενωμένη Αριστερά (ΚΚΕ, ΚΚΕ Εσωτ., ΕΔΑ) με ποσοστό 9,5%, που διαλύθηκε μετά τις εκλογές. Η φιλοχουντική ΕΔΕ του Πέτρου Γαρουφαλιά υπέστη συντριβή (1,08%), απέτυχε να εισέλθει στη Βουλή και αυτοδιαλύθηκε, αποδεικνύοντας την απουσία φιλικών διαθέσεων προς τη Χούντα.
Μετά τον σχηματισμό της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας έγινε σαφές σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο ότι η χώρα δεν μπορεί να επιστρέψει στο προδικτατορικό πολιτικό καθεστώς, που είχε υποστεί πρωτοφανή φθορά. Στη βάση αυτή επαναφέρθηκε μεν σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, παρέμεινε όμως εκκρεμές ζήτημα ο χαρακτήρας του πολιτεύματος. Η κυβέρνηση αναγνώρισε την ύπαρξη καθεστωτικού ζητήματος και γι’ αυτό προσέφυγε στη λαϊκή ετυμηγορία (δημοψήφισμα) για τη λύση του. Το δημοψήφισμα προκηρύχτηκε για τις 8 Δεκεμβρίου του 1974. Στο πρώτο ελεύθερο από καταβολής νεοελληνικού κράτους δημοψήφισμα η λαϊκή ετυμηγορία υπήρξε κατηγορηματική. Επί 4.690.986 εγκύρων ψηφοδελτίων, η ψήφος υπέρ της Δημοκρατίας (αβασίλευτης δημοκρατίας) συγκέντρωσε 3.245.111 ψήφους (69,18%), ενώ η Μοναρχία (βασιλευόμενη δημοκρατία) συγκέντρωσε μόλις 1.445,875 ψήφους (30,82%). Με την κατάργηση της μοναρχίας συμπληρώνεται η βασική δέσμη των μεταρρυθμίσεων για την ανασυγκρότηση της μεταδικτατορικής αστικής δημοκρατίας. Έτσι, η νεότευκτη αστική δημοκρατία απαλλάχτηκε απ’ τον αναχρονιστικό θεσμό της βασιλείας, που επί Κωνσταντίνου, ιδίως, είχε επιβαρυνθεί με πρωτοφανείς επεμβάσεις στην πολιτική ζωή, όπως η εξώθηση σε παραίτηση του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, που αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για το κίνημα των Ιουλιανών.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 18-20 Απριλίου